Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Προς τα όρη το βλέμμα μου σήκωσα, απ' όπου βοήθεια περιμένω. Ο Κύριος, ο δημιουργός της γης και τ' ουρανού, Αυτός θα με βοηθήσει. Μακάρι, ψυχή μου, μακάρι κραταιή και αμετακίνητη να μείνεις και ο Κύριος-Φύλακάς σου ποτέ για σένα να μην αδιαφορήσει. Αλήθεια, πάντοτε ακοίμητος, πάντα γρηγορών θα είναι ο Κύριος, πάντα θα προστατεύει τον λαό Του, ο παντοδύναμος σκεπαστής και υπέρμαχος συμπαραστάτης. Ούτε τα καύματα του ήλιου τη μέρα, ούτε οι γητειές της σελήνης τη νύχτα δεν θα μπορέσουν να με βλάψουν. Ψυχή μου, ο Κύριος κάθε κακό θα διώξει, ο Κύριος θα είναι ο Προστάτης σου. Αυτός, μέσα και έξω από το σπίτι σου θα σε προστατεύει, σε όλο το ταξίδι της ζωής σου, τώρα και για πάντα.
Στην αρχαία αρχιτεκτονική, αναβαθμός είναι
καθεμιά από τις τρεις ή τέσσερις πλατιές βαθμίδες της κλίμακας που
που οδηγούσε στους αρχαίους ναούς ή βωμούς.
Στα αρχαία θέατρα, αναβαθμός είναι καθεμιά από τις κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων.
Αναβαθμοί (στον πληθυντικό) είναι αντιφωνικά τροπάρια που ψάλλονται τις Κυριακές και τις γιορτές κατά τον όρθρο.
Ο εικονιζόμενος κρατούμενος, στις νυχτερινές κρίσεις του, έτρεχε έξω από το «τρελάδικο», φωνάζοντας «μεριάστε να διαβώ», και ριχνόταν στα σύρματα ή στα μυτερά βράχια.πηγή
Είμαι καλά, Μητερούλα ... αυγή μου... Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά. Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου, κι αφήνω την πένα μου να κλάψει ... Μάνα ... Τρεμούλα των χεριών ... Χρόνια που ξεφεύγετε απ’ την μπόλια ... Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου ... Είμαι καλά.
«Πρώτον, Σεβαστή μου ...» «Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω ...» Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι «Είναι καλά ...» Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους. Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα. Είμαι καλά.
«Πρώτον, Μητερούλα ... Υγείαν έχω» Και το στήθος μού φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό. Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου. «Πρώτον, Μητερούλα ...» Μα συγχώρα με και σήμερα. Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει. Δεν περνά τη θάλασσα. Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω. «Είμαι καλά».
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω ... Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου. Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα. Για τα χίλια μονότονα «Είμαι καλά» Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.
Πήρα ξανά για να σου γράψω. Έχω την κάρτα μου στα γόνατα. Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί! Το χέρι πια το γράφει μοναχό του το μικρό, πικρό του, μάθημα: «Είμαι καλά».
Ξέρω, αχ, Μητερούλα ... Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου ... Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω. Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ’δω ... «Είμαι καλά».
Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως. Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις. Φτάνει μόνο να ’ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα ... η φωνή του ταχυδρόμου. Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά. Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου «Είμαι καλά».
Είμαι καλά ... Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι. Είμαι καλά ... Αφού μπορώ και το ψελλίζω. Είμαι καλά ... Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
«Είμαι καλά».
Αχ, να μπορούσα να ’χα έναν ουρανό γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά. Και να τα ’χυνα στο διάστημα ... Για να ’ρχονται - κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω. Να ’ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας. (Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα) Και να κελαηδούμε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές: «Είμαι καλά».
Μανούλα εσύ ... Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα. Εσύ πού μιλάς τη γλώσσα των χεριών ... Ακούμπησε τα χείλη σου στο χαρτί Έτσι όπως έβρισκες, σαν ήμουν παιδί, τον πυρετό μου ... Και διάβασε πάνω στ’ άγραφο χαρτί Και διάβασε ολόισια απ' την καρδιά μου: Μάνα ... Αχ ... Μάνα, Μάνα ... Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι. Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου βέλαξε κατ’ απ’ το μαχαίρι. Μα εσύ γέλα, ακριβή μου. Γέλα ... Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό. Και γέλα να τα διώξεις. Γέλα, κι εγώ ... ησύχασε, Μανούλα. «Είμαι καλά» Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά. Είμαι καλά. Χτες κόψανε τα νύχια μου. Τρόμοι μου πήραν τα φρένα μου. Είμαι καλά. Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν. Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά...
