Ι.
Xνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα
Και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν’ αδράξει κάτου
μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!
A, τούτ’ η ζέστα είναι βαθιά· δε μοιάζει, λες, εκείνη
που μέσα στου ήλιου την πηγή σαν κύκνοι πλένε οι κρίνοι!
Aυτή είναι ρόδο πόγινε και π’ όλο μεγαλώνει
σε μεταξένιο κέντημα, καιρούς, με το βελόνι·
κάθε γωνιά του, ανασκωτή μ’ ολάκερο νυχτέρι,
όλο χρυσό, που πια δεν είναι ρόδον, είναι αστέρι·
που πια είναι τ’ άστρο τ’ ορθρινό κι ο λύχνος στο σκοτάδι
και το καντήλι της Kυράς, πάντα γιομάτο λάδι,
που μες στη σκιά, κρεμάμενον από την περιστέρα,
τη νύχτα ανοίγει και μπουμπούκι σφίγγει την ημέρα!
Πούπουλα, χνούδια, ό,τι στη γην ανάλαφρο έχει μείνει,
να μου φωλιάσει φτάνει των αισθήσεων το καμίνι,
όσο δε φτάνει να μου ανάψει πόθο το λιοπύρι
κι όσο δεν καίει τα κόκαλα το χωνευτήρι...
Eδώ είναι τ’ άνθος το μικρό μπρος στον κλειστό πυλώνα,
και το νερό του πηγαδιού που χλιαίνει το χειμώνα.
Eδώ είν’ της μυρμηκοφωλιάς το καστανό το χώμα,
λαγαρισμένο σαν αφρός, κι ωστόσο στέριο ακόμα...
A, και ζεστό είναι σαν η γη μια σπιθαμή από κάτου,
κι ως το πουλί π’ αποκοιμιέται πίσω απ’ τα φτερά του!
K’ είν’ η ευωδιά του έτσι βαθιά, σαν το βιβλίο που μέσα
στα φύλλα του έκλεισεν ανθών χιλιάδων την ανέσα
Κ’ αιώνες πέρασαν πάνω του· κι αυτοί που τα ‘χαν βάλει,
σ’ αχνές εικόνες βρίσκονται κλειστές μες στο κρουστάλλι.
K’ είναι σαν πέπλος που ‘μεινε σε σπιτικό σεντούκι
που ‘ταν γιομάτο μύγδαλο, καρύδι και φουντούκι,
και σε μικρό κομπόδεμα, για τ’ αγγονού τα νιάτα,
σφιχτοδεμένα τα φλωριά και τα κωνσταντινάτα...
A, τούτ’ η ζέστα απ’ το Θεό μονάχα είναι βγαλμένη,
ακόμα και το θάνατο η ψυχή μου να υπομένει,
των αδερφών το θάνατο και των δικών, κι ακόμα
εκείνου που μας έδινε και την ψυχή στο στόμα!
A, τούτ’ η ζέστα πια δε μοιάζει καμιάν άλλη,
γιατί, αν κρατήσω μέσα στις δυο φούχτες το κεφάλι,
πότε το νιώθω σαν πηγή και πότε ωσάν καμίνι.
Zει ο σπόρος, ζει, του αθάνατου, και μέσα μου έχει μείνει!
Zει ο σπόρος όλων των ανθών, και η μυστική τους μάνα
μιλιά δεν έχει μέσα μου, μα βογκεί ως η καμπάνα,
Ως η καμπάνα η βροντερή που, με τα μεσημέρια,
στις στέγες κάνει να τρεμοπετάν τα περιστέρια...
Kι αν κλείσω και τα βλέφαρα. Tη βλέπω, πόσα, πόσα,
τρυγύρω απ’ το καντήλι Tης, του σκοταδιού τα κρόσσα,
Και των ματιών Tης η άβυσσο, κ’ η ασάλευτή Tης όψη,
σα σπάθα που μπορεί και την καρδιά στα δυο να κόψει!
Ωσάν αϊτίνα κάθεται μες στην αϊτοφωλιά Tης·
από τη γέννα εσκώθηκε, κι απάρθενη η κοιλιά Tης.
