Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης — Το ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλυτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά-ψηλά –
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

Θα ‘χουμε γεράσει, μα θα μας γνωρίσουνε.

Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Νεφέλη

*********************

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

Μενέλαος Λουντέμης — Βογκήστε μαζί μας

Βογκήστε μαζί μας.
Γιατί εμείς είμαστε λίγοι
κι είναι πολλοί κείνοι
που μας κάνουν να βογκούμε.

Φωνάξτε μαζί μας
γιατί η φωνή μας είναι μικρή
και δε φτάνει ως τις φάρμες της Καλιφόρνιας
όπου το μπαμπάκι είναι μπόλικο
για να βουλώσουν τ΄ αυτιά τους.
Εμείς… 
το ΄πε κι ο Μακρυγιάννης
«ο Θεός μας ηθέλησεν ολίγους»
ίσα-ίσα μια καραβιά ναυαγούς
ίσα-ίσα μια ομοβροντία
για τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα.

Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας
σ΄ άγριο κοντσέρτο θυμού
γιατί εμείς –μόνοι μας

φωνάξαμε πολύ μες στους αιώνες
και βράχνιασε η φωνή μας.

Φωνάξτε!

Γιατί υπάρχει φόβος –ο Τύραννος-
μην ακούοντας τη φωνή μας
να νόμισε πως αγαπήσαμε το ζυγό μας.
Γιατί είναι ξένος αυτός τύραννος και δεν ξέρει
πως του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.

Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας.
Φωνάξτε για σας και για μας.

Γιατί η σημαία του Τρόμου υψώθηκε
και στα δικά σας κάστρα
και το βόλι ξέφυγε απ΄ την κάννη του.

Φωνάξτε εσείς. Γιατί εμείς
έτσι κι αλλιώς θα φωνάζουμε.

Κι αν δεν πάρουμε απόκριση
θα σύρουμε φωνή προς τα πίσω.

Θα σημάνουμε πρόσκληση
στους νεκρούς της Ιστορίας μας
και θα βογκήξουν τα κόκαλα του Μαραθώνα
και τ΄ ατίθασα νερά της Σαλαμίνας
θ΄ ανεμίσουν τις χαίτες τους.

Και τότε… ας ντραπούν οι ζωντανοί
ας ντραπούν οι ζωντανοί
που υποχρέωσαν τους νεκρούς
να πεθάνουν δυο φορές
για την ίδια Λευτεριά.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Warsan Shire — Πατρίδα - “Home” / κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, / εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά

Αφήνεις την πατρίδα μόνο
όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις. 

you only leave home
when home won’t let you stay.
«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα, είναι το στόμα ενός καρχαρία.

Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη
να τρέχει κι εκείνη.

Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους,
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου,
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου,
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
Αφήνεις την πατρίδα μόνο
όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα 

εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά.
Φωτιά κάτω απ' τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου -
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες 

μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές 
στο λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις 
τον εθνικό ύμνο 
ανάμεσα στα
δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου 

σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού 

δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν
πρόκειται να γυρίσεις.

Πρέπει να καταλάβεις ότι
κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά,
κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, 

ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι 

ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες, 

εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν 
κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

κανένας δεν θέλει να σέρνεται κάτω από φράχτες
κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν ή να τον λυπούνται
κανένας δεν διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων 

ή την φυλακή, 
παρά μόνο
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη 

που φλέγεται
κανένας δεν θα το μπορούσε
κανένας δεν θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό 

για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι, πρόσφυγες, 

βρωμομετανάστες,
ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα 

που μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε 

να κάνετε και τη δική μας.
Πώς αντέχουμε στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;...

ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά 

από το ξερίζωμα 
ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες 

ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς 

από τα χαλίκια κι από τα κόκαλα από το κομματιασμένο 
κορμάκι του παιδιού σου.

Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δεν θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα, 

να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς, να πνιγείς για να σωθείς, 

να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια - η επιβίωσή σου 

είναι πιο σημαντική.

κανένας δεν αφήνει την πατρίδα 

εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη
φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε,τρέξε μακριά μου,
τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει εγώ η πατρίδα σου
αλλά ξέρω ότι, οπουδήποτε αλλού, 

θα είσαι πιο ασφαλής από ό,τι εδώ.»

Η
Ουαρσάν Σάιρ γεννήθηκε στην Κένυα και μεγάλωσε στην Αγγλία. Η πρώτη πλήρης ποιητική συλλογή της αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2016, ωστόσο έχει ήδη τιμηθεί με διάφορα βραβεία, μεταξύ αυτών το Βραβείο Αφρικανικής Ποίησης από το Πανεπιστήμιο Brunel (2013).

Πηγή...

