ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα, την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Beyond, © Kathryn Beals |
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα φρένα μου
και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
που συ τον θέλησες!
Ανάλυση
Στον 15ο Ψαλμό ο Οδυσσέας Ελύτης καταγράφει σε α΄ πρόσωπο τη δοκιμασία
που βιώνει ο ίδιος ως ποιητής και ως άνθρωπος, καθώς στην προσπάθειά του
να δημιουργήσει το έργο του έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την επίγνωση
της προσωρινότητας που διακρίνει καθετί το ανθρώπινο.
Πασχίζει με όλες τους τις δυνάμεις να αντιπαλέψει τις πλείστες δυσκολίες του ανθρώπινου βίου, μόνο και μόνο για να δει το μόχθο του να εξανεμίζεται απέναντι σ’ ένα νέο εμπόδιο∙ απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα. Το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και υπόστασης καθιστά επί της ουσίας ανίσχυρο τον ποιητή -μα και κάθε άνθρωπο-, απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του χρόνου και του θανάτου.
Το ποίημα λαμβάνει τη μορφή ενός παραπόνου που διατυπώνεται από τον
ποιητή προς τον Θεό, προς τον δημιουργό της φύσης και του κόσμου, ο
οποίος εν γνώσει του υποβάλλει τους ανθρώπους σε μια συνεχή διαδικασία
δοκιμασίας.
Η αίσθηση ματαιότητας που διατρέχει τη σκέψη του ποιητή προκύπτει
ακριβώς λόγω των πλείστων δυσκολιών που ο ίδιος ο Θεός θέτει καθημερινά
στο δρόμο των ανθρώπων, κι υπ’ αυτή την έννοια τα λόγια του ποιητή, αν
και δοσμένα σε α΄ πρόσωπο, εκφράζουν την πολλαπλώς απαιτητική πορεία
κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να αγωνιστεί και να παραμείνει δημιουργικός,
έστω κι αν έχει πλήρη επίγνωση του επερχόμενου τέλους του.
ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος, υπάρχει διότι αυτή ήταν η θέληση
του Θεού.
Δημιουργήματα όλοι μιας ανώτερης βούλησης που ελέγχει κάθε πτυχή του
βίου, χωρίς να επιτρέπει, ωστόσο, στους ανθρώπους να γνωρίζουν το τι
επέρχεται. Η ζωή είναι ένα θείο δώρο, μα δεν παύει να είναι γεμάτη
δυσκολίες και δοκιμασίες, όλες γεννήματα ενός απρόσιτου στους ανθρώπους
θεϊκού σχεδίου.
Διαρκής προσπάθεια του ποιητή είναι να ανταποδώσει στον Θεό την ευγνωμοσύνη του για το δώρο της ύπαρξης, διατηρώντας πάντοτε και, μάλιστα, απέναντι σε ισχυρότατες πιέσεις, την ακεραιότητά του.
Δεν παραχώρησε ποτέ τη συγχώρεσή του σ’ εκείνους που με τις
πράξεις τους έβλαψαν τους άλλους, μήτε καταδέχτηκε να ικετεύσει εκείνους
που βρίσκονταν σε θέση ισχύος απέναντί του.
Στάθηκε εντελώς μόνος στην πορεία της ζωής του, μα κατάφερε ν’ αντέξει την οδύνη της ερημιάς σαν το χαλίκι που αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στα στοιχεία της φύσης.
Ο ποιητής υπέμεινε τις προσωπικές, μα και τις εθνικές δοκιμασίες, χωρίς
να κάνει καμία παραχώρηση στις αρχές του προκειμένου να διευκολύνει τη
θέση του και να γλιτώσει κάποιες τουλάχιστον απ’ τις δυσκολίες που
αντιμετώπισε. Ωστόσο, τώρα στέκει απέναντι στον Θεό και ρωτά με εμφατική
αγωνία, τι άλλο του είναι γραφτό να ζήσει. Πόσες ακόμη δυσχέρειες θα
κληθεί ν’ αντιπαλέψει;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά παρασύρει,
που συ τη θέλησες!
Ο ποιητής δεν αγωνίστηκε μόνο να διατηρήσει την ακεραιότητα του,
προσπάθησε κιόλας να αποδώσει με την ποίησή του το θαυμασμό που του
ενέπνευσε η ωραιότητα του θεϊκού δημιουργήματος.
Θέλησε με την ποίησή του να εξυμνήσει το κάλλος της ουράνιας φύσης -τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου-, μα πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πως το έργο του αυτό, η ποιητική του προσπάθεια, δεν είναι εφικτό να ολοκληρωθεί, μιας κι η πραγματικότητα λειτουργεί κατά τρόπο πλήρως ανασταλτικό σε κάθε ανάλογη απόπειρα∙ η Αυγή παρασύρει μακριά τ’ αστέρια προτού προλάβει ο ποιητής να αντικρίσει και να αποτυπώσει σ’ όλη της την έκταση την ομορφιά τους.
Η πραγματικότητα, βέβαια, που έρχεται και αναιρεί την προσπάθεια του
δημιουργού, που έρχεται σαν την αυγή και σκορπίζει τα όνειρα της νύχτας,
υπηρετεί κι αυτή τη θέληση του Θεού. Είναι κι αυτή μέρος των δυσκολιών
που θέτει ο Θεός στον ποιητή.
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Ο ποιητής προσπάθησε, συνάμα, να αποδώσει στην ποίησή του, όχι μόνο το
στοιχείο της φυσικής ομορφιάς, μα και τη ...
.........
η συνέχεια εδώ:
tovivlio