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ. Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω. Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω. Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο. Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό. Σ’ αυτό το τρελό νεκροταφείο πως όλοι οι νεκρού του ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ
➽➽➽➽➽➽➽➽➽
Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι τέλους.
Ζώντας στο κολαστήριο της Μακρονήσου και βιώνοντας στο πετσί του τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις έπειτα από χρόνια, αυτοεξόριστος ήδη στη Ρουμανία, θα καταθέσει τον αγώνα και τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό μυθιστορήμα «Οι Ήρωες κοιμούνται ανήσυχα» (Σαρκοφάγοι ΙΙ), ιδιαίτερα όμως στο συγκλονιστικό «Οδός Αβύσσου, αριθμός Ο».
Γράφει και αρκετά ποιήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το «Είμαι καλά».
Αφορμή της έμπνευσής του είναι οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας από τη διοίκηση του στρατοπέδου, αφού σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου οι διαταγές σχετικά με την αλληλογραφία επέβαλαν να γράφονται μόνον «ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει».
Ο Φώτης Σιούμπουρας, μάλιστα, στο βιβλίο του «Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης», υποστηρίζει γι’ αυτό το ποίημα πως «ο συγγραφέας, λοιπόν, σε μία έκρηξη καρδιάς και ψυχής κάθησε κι έγραψε στην Μακρόνησο επιστολή προς τη Μάνα.
Δεν την έστειλε στη μάνα του, μα στη μητέρα του συνεξόριστου Μάνου Κατράκη, την οποία αποκαλούσε ηρωίδα και λάτρευε.
Η ΔΙΑΤΑΓΗ:
Η αλληλογραφία θα διενεργείται εφ' απλού δελταρίου επί του οποίου θ' αναγράφονται ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει .... -------
M' όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν' αναπαυτώ στο μνήμα: να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα, την πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη,την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη, την χάρη την παρθενικήν ωμά ξεπορνεμένη, την τέλεια Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη, την Αξίαν από ανάπηρην κυβέρνια αχρηστεμένη,την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη, την Γνώση από τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη, την πιο απλήν Αλήθεια ηλίθια παρονομασμένη, την Καλοσύνη στην κυρα-Κακία υποταγμένη. ......... Μ' όλα αυτά απόκαμα, δε θέλω πια να ζήσω, ......... μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θ' αφήσω.
ORIGINAL TEXT Tired with all these, for restful death I cry, As to behold desert a beggar born, And needy nothing trimmed in jollity, And purest faith unhappily forsworn, And gilded honor shamefully misplaced, And maiden virtue rudely strumpeted, And right perfection wrongfully disgraced, And strength by limping sway disablèd, And art made tongue-tied by authority, And folly, doctor-like, controlling skill, And simple truth miscalled simplicity, And captive good attending captain ill. Tired with all these, from these would I be gone, Save that to die, I leave my love alone. MODERN TEXT
Because I’m tired of all of these things,
I cry out for restful death:
deserving people destined to be beggars,
and worthless people dressed up in fancy clothes,
and sacred vows broken, and rewards
and honors shamefully bestowed on the wrong people,
and chaste women turned into whores,
and people perfectly in the right disgraced
with slander, and the strong disabled by authorities
who are weak, and artists silenced by authority,
and fools controlling the wise like a doctor does the sick,
and simple truth mistaken for simplemindedness,
and good enslaved by evil.
I’m tired of all these things and would like to escape them,
except that if I die I’ll be leaving the person I love all alone.
Δεν υπάρχει Φρεγάτα σαν το βιβλίο Να μας πηγαίνει σε τόπους μακρινούς Ούτε ένα άλογο κούρσας Δεν ξεπερνάει μια σελίδα αγέρωχης ποίησης. Αυτή τη διάσχιση κι οι πιο φτωχοί
μπορούν να κάνουν Χωρίς διόδια να τους καταπιέζουν. Πόσο λιτοδίαιτο είναι το άρμα που κατευθύνει μιαν ανθρώπινη ψυχή!
