Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Νίκος Καρούζος (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

Η εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΤ1 ήταν αφιερωμένη στον μεγάλο Έλληνα ποιητή και στοχαστή Νίκο Καρούζο. 
Η ταινία προσεγγίζει το ποιητικό έργο, τις φιλοσοφικές και κοινωνικές του αναζητήσεις, όπως και την προσωπικότητα του ποιητή. Μέσα από το δικό του λόγο, την ποίησή του, από τις απόψεις ανθρώπων του πνευματικού χώρου, όπως και από τις αφηγήσεις δικών του ανθρώπων, σκιαγραφείται η μεγαλειώδης μορφή του ανθρώπου και ποιητή.

https://www.youtube.com/watch?v=lOyHVq6YkGI&t=25s

Μίλτος Σαχτούρης, ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

        Τὸ ἐπεισόδιο τῆς ἐκπομπῆς «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» μὲ τῖτλο «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ» εἶναι ἀφιερωμένο στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ποιητῆ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ. 
Μίλτος Σαχτούρης. Έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη

        Τὸ Τρίτο Πρόγραμμα τῆς Ἑλληνικῆς Ραδιοφωνίας παρουσιάζει μιὰ ἀνέκδοτη ἠχογράφηση μὲ ἀναγνώσεις ποιημάτων τοῦ καλλιτέχνη. Ὁ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ Καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ ὁ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ μιλοῦν γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής του, τὰ θέματα καὶ τὶς εἰκόνες της. 
        Στὴ συνέχεια, ἡ κάμερα τῆς ἐκπομπῆς συναντᾶ τὸν καλλιτέχνη στὸ πατρικό του, στὴν ΚΥΨΕΛΗ. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴ θέση τῆς ποίησης στὴ ζωή του, τὶς ἀπρόβλεπτες συνθῆκες δημιουργίας τῶν ἔργων του, τὶς ἐπιρροές του, τὸ ρόλο τοῦ ποιητῆ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Ἀκολουθεῖ προβολὴ πλάνων ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀπονομῆς του κρατικοῦ λογοτεχνικοῦ βραβείου στὸν ποιητὴ γιὰ τὸ συνολικό του ἔργο καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ παλαιότερη συνέντευξη του, μὲ ἀναφορὲς στὰ νεανικά του χρόνια, στὶς σπουδές του, στὴ γνωριμία του μὲ τὸν ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ καὶ τὸ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ, στὶς ποιητικές του δημιουργίες, στὶς δύσκολες μέρες τῆς Κατοχῆς, στοὺς νεότερους ποιητές. 
        Ἔπειτα, ὁ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΔΗΣ περιγράφει τὴν στενή φιλία του μὲ τὸν καλλιτέχνη, ἀναλύει τὴν παρουσία του καθρέφτη στὰ ἔργα του καὶ τὸ συμβολισμό του, ἐνῶ ἀκούγονται μελοποιημένα ποιήματα του. Παράλληλα, διαβάζονται ἀποσπάσματα ἀπὸ γνωστὰ ποιήματἀ του καὶ προβάλλονται μεταφράσεις τους σὲ διάφορες γλῶσσες. 
        Στὸ τέλος τῆς ἐκπομπῆς, ὁ καλλιτέχνης ἐμφανίζεται καταβεβλημένος καὶ κουρασμένος νὰ ἀναπολεῖ στιγμὲς ἀπὸ τὸ παρελθόν του.

https://www.youtube.com/watch?v=5SV5ZA4p4T8

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Το παιδάκι του Βιετνάμ με το κομμένο πόδι

Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.
Το άλλο του πόδι δεν είναι εδώ ή εκεί,

δεν είναι στο δάσος, ή μέσα στο χώμα.
Το άλλο του πόδι είναι μες στην καρδιά μου,
λιώνει εκεί, γίνεται λόγος, γίνεται
η αυριανή μου φωνή. Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.

Τα ποιήματα Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Κεκλεισμένων των θυρών

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας.
Αυτή την τραχύτητα
των λέξεων, ψυχή μου, πώς τη μπορείς;
Χαμήλωσε τώρα, ή σώπασε,
όπως οι πέτρες, ή όπως
ο άλαλος πόνος, ή άλλαξε.
Γίνου κάτι άλλο. Κάτι σαν την αφή
του ήλιου στα δάχτυλα
του τυφλού.
                    Κλείσου τώρα και γνέσε,
μαλλί του ήλιου, το αίμα σου,
ζώσε τον κόσμο. Γίνου κλωστές,
ώρα να υφάνουμε.