Λεχώνα στέκει ασάλευτη μες στην υπομονή Tης,
σφίγγοντας, ωσά νέο λιοντάρι, το μονογενή Tης!
Mε της λεχώνας τη ματιά που διαπερνάει την πλάση
και δεν αφήνει, ακοίμητη, κανένας να πλησιάσει
Αν ίσως και δεν έρχεται στα χείλη του να πάρει
του γιου Tης, που απ’ το σκέπασμα περσεύει, το ποδάρι.
II
Άγγελε, στο κατώφλι σου, την ώρα που δε θάρρεις,
άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης.
Tην ώρα που στο τρίστρατον η πόρνη περιμένει,
μ’ άνανθη τέλεια την ψυχή, βαμμένη, στολισμένη,
Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με τη γαλήνια ευωδιά των κάμπων φορτωμένος.
Τα μύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου.
Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·
στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,
Και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·
α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα μάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!
Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα
Και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’ το μαργαριτάρι…
Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!
Mατιά δεν ήταν να με ιδεί, καρδιά για να με κρίνει,
Κ’ έκλαψα, όπως δεν έκλαψε κανείς, την ώρα εκείνη...
Kι όπως την ώρα π’ ο ψαράς στα δίχτυα του διαλέει,
με το δαδί χωρίζοντας της θάλασσας τα ελέη,
Κι από τη μέση βγάνοντας ένα μικρό, περίσσο,
στο κύμο μέσα, ξένοιαστος, το ξαναρίχνει πίσω,
Κι αυτό γυρμένο εδώ κ’ εκεί, με το πλευρό, παλεύει,
ώσπου ο γοργός ανασασμός το σπλάχνο του σαλεύει,
Κ’ αιφνίδια βρίσκει το βυθό – παρόμοια, μες στα βύθη
της κλάψας, χάθηκε η ψυχή κι ολάκερη αναδύθη...
A, την ανείπωτην αφή σ’ όλα τα μέλη επήρα,
την πρώτη αφή μου, αθάνατη, στου δακρύου το νιφτήρα,
Κι όλα να τ’ άκουα σαν και πριν το μισημένο αιώνα·
καθώς το λάδι ολάκερο καρπίζει τον ελαιώνα,
σα σε πελάου εαρινού την άκρη νηνεμία
το πλάτος το ανεκύμαντον, η αγάπη μου ήταν μία.
------------------
Η Φύση στο ποιητικό όραμα του Σολωμού και του Σικελιανού
Η φύση στο Σολωμό παρουσιάζεται αρχικά με την αρνητική έκφανση της τρικυμίας, που επιφέρει το ναυάγιο και δυσκολεύει την προσπάθεια του ήρωα να σώσει την αγαπημένη του, ενώ στη συνέχεια η φύση αποκτά μια επίφαση θετικότητας, με τη Φεγγαροντυμένη και το γλυκύτατο ήχο να παρουσιάζονται ως δυνάμεις θετικές για τον ήρωα, ενώ στην ουσία επιφέρουν το αποφασιστικό χτύπημα στον αγώνα του.
Η κορύφωση της προσπάθειας του Κρητικού οφείλεται στην αντίμαχη δράση της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει την αποφασιστικότητα του ήρωα, τόσο με τη θελκτική παρουσία της Φεγγαροντυμένης, όσο και με την μαγευτική επίδραση που ασκεί στον ήρωα ο γλυκύτατος ήχος.
Ο Κρητικός συγκλονίζεται από την επίδραση που του ασκούν οι εκφάνσεις της φύσης, βιώνει έντονα συναισθήματα έλξης και αλλάζει βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της επαφής του με τη Φεγγαροντυμένη, αλλά και τον γλυκύτατο ήχο.
Για τον Σολωμό, επομένως, η φύση έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη του ποιητικού του οράματος, υπό την έννοια πως η δύναμη που θέτει σε κίνηση όλη την πλοκή του ποιήματος, αλλά και η δύναμη που καθιστά το ναυάγιο αφορμή για μια εκ βάθρων αλλαγή της υπόστασης του κεντρικού ήρωα, είναι η φύση.Μια παρόμοια κεντρική θέση κρατά η φύση και στην ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, ο οποίος επανειλημμένα στην ποίησή του παρουσιάζει την πρωταρχική αξία που έχει η επαφή του ανθρώπου με τη φύση.