No one leaves home unless
home is the mouth of a shark
you only run for the border
when you see the whole city running as well

your neighbors running faster than you
breath bloody in their throats
the boy you went to school with
who kissed you dizzy behind the old tin factory
is holding a gun bigger than his body
you only leave home
when home won’t let you stay.

no one leaves home unless home chases you
fire under feet
hot blood in your belly
it’s not something you ever thought of doing
until the blade burnt threats into
your neck
and even then you carried the anthem under
your breath
only tearing up your passport in an airport toilets
sobbing as each mouthful of paper
made it clear that you wouldn’t be going back.

you have to understand,
that no one puts their children in a boat
unless the water is safer than the land
no one burns their palms
under trains
beneath carriages
no one spends days and nights in the stomach of a truck
feeding on newspaper unless the miles travelled
means something more than journey.
no one crawls under fences
no one wants to be beaten
pitied

no one chooses refugee camps
or strip searches where your
body is left aching
or prison,
because prison is safer
than a city of fire
and one prison guard
in the night
is better than a truckload
of men who look like your father
no one could take it
no one could stomach it
no one skin would be tough enough

the
go home blacks
refugees
dirty immigrants
asylum seekers
sucking our country dry
niggers with their hands out
they smell strange
savage
messed up their country and now they want
to mess ours up
how do the words
the dirty looks
roll off your backs
maybe because the blow is softer
than a limb torn off

or the words are more tender
than fourteen men between
your legs
or the insults are easier
to swallow
than rubble
than bone
than your child body
in pieces.
i want to go home,
but home is the mouth of a shark
home is the barrel of the gun
and no one would leave home
unless home chased you to the shore
unless home told you
to quicken your legs
leave your clothes behind
crawl through the desert
wade through the oceans
drown
save
be hunger
beg
forget pride
your survival is more important

no one leaves home until home is a sweaty 

voice in your ear
saying-
leave,
run away from me now
i dont know what i’ve become
but i know that anywhere
is safer than here

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Sergio Guttilla - Αν ήταν ο γιος σου (Se fosse tuo figlio / Si c'était ton fils/ If he was your son)

Αν ήταν ο γιος σου
θα γέμιζες την θάλασσα
με όλα τα πλοία του κόσμου.
Θα ήθελες όλοι μαζί, μυριάδες,
να γινόμασταν μια γέφυρα
να περπατήσει πάνω μας
και να περάσει απέναντι.
Αν ήταν ο γιος σου
δεν θα τον άφηνες μόνο του ποτέ.
Θα σκίαζες προσεκτικά το πρόσωπό του
να μην το κάψει ο ήλιος.
Θα τον τύλιγες στην αγκαλιά σου
να μη μουσκέψει από την αλμύρα της θάλασσας.

Αν ήταν ο γιος σου,
θα βούταγες στα κύματα,
θα τα βαζες με τον ψαρά που δεν σας
ανεβάζει στη βάρκα του.
Θα φώναζες για βοήθεια,
θα χτυπούσες τις πόρτες της εξουσίας
για να αξιώσεις τη ζωή του.

Αν ήταν ο γιος σου,
σήμερα θα ήσουν βυθισμένος στο πένθος,
θα ‘φτανες να μισήσεις τον κόσμο,
για τα δεμένα πλοία στα λιμάνια,
για αυτούς που σας κρατούν μακριά,
και για κείνους που σε λίγο,
θα καλύψουν τα ουρλιαχτά με θαλασσινό νερό.

Αν ήταν ο γιος σου,
θα τους έλεγες απάνθρωπους, δειλούς,
θα τους έφτυνες.
Θα έπρεπε τότε να βρουν τρόπο να σε σταματήσουν, 
να σε κρατήσουν, να σε αποκλείσουν
γιατί η ανεξέλεγκτη οργή σου θα σε έκανε
να τους πάρεις μαζί σου στο βυθό της ίδιας θάλασσας.

Αλλά μείνε ήσυχος, στο ζεστό σου σπιτάκι
δεν είναι ο γιος σου… δεν είναι ο γιος σου…
Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα
και πάνω από όλα ασφαλής.
Δεν είναι ο γιος σου.
Είναι απλώς ένα παιδί της χαμένης ανθρωπιάς,
ένα παιδί της βρόμικης ανθρωπότητας, που δεν κάνει θόρυβο.
Δεν είναι ο γιος σου… Δεν είναι ο γιος σου…
Κοιμήσου ήσυχος, φυσικά
δεν είναι ο δικός σου.

Όχι ακόμα…

Se fosse tuo figlioif he was your son


Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Child's tomb Hando Henno
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖες μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!


Από τη συλλογή «Η παραμυθένια πολιτεία» (1947)

