Συχνά σκεφτόμουν να ξαναρχίσω, αλλά πώς, που χρειαζόμουν
ένα ήσυχο απόγευμα, ή έστω ένα τραίνο στην ώρα του –
προτιμούσα,
λοιπόν, να λησμονώ ή συνομιλούσα με τον κουρέα, αγαπούσε με
πάθος τις παλιές παρόδους, ώσπου τελικά η γυναίκα του έφυγε.
«Όχι», τον βεβαίωνα, «ψάξε καλά στο σπίτι – δεν έφυγε».
Γιατί
κι εγώ όποια πόρτα κι αν άνοιγα
βρισκόμουν μες
στα παιδικά μου χρόνια...
Συλλογή: «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 59