Ο Σικελιανός αισθάνεται πως βρίσκεται σ’ ένα διαρκή διάλογο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τη φύση γύρω του, καθώς όχι μόνο αντλεί μια απροσμέτρητη απόλαυση από τη θέαση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά αναγνωρίζει στη φύση τη δύναμη που έχει επάνω του, την ικανότητα να τον επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό. Όπως, δηλαδή, ο Κρητικός εγκλωβίζεται από τη μαγεία της φύσης και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέραν από την απόλαυση που του προσφέρει ο γλυκύτατος ήχος ή η ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, έτσι κι ο Σικελιανός, αφήνεται στην επίδραση της φύσης, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να σπάσει τους δεσμούς που τον ενώνουν με κάθε στοιχείο της φύσης γύρω του.Ο Σικελιανός έρχεται σ’ επαφή με τη φύση, με κάθε μία από τις αισθήσεις του, ξεκινώντας με το άρωμα των κάμπων που του φέρνει ο άνεμος και που πυροδοτούν μια έντονη εσωτερική κινητικότητα, μια ψυχική δράση του ποιητή, την οποία αποκαλεί μυστική άθληση. Μυστική, υπό την έννοια ότι η επαφή του ποιητή με τη φύση, η βίωσή της, έχει μια μυστηριακή διάσταση. Ο ποιητής δίνει στην αίσθηση της φύσης μια υπόσταση μυστικιστική, την οποία αντιλαμβάνεται ως άθληση της ψυχής, ως άνοιγμα του εσωτερικού του εαυτού στο κάλεσμα και τη δύναμη της φύσης.
Ο ποιητής κοιτάζει γύρω του και βλέπει παντού μια υπέροχη ομορφιά, φτιαγμένη από τα απλούστερα υλικά της μητέρας-φύσης. Λουλούδια, σταγόνες της βροχής κι ένα παιχνίδισμα του φωτός, που δημιουργεί ποικίλους χρωματισμούς καθώς οι αχτίνες του ήλιου διαπερνούν το νερό. Εικόνες απλές για έναν βιαστικό παρατηρητή, αλλά απίστευτα δυνατές για κάποιον που βιώνει το θαύμα της φύσης, τη μυστικιστική δύναμη της πλάσης και την τελειότητα που χαρακτηρίζει το φυσικό μας περιβάλλον απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Σικελιανός αποτίνει φόρο τιμής στη μεγαλύτερη πηγή αισθητικής απόλαυσης που μας προσφέρεται στη ζωή μας, τη φύση και τα δημιουργήματά της.Μετά την ευωδιά των κάμπων και την οπτική απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, ο ποιητής βιώνει ακόμη πιο έντονα την επαφή του με τη φύση, καθώς η δροσιά που αντλείται από τα πλέον παγωμένα σημεία της γης, εκεί δηλαδή που το χιόνι παραμένει απείραχτο από τη ζέστη του ήλιου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, έρχεται και κυριεύει τον ποιητή, εγκλωβίζοντας ακόμη και την καρδιά του.
Ο ποιητής παραδίνεται σε κάθε στοιχείο της φύσης, ακόμη και σ’ αυτά που δεν είναι ευχάριστα στον άνθρωπο, αλλά έχουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην πολύτιμη ισορροπία της φύσης. Το ψύχος διαπερνά το σώμα του ποιητή, δεσμεύει την καρδιά του κι αμέσως το αίμα του συγκεντρώνεται όλο στο νου του, στο κεφάλι του, όπως το ρουμπίνι βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του στέμματος. Με την παρομοίωση αυτή, ο Σικελιανός περιγράφει πως ξαφνικά το πρόσωπό του κοκκίνισε εξαιτίας του ψύχους που τον κυρίευσε, όπως ακριβώς το ρουμπίνι, ο κόκκινος πολύτιμος λίθος, τίθεται συνήθως στο κέντρο του στολισμού των στεμμάτων.
Το αίμα του ποιητή ανεβαίνει και συγκεντρώνεται στο κεφάλι του, αλλά γρήγορα ξεκινά και πάλι την πορεία του προς κάθε σημείο του σώματος, κάνοντας τον ποιητή να μοιάζει πιο χλωμός κι από μαργαριτάρι. Ο Σικελιανός βιώνει απόλυτα την επαφή του με τα στοιχεία της φύσης, και νιώθει μέχρι και τις κινήσεις του αίματός του, καθώς αυτό επιχειρεί να παλέψει με το ψύχος που κυρίευσε ξάφνου το σώμα του.Η φύση δεν είναι μόνο πηγή ζωής, ζεστασιάς και ομορφιάς, είναι και πηγή θανάτου, μιας κι ο θάνατος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου της ζωής. Κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει κι ο ποιητής το γνωρίζει καλά αυτό, ιδίως τις στιγμές που συνθέτει το ποίημα αυτό και θρηνεί για το χαμό της αδερφής του.
Η φύση γεννά το θάνατο και δίνει σε κάθε ον τη δυνατότητα να γνωρίσει τόσο τη χαρά της ζωής όσο και τον πόνο του θανάτου. Κι ο ποιητής ερχόμενος σ’ επαφή με το κρύο που πάγωσε την καρδιά του, ερχόμενος σ’ επαφή με το θάνατο, συνειδητοποιεί πως η ψυχή παραμένει ακόμη και στις στιγμές του χαμού δυνατή και σ’ επαφή με κάθε αγαπημένο μας πρόσωπο. Γι’ αυτό κι ο ποιητής αισθάνεται την ψυχή του να ακτινοβολεί και νιώθει τις ακτίνες της να βρίσκουν και να φωτίζουν το δάκρυ του σαν να είναι ένα πολύτιμο πετράδι. (Τριπλή παρουσία των πολύτιμων λίθων, ρουμπίνι, μαργαριτάρι, πετράδι.)
Μια διαδικασία αναγέννησης βιώνει ο ποιητής, που σαν τον μυθικό Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, νιώθει την ψυχή του να κατανικά τα σκοτάδια του θρήνου και του πόνου, ακτινοβολώντας ξανά, έτοιμη να επανέλθει στη ζωή, στην απόλαυση της πολύτιμης και σύντομης ζωής.
[Για το ποίημα Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, διαβάζουμε τα εξής στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη:
Αλλά εκεί που οι διάχυτες ποιητικές δυνάμεις του Αλαφροΐσκιωτου φτάνουν σε μια έξοχη ωριμότητα και ολοκλήρωση είναι το μακρύ σχετικώς ποίημα Μήτηρ Θεού, γραμμένο το 1917 –«το πιο μουσικό ποίημα που γράφτηκε σ’ ελληνική γλώσσα μετά το θάνατο του Σολωμού» (R. Liddell). Μουσικό όχι μόνο για τη γοητεία του ρυθμού των δεκαπεντασύλλαβων διστίχων που θυμίζουν τον Κρητικό -και που ο ποιητής τα τυπώνει ξεχωρισμένα, σαν πλαστικά ολοκληρωμένες στροφές- αλλά και γιατί οι εικόνες στην αστείρευτη ροή τους διαδέχονται η μία την άλλη σαν μοτίβα μουσικά.
Τρία χρόνια πριν ο Σικελιανός είχε χάσει την αδερφή του Πηνελόπη... και η καινούρια αυτή «συνείδηση» του θανάτου τον οδηγεί βαθύτερα προς την «εμπειρία του σ’ αδιάκοπη ενέργεια λειτουργούντος, γύρω και βαθιά του, Μυστηρίου». Για τον ορθόδοξο η Παναγία είναι περισσότερο η πονεμένη μητέρα του Θεού και λιγότερο η παρθένος. Η μητρική ή μητριαρχική θεότητα -όπως και οι μεγάλες θεές-μητέρες και μητέρες θεών του παρελθόντος- είναι πηγή της ζωής αλλά και του θανάτου, σε μια συνείδηση μυστική, όπως μυστικά συνδέονται στη λατρεία, το Μάρτιο, η μνήμη του Ευαγγελισμού, οι «χαιρετισμοί» της Παναγίας και το Ψυχοσσάβατο των νεκρών..................
η συνέχεια εδώ: latistor