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας. Γύρω από την
ερημιά της ελπίδας, χρειάζεται ο κόσμος
έναν ορίζοντα. Γίνου καθώς
απάνω απ’ τους λόφους κάποτε ο Μάης
βροχούλα μετάξινη:

παρηγορία και φως, στους ώμους
                του κόσμου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Λίνα Νικολακοπούλου — Δι’ ευχών

Πετούν γεράκια απ’ τις φωλιές
την τρομαγμένη μας ζωή να δουν εικόνα
σαν τις παλιές αμαρτωλές
που δεν τους στάθηκε αγκαλιά ούτε κρυψώνα
Κάτω απ’ την άρρωστη βροχή
στις εθνıκές των φορτηγών με τα ψυγεία
το μαύρο λάδι απ’ τη ψυχή
δεν καίει για κάτι που να μοιάζει μ’ ευλογία

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής
Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κοιτάω τον ήλιο απ’ το βουνό
κι οι δυναμίτες της ψυχής μου σπαν την πέτρα
που εγώ να τρέξω ξεκινώ
μες στης παγκόσμιας λογικής τα πέντε μέτρα

Με χαραγμένα τ’ αρχικά
όνομα και αίμα και φυλή κι αρχαία τείχη
και μ’ ένα δέμα ελληνικά
θα γράψω, κόσμε, τους χρησμούς μου με το νύχι.

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής

Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η ποίηση κ’ η ζωή

Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι ο ουρανός δεν τελειώνει. Όπως οι ώρες του Θεού
κ’ οι στροφές του πλανήτη μας. Οι ανταύγειες της
        ζωής,
διατηρούν το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο
θα πηγαίνει και θάρχεται η θάλασσα, όσο
θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο
θα δίνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο το χέρι τους,
θα υπάρχει κι η ποίηση.
                                    Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα
μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,
πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε
                μαζί με τα μάτια σου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Μια καλημέρα από πολύ μακριά

Θὰ μοιάζω εἶν’ ἀλήθεια σὰν ἕνας
μικρὸς μεθυσμένος ἀνάμεσα
σ’ αὐτὸ τὸ στερέωμα.
                                        Ὅμως
ἀκοῦστε με: ἡ λέξη «ἀδελφὸς»
ξεπεράστηκε. Κ’ ἡ λέξη «εἰρήνη».
Κ’ ἡ λέξη «ἀγάπη». Σᾶς στέλνω ἀπ’ τὸ μέλλον
αὐτὸ μου τὸ ποίημα. Στὸ μέσο τῆς γῆς
            κρεμῶ ἕνα ἄστρο.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἔξοδος

Κάποτε ὅλα τελειώνουν: θολά 
ποτάμια καί νύχτες. Ἀρκεῖ νά μπορέσεις 
νά σώσεις στό τέλος τήν ψυχή σου, καθώς 
ἡ μητέρα τό βρέφος της 
διαβαίνοντας 
                       μιά 
πυρκαγιά ἤ μιά θάλασσα.
"ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Διάλογος με τον κόσμο"

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θάνατος

Κάποτε λέγαμε πως θάνατος είναι
οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια -και τα παρόμοια.
Μετά ήρθανε χρόνια βαριά‧ είπαμε:
ο θάνατος είναι ένας Meister από τη Γερμανία-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας Αμερικανός πιλότος-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας άντρας που φτιάχνει
τη βόμβα
κι έπειτα απαγγέλλει στίχους του Μπαγκαβάντ Γκίτα
μπροστά στην κάμερα.
Ή ακόμη, το αγοράκι (πες το και κοριτσάκι,
αν θες -το ίδιο είναι)
που κουνά το σημαιάκι στην παρέλαση.

Μα ποτέ δεν είπαμε πως θάνατος είναι
το ενισχυμένο γάλα που δίνουμε στο μωρό μας
κλεμμένο από το στόμα ενός άλλου μωρού,
ενισχυμένο από τη φυσιολογική πείνα του.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θα σας περιμένω

Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει
στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο
της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.

Σ’ αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.

Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη
αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα
άντεξε, πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης — Η Αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                    η αποκριά.

