Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXIII
«Ένα διάλειμμα λευκότητας/προσφερμένο στην προσευχή.»

Realism Paintings by Alex Alemany
Η εσθήτα της βραδιάς μενεξεδένια
με μια λεπτή χρυσή παρυφή
στο μακρύ κράσπεδο
περνάει σαρώνοντας
τα πεθαμένα φιλιά μας
κι αγγίζοντας
τα λευκά γόνατά σου.

Στους αυλούς των οστών μας
εκπνέει ο τελευταίος
φλοίσβος του ηλίου.

Αναπαυμένοι
σε μιαν ύφεση θάμβους
και τρυφερότητας
ακούμε
κάτω απ' το δέρμα μας
τους μακρινούς βόμβους ρόδων
που ανασυγκροτούνται.

Ο γαλάζιος αγέρας
ξεφτάει απ' τη σάρκα σου
τα ίχνη των ηδονικών σκιών
κι υψώνεται ασημένιο ποίημα
στη γονατισμένη αφή μου.

Μέσα στον ίσκιο μαντεύουμε
διάφανα ιστία
να περνούν και να χάνονται
και να επιστρέφουν
στην κυανή ασάφεια
των εκπορθημένων σπασμών μας.

Ένα διάλειμμα λευκότητας
προσφερμένο στην προσευχή.

Κρυώνεις;
Τα φύλλα θρόισαν.
Τυλίγεις το γυμνό σου τράχηλο
με την εσάρπα μιας χλωμής ανταύγειας
και προσηλώνεσαι στους βυθούς.

Αποσπώνται οι κάλυκες
απ' το βέβαιο μίσχο
πληρώνοντας το χώρο
με φτερά και πικρία.

Η σιωπή κατεσπαρμένη
δακρύζει τα μαλλιά σου.

Όμως η αόρατη θάλασσα
παφλάζει ακόμα
κι ακούμε πάλι εντός μας
τους βόμβους των ρόδων
που ανασυγκροτούνται.

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXII
«Αγάπη, γιατί ήρθες;/Αν φύγεις, αγάπη;»

LITTLE BOY - BIG DREAMS

Απόψε η νύχτα στάθηκε
ανάμεσα στην επαφή μας.

Ριγείς αγαπημένη
περιβλημένη
τ' αργυρό ψύχος της σελήνης.

Η σιωπή επιπλέει στον αέρα.
Το δέος παραμονεύει
στην άκρη των ματιών μας
και των δακτύλων μας.

Έντρομο πουλί
το φιλί μας
νωπό ακόμα
ρωτάει:

Αγάπη, γιατί ήρθες;
Αν φύγεις, αγάπη;

Εμείς σε ντύσαμε
μ' όλο τον ήλιο
μ' όλη την καρδιά μας
κι όταν θα χάνεσαι
στου δρόμου τη στροφή
θα χάνονται μαζί σου
— σκόνη χλωμή πίσω απ' το βήμα σου
τ' αστέρια τα πουλιά και τ' άνθη.

Όλα τα δώσαμε σε σένα.
Τίποτα δεν κρατήσαμε για μας.

Θα μείνουμε μονάχοι
μ' απλωμένα χέρια
 — μιά καρφωμένη επίκληση
να σε φωνάζει
και ν' ακούει την κραυγή της.

Η γεύση τ' ουρανού ταλαντεύεται
κι είναι τόσο πικρή η χαρά μας
σα να 'χει φύγει και να την καλούμε.

Γερμένοι
στην ανθισμένη βάρκα
βρέχουμε τα δάχτυλα
στην ανήσυχη θάλασσα
νιώθοντας ως τα βάθη μας
το ρίγος της αιώνιας διάρκειας.

Το φως αναθρώσκει
απ' τους χρυσούς κυματισμούς
του σκοτεινού πελάγους.

Ο δρόμος του χάους
φωσφορίζει ανοιχτός
κι η βάρκα χαράζει
τον ανεπίστρεπτο αφρό.

Αφήνομε
στον κρυμμένο ρυθμό.
Μη με ξυπνήσεις.
Έμπιστος
δίχως καμιάν εξουσία
στην εξουσία του αίματος
θα κοιμηθώ
ενώ τα ρόδα των χεριών σου
θ' αγρυπνούν στους ώμους μου.

Μέσα στον ύπνο μου θ' ακούω
των ιστίων το πλατάγισμα
και τις ανάσες των ανέμων.

Αντίκρυ
ένας αμίλητος Θεός
ήρεμος θα κωπηλατεί
και στα μαλλιά του θα σπιθίζουν
θρύμματα διαμαντιών
οι ωχρές ρανίδες
του φεγγαριού
και του νερού.

Μη με ξυπνήσεις.

Γιατί ν' αντισταθούμε;
Τι κερδίσαμε
τόσα χρόνια που ατίθασοι οδεύαμε
αντίθετα στο κύμα;

Μονάχα ο μόχθος έμενε
ο αγαπημένος μόχθος
γιατί δεν είχαμε άλλο ν' αγαπήσουμε.

Ας κοιμηθούμε
στην ανθισμένη πλώρη
δίχως όνειρο.

Το κύμα γνωρίζει
πιο βαθιά απ' τη γνώση μας
το σκοπό μας που λάμνει
μέσα στον ίδιο ατέρμονο σκοπό Του.

Alfred Tennyson — Η Δεσποσύνη του Σαλότ (I)
"The Lady of Shalott"

John ATkinson Grimshaw, The Lady of Shalott
Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ' έκσταση,
- που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση-
παγερή, ανέκφραστη
κοίταξε το Καμελότ.
Και στης μέρας το τελείωμα
έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα·
την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

Απόδοση: Παντελής Ανδρικόπουλος
Άλφρεντ Τέννυσον, 12 ποιήματα, Διώνη Ποίηση, 2003


And down the river's dim expanse
Like some bold seer in a trance 
Seeing all his own mischance
With a glassy countenance 
Did she look to Camelot.
And at the closing of the day 
She loosed the chain and down she lay
The broad stream bore her far away
Tha Lady of Shalott. 

Enjoying "The Lady of Shalott" by Alfred Tennyson