Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση
απ' τη γεύση ενός
καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μιά μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε από 'να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι' αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο·
εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1958-1964