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε ο πιο ανθρώπινος, ίσως, από τους νεοέλληνες ποιητές. Μεγάλος Ουμανιστής ανάλωσε τα ογδόντα του χρόνια στην υπηρεσία της πατρίδας και του λαού, του πολιτισμού, της γλώσσας με σπάνια αφιλοκέρδεια και ανεξικακία απέναντι στους διώκτες του. Στάθηκε πάντα όρθιος και παρών σε κάθε σημαντική στιγμή της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής του τόπου.
Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου περιλαμβάνεται στην συλλογή «Η παραμυθένια πολιτεία» (1947) και ανήκει στην δεύτερη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας (1939–1960), η οποία χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και αγωνιστικότητα, ο ποιητής υμνεί τους αγώνες των Ελλήνων για την απόκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας, συγκινείται ιδιαίτερα από την αυτοθυσία των νέων αγωνιστών και εκφράζει την πίστη του ότι ο αγωνιζόμενος άνθρωπος γίνεται ισότιμος με τον Θεό. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή, ο ποιητής – απογοητευμένος από τη συντριβή των ιδεολογικών ιδανικών του – καταφεύγει στο παρελθόν, στα παιδικά χρόνια και στην πατρική γη.
Σύμφωνα με τον Θανάση Γκότοβο, ο οποίος μελέτησε σε βάθος το έργο του ποιητή, τα ποιήματα της περιόδου αυτής συνδέονται στην αρχή με την θαυμαστική στάση του ποιητή που οφείλεται σε ένα ξάφνιασμα μπροστά στο ψυχικό μεγαλείο του ανθρώπου, όπως αυτό πηγάζει από το πνεύμα της αυτοθυσίας και της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς των αγωνιστών της αντίστασης στην υπόθεση του συνανθρώπου. Ο θαυμασμός του ποιητή μπροστά στην αφοβία και την αυτοθυσία των ανώνυμων απλών ανθρώπων και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών θα τον οδηγήσει αρχικά στην υποκατάσταση του Θεού από τον αγωνιστή άνθρωπο και αργότερα στην θεοποίηση του ανθρώπου.
Το ποίημα αποτελεί έκφραση του συγκλονισμού που νιώθει ο ποιητής για το πνεύμα αυτοθυσίας των απλών μαχητών και ιδίως των παιδιών που έδωσαν την ζωή τους στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας κατά την περίοδο της κατοχής. Οι πράξεις τους αυτές τους ανυψώνουν και τους καθιστούν πρότυπα ανθρωπισμού και υπέρτατου χρέους.
Ο μικρός αγωνιστής είναι ανώνυμος γιατί ο ποιητής δεν θέλει να αναφερθεί σε ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά να λειτουργήσει η θυσία του μικρού αγωνιστή ως σύμβολο, καθολικοποιώντας την. Έχουμε έτσι μια σύντομη διαδικασία ατομικής περίπτωσης, που κλείνει όμως μέσα της μια θαυμαστή καθολικότητα, αφού το ατομικό πεπρωμένο του μικρού ήρωα μεταμορφώνεται, με την ανωνυμία του, σε σύμβολο που συμπεριλαμβάνει και το πεπρωμένο του καθένα μέσα.
Είναι γνωστό ότι ο Βρεττάκος είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα παιδιά. Κατά την διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στο Πεσταλότσι, στο Τρόγγεν των Ελβετικών Άλπεων, όπου βρίσκεται η Διεθνής Παιδούπολη που στεγάζει τα ορφανά παιδιά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί, μαζί με τα παιδιά του ελληνικού σπιτιού, ζει αυτοεξόριστος ο ποιητής από τον Οκτώβριο του 1967, όταν εγκατέλειψε την Ελλάδα εξαιτίας της δικτατορίας, έως το 1970 που εγκαθίσταται στο Παλέρμο της Σικελίας.
Χαρακτηριστική είναι και οι αναφορές του στα παιδιά της κατοχής και στα παιδιά των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Στο ποίημα το οποίο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε περιέχονται τα κύρια θεματικά μοτίβα και τα σημαντικότερα σύμβολα της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου.


Ξεκινώντας ο ποιητής χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, τονίζει πως ο τάφος του μικρού αγωνιστή είναι το σημείο απ’ όπου όλοι οι κατοπινοί αντλούν έμπνευση και θάρρος για να παλέψουν στις καινούργιες συνθήκες που διαμορφώνονται στην Ελλάδα μετά την κατοχή. Πάνω στον τάφο του μικρού αγωνιστή ο ποιητής και όσοι συμφωνούν μ’ αυτόν σχεδιάζει τους κήπους και τις πολιτείες. Το χώμα του τάφου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο μικρός αγωνιστής θα είναι το χώμα, το υλικό με το οποίο θα χτίσουμε την νέα πατρίδα αυτή που ονειρευτήκαμε κατά την διάρκεια της εθνικής αντίστασης. Είναι η καινούργια πολιτεία που δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά της παλιάς αλλά μια καινούργια στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι και όπου θα κυριαρχεί η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη. Τα όνειρα για κοινωνική δικαιοσύνη που δεν πραγματοποίησε ο μικρός αγωνιστής αφού σκοτώθηκε νωρίς αγωνιζόμενος για τα ιδανικά του θα προσπαθήσουν να τα εκπληρώσουν αυτοί που μένουν πίσω και εμπνέονται από την θυσία του.

Ο κήπος συμβολίζει τον πλούτο και την ομορφιά, την πολυχρωμία που θα έχει ο καινούργιος κόσμος όπου θα μπορούν να ανθίζουν όλα τα λουλούδια, όπου θα κυριαρχεί η δικαιοσύνη της φύσης η οποία μοιράζει τα αγαθά της εξίσου σε όλα τα πλάσματά της