There is no Frigate like a Book To take us Lands away, Nor any Coursers like a Page Of prancing Poetry – This Traverse may the poorest take Without oppress of Toll – How frugal is the Chariot That bears a Human soul
Είναι ώρα, ψυχή μου, για τη δοξολογία του Κυρίου. Κύριε και Θεέ
μου, η μεγαλοσύνη σου είναι απέραντη.
Ντύθηκες τη δόξα και τη μεγαλοπρέπεια, Εσύ που περιβάλλεσαι σαν
μανδύα το φως.
Εσύ απλώνεις ως πέρα τον ουρανό σαν σκηνή από δέρμα.
Εσύ στεγάζεις με νερά τα ανώγεια του ουρανού.
Επιβαίνεις πάνω στα νέφη σαν σε γρήγορα άρματα και περπατάς πάνω στα
φτερά των άνεμων.
Έπλασες τους αγγέλους ταχείς σαν τους άνεμους και τους ασώματους
λειτουργούς σου δραστήριους και φωτεινούς σαν τη φλόγα της
φωτιάς.
Στερέωσες τη γη με ασφάλεια πάνω σε ασάλευτα θεμέλια, ώστε να μην
κλονισθεί ποτέ, στον αιώνα.
Η άβυσσος των υδάτων τη σκεπάζει σαν φόρεμα και πάνω στα βουνά έχουν
σταθεί με τη μορφή του χιονιού τα νερά.
Όμως όταν αντηχήσει η προσταγή σου θα φύγουν και θα κατέβουν στις
πεδιάδες.
Η βροντερή φωνή σου τα αναγκάζει να υποχωρήσουν. Τα βουνά ανυψώνονται
προς τα πάνω και οι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στον
τόπο όπου Εσύ το εθεμελίωσες.
Έθεσες όριο στη θάλασσα, και τα νερά της δε θα υπερβούν, ούτε θα
επιστρέψουν και πάλι στη στεριά.
Εσύ κάνεις τις πηγές ν” αναβλύζουν μέσα στα φαράγγια και μέσα απ” τα
βουνά να περνούν τα νερά τους.
Τα νερά αυτά ποτίζουν όλα τα άγρια θηρία και οι άγριοι όνοι σβήνουν
τη δίψα τους σ' αυτά.
Πάνω στα δέντρα τα διάφορα πτηνά του ουρανού χτίζουν τις φωλιές τους
και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάηδημα τους. Εσύ ποτίζεις
τα βουνά με τις βροχές του ουρανού, κι απ' τις βροχές, που είναι έργο
δικό σου, θα χορταίνει πάντοτε η γη.
Εσύ κάνεις να φυτρώνει το χορτάρι απ' τη γη για τα φυτοφάγα ζώα και
δίνεις τα κατάλληλα γεννήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του
ανθρώπου.
Έτσι προμηθεύεται από τη γη ο άνθρωπος το ψωμί αλλά και το κρασί που
ευφραίνει την καρδιά του.
Επίσης το λάδι, που κάνει απαλό και ιλαρό το πρόσωπο του, και το ψωμί
που στηρίζει την καρδιά του.
Θα χορτάσουν από τα νερά τα δένδρα του κάμπου καθώς και τα πελώρια
κέδρα του Λιβάνου που Εσύ φύτεψες.
Στα κλαδιά των δένδρων, τα μικρά σπουργίτια στήνουν τις φωλιές τους,
πάνω δε απ” αυτές είναι η φωλιά του ερωδιού. Τα ψηλά βουνά όρισε ο
Κύριος σαν κατοικία των ελαφιών και τα πετρώδη μέρη για καταφύγιο των
λαγών.
Δημιούργησε τη σελήνη για να προσδιορίζει τις εποχές. Ο ήλιος
γνωρίζει το βασίλεμά του.
Εσύ Κύριε όρισες να έρχεται το σκοτάδι και να γίνεται νύχτα, που όσο
κρατάει, τα άγρια θηρία τριγυρίζουν για αναζήτηση της τροφής
τους.
