Alex Alemany, Spanish painter |
η χιονισμένη κορυφή
λαμπρή και σιωπηλή
μου νεύει
λευκό μαντήλι ειρήνευσης.
Η ομιλία της μοναξιάς
περνάει τα παγωμένα δάχτυλά της
στο μέτωπό μου
ζητώντας να σφετεριστεί
το ύστερο μύρο
του κήπου μας.
Εκεί πάνω μου τάζουν
την ασφάλεια του νεκρού
εκεί μου προσφέρουν
ωχρούς ανθούς
για τα ξεφυλλισμένα χέρια.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Φοβούμαι σιμά σου
κι όμως αγαπώ το δέος μου.
Στον πλατύ ερημωμένο κάμπο
οι γυμνές λεύκες
υψώνουν τους κλώνους τους
σ' έναν άλλο ουρανό
— αναιμική προσευχή.
Ν' ακινητείς
για να κοιτάς την κίνηση;
Όχι.
Κράτησέ με.
Που 'ναι το χέρι σου;
Στο δέρμα σου ψαύω
την ψύχρα της εσπέρας
τα βήματα των εξορίστων.
Α, πάλι ο γέρος
περνάει σκυμμένος
κάτω απ' τη βροχή.
Μπροστά στους καθρέφτες μας
η σκιά χτενίζει
την πένθιμη κόμη της.
Αλήθεια
ποιος επήδησε ποτέ
την άβυσσο;
Ποιος έδεσε για πάντα
τις άκρες του ορίζοντα;