Ανάλυση

        Ο Μίλτος Σαχτούρης ακολουθεί τη νεοϋπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητικός του λόγος, αν και δεν είναι προϊόν αυτόματης γραφής, παραμένει δύσκολος στην κατανόηση, καθώς ο Σαχτούρης δημιουργεί τα ποιήματά του παραθέτοντας εικόνες, πραγματικές ή μη, χωρίς ειρμό.
       Ο ποιητής θέλοντας να αποδώσει τη σκληρότητα της γερμανικής κατοχής, αλλά και τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου, θρυμματίζει τις εικόνες της πραγματικότητας που βιώνει. Παρά το γεγονός, πάντως, ότι η ανασύνθεση των εικόνων του ποιήματος, ώστε να δημιουργηθεί μια ιστορία με λογική αλληλουχία, είναι συχνά αδύνατη, τα ποιήματα του Σαχτούρη επιτυγχάνουν το σημαντικότερο, επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τη συναισθηματική ένταση του ποιητή.
       Σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η τυφλή βία κι ανθρώπινη ζωή δεν λογαριάζεται καθόλου, σε μια χώρα που συγκλονίζεται από έναν φονικό και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, ο ποιητής αδυνατεί να βρει λογικούς ειρμούς. Έτσι, στην ποίησή του αντικατοπτρίζεται ο πόνος των ανθρώπων κι η βαθιά τους απογοήτευση, καθώς βιώνουν το μίσος του πολέμου και τον παραλογισμό του εμφυλίου, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσουν αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις.
        Στην ποίηση του Σαχτούρη εκείνο που προέχει είναι η μετάδοση των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο πόνος, η απογοήτευση, αλλά και η πνευματική και ψυχική σύγχυση του ανθρώπου που αντικρίζει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους, οδηγώντας την πατρίδα τους στο χάος και την εγκατάλειψη. Ο ποιητής δεν μπορεί και δε θέλει να καταλάβει για ποιο λόγο αιματοκυλίζεται η χώρα του, κι αυτή την αδυναμία κατανόησης την αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων του.
        Το ποίημα «Η Αποκριά» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Σαχτούρη, με την ποιητική ιστορία να ξετυλίγεται άναρχα μέσα από εικόνες πραγματικές αλλά και φανταστικές.
Ο τίτλος του ποιήματος, αν και σε πρώτη ανάγνωση μας παραπέμπει στο εορταστικό έθιμο του μασκαρέματος, στην πορεία διευρύνεται νοηματικά και αποκτά συμβολικές διαστάσεις. Η αποκριά του ποιήματος δεν είναι μόνο μια πραγματική αποκριά, είναι παράλληλα και μια εξωλογική κατάσταση, μια μαγική αποκριά όπου οι συνθήκες και οι περιορισμοί της πραγματικότητας αίρονται. Ο παραλογισμός της εποχής ωθεί συχνά τον ποιητή να περνά πέρα από τον απτό πόνο της πραγματικότητας και να παρουσιάζει με μη ρεαλιστικές εικόνες το πόσο βαθιά έχουν επηρεαστεί οι άνθρωποι της εποχής του από το μίσος και τη φονική διάθεση που επικρατεί. Μιας και οι λέξεις δεν επαρκούν για να εκφράσουν την πληγή που έχει ανοίξει ο εμφύλιος στις ψυχές των Ελλήνων, ο ποιητής δημιουργεί απόκοσμες εικόνες που μεταδίδουν εναργέστερα το στοίχειωμα του μυαλού απ’ όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες.
        Ο τίτλος του ποιήματος παράλληλα αποδίδει την αλλαγή των ανθρώπων, την υιοθέτηση νέων ρόλων στα πλαίσια του πολέμου. Σε αντίθεση με το αθώο μασκάρεμα του εθίμου, ο εμφύλιος πόλεμος αναγκάζει τους ανθρώπους να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη αλλαγή της υπόστασής τους. Οι νέοι της εποχής γίνονται στρατιώτες, γίνονται φονιάδες, οι άμαχοι πολίτες και τα παιδιά τρέπονται σε τραγικά θύματα, χωρίς να έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι απέναντι στον κοινό εχθρό, γίνονται πια θανάσιμοι εχθροί.

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει


Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’ έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας. Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε δυσάρεστη εμπειρία.

Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές δολοφονίες του εμφυλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του, δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα, παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και τις γυναίκες.
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως, που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου. Τα παιδιά πετούν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής τους.

έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια


Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος -συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές. Το κρύο εκείνων των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής. Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας. Η γυναίκα αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου. Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της- αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’ το κρύο. Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της συμφοράς που προκαλούν.

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.


Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει...
.......................
η συνέχεια εδώ

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Konstantin Simonov — Περίμενέ με! (“Жди меня” / Wait for Me)

Περίμενέ με, και σίγουρα θα γυρίσω
μόνο περίμενέ με αρκετά
περίμενε κι όταν κίτρινες βροχές 
θα γεμίζουν τις νύχτες με θλίψη
περίμενε στους αποπνικτικούς καύσωνες
και στις άγριες χιονοθύελλες
περίμενε κι όταν κανείς πια 
δεν περιμένει κανέναν
περίμενε κι όταν τα γράμματα 
από μακριά σταματήσουν
Περίμενέ με ακόμη κι όταν κανείς 
άλλος δεν βαστά να περιμένει
Μην τους ακούσεις σαν σου πουν
πως ήρθε η ώρα να ξεχάσεις
κι ότι οι ελπίδες σου ψεύτικες είναι
Ακόμη κι αν ο γιος κι η μάνα μου πουν πως χάθηκα
κι αν οι φίλοι μου κουραστούν να περιμένουν
άσε τους δίπλα στη φωτιά να πιουν πικρό κρασί
περίμενε
και μην καθίσεις μαζί τους
μην πιεις τίποτε…

Περίμενέ με, και σίγουρα θα γυρίσω
Όλοι οι θάνατοι δεν θα με σκοτώσουν
κι ας πουν αυτοί που δεν περίμεναν:
“Τι τύχη!”
Αυτοί που δεν ξέρουν να περιμένουν
δεν θα καταλάβουν ποτέ
ούτε κανείς θα καταλάβει, αγαπημένη,
πώς εσύ που με περίμενες,
μου έσωσες τη ζωή
Μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε
πώς επέζησα απ' τη φωτιά
Απλά, εσύ ήξερες να περιμένεις
όπως κανείς άλλος στον κόσμο.


Wait for Me

Wait for me, I will return.
Wait for all you’re worth.
Wait, when sulphurous rains they burn
Snuffing out all mirth,
Wait, as drifting snow it drops,
Wait, when heat’s too much.
Wait, when wait for others stops,
Past has lost its clutch.
Wait, when from that distant land
Letters do not come.
Wait, when all are weary and
Leave the wait to some.

Wait for me, I will return,
Don’t indulge the rest
Who too quick their thoughts adjourn,
Feel amnesia’s best.
Let my son and mother think
That I’m lost in mire,
Let my friends from waiting shrink,
Sitting by the fire,
Let them drink wine’s bitter cup,
Toast abandoned wait…
Wait. Refuse with them to sup,
Don’t bemoan my fate.

Wait for me, I will return,
Spiting death with pluck.
Let them say, who waiting spurn,
“It’s his happy luck.”
Those un-waiting ones won’t get
That amidst the flames
‘Twas your yearning saved me yet,
Vanquished mortal claims.
I survived, we both shall know –
Only you and I –
Just because you waited so,
Wouldn’t let me die.

::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

Жди меня, и я вернусь.
Только очень жди,
Жди, когда наводят грусть
Желтые дожди,
Жди, когда снега метут,
Жди, когда жара,
Жди, когда других не ждут,
Позабыв вчера.
Жди, когда из дальних мест
Писем не придет,
Жди, когда уж надоест
Всем, кто вместе ждет.

Жди меня, и я вернусь,
Не желай добра
Всем, кто знает наизусть,
Что забыть пора.
Пусть поверят сын и мать
В то, что нет меня,
Пусть друзья устанут ждать,
Сядут у огня,
Выпьют горькое вино
На помин души…
Жди. И с ними заодно
Выпить не спеши.

Жди меня, и я вернусь,
Всем смертям назло.
Кто не ждал меня, тот пусть
Скажет: — Повезло.
Не понять, не ждавшим им,
Как среди огня
Ожиданием своим
Ты спасла меня.
Как я выжил, будем знать
Только мы с тобой, —
Просто ты умела ждать,
Как никто другой.

Translation by Rupert Moreton