Βγαίνουν με βρυχηθμούς τα μικρά των λιονταριών για να αρπάξουν τη
λεία τους και ο βρυχηθμός τους είναι φωνή προς το Θεό για να τους
δώσει τροφή.
Ανατέλλει ο ήλιος και τα θηρία μαζεύονται στις φωλιές τους για να
κοιμηθούν. Τότε βγαίνει κι ο άνθρωπος για τα έργα του και για τις
ασχολίες του ως το βράδυ.
Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου, Κύριε! Όλα τα δημιούργησες
με άπειρη σοφία.
Η γη είναι γεμάτη από τα κτίσματα σου. Μπροστά μας απλώνεται η
θάλασσα μεγάλη και πλατιά. Αναρίθμητα ψάρια ζουν και κινούνται μέσα σ'
αυτή, υδρόβια ζώα μικρά και μεγάλα.
Καράβια τη διασχίζουν προς διάφορες διευθύνσεις. Ο δράκοντας, το
μεγάλο θαλάσσιο κήτος που έπλασες, παίζει μαζί της και φαίνεται σα να
περιφρονεί τη δύναμη της.
Όλα αυτά τα ζώα της γης, της θάλασσας και τ” ουρανού, από Εσένα
περιμένουν να τους δώσεις στην κατάλληλη ώρα την τροφή τους, να την
μοιράσεις Εσύ, κι αυτά να τη μαζέψουν.
Όταν ανοίγεις το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα
αγαθά σου. Μα όταν πάρεις απ” αυτά το πρόσωπο σου τα πιάνει ταραχή και
τρόμος.
Παίρνεις τη ζωή τους και σβήνουν και επιστρέφουν στο χώμα απ” όπου
προήλθαν. Κι όταν τους στείλεις πάλι τη ζωογόνα πνοή σου,
ξαναδημιουργούνται κι έτσι ξανακαινουργώνεις το πρόσωπο της γης. Ας
είναι, λοιπόν, δοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες.
Ας ευφραίνεται από την ωραιότητα των έργων του. Ρίχνει το βλέμμα του
στη γη και την κάνει να τρέμει• αγγίζει λίγο τα βουνά και γεμίζουν
καπνούς.
Θα υμνώ τον Κύριο σε όλη μου τη ζωή. Θα του ψάλλω ύμνους όσο θα
υπάρχω.
Είθε να δοκιμάζω πάντοτε τη γλυκύτητα της συνομιλίας μου μ' Αυτόν. Ο
Κύριος ας είναι πηγή της ευφροσύνης μου.
Ας χαθούν εντελώς από τη γη οι αμαρτωλοί και οι άνομοι. Ούτε αχνάρι
τους ας μη μείνει.
Μην παύεις ψυχή μου να δοξολογείς τον Κύριο. Πόσο μεγάλα και λαμπρά
είναι τα έργα σου Κύριε!
Επόρευσαν οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην. Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης στην τέντα της Μαγδαληνής εσύ πατέρας της συγγνώμης κι εμείς παιδιά της ηδονής. Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας. Βραχνή ακούστηκε η κραυγή Στα καπηλιά της πολιτείας Εσύ αμνίον για σφαγή Κι εμείς κριοί της αμαρτίας. Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν εις τους αχράντους πόδας σου. Δε σε πτόησαν οι Πιλάτοι ουτ’ ο καιρός που ειν’ εγγύς εσύ στων ουρανών τα πλάτη κι εμείς παρείσακτοι της γης. Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.
Για Σένα πήραμε, Χριστέ, σαν τα παιδιά στα χέρια μας τα νικητήρια βάγια,
σαν τότε οπού στην εμπασιά της Άγιας της Πόλης, από τ’ άδειο πια του Λάζαρου γυρνώντας το μνημούρι, του φοβερού θανάτου μας ελπιδοφόρος νικητής και δωρητής φιλεύσπλαχνος του δώρου της ανάστασης,
γύρω σου κι ολοτρόγυρα
παιδιά φωνάζαν «Ωσαννά», βλογούσαν τ’ όνομά Σου,
τιμούσαν τον Πατέρα Σου που σ’ έστειλε κοντά μας.
Αξίωσέ μας, Δέσποτα Συ και της ζωής μας Κύριε,
μαζί μ’ εκείνα τα παιδιά, παιδιά κι εμείς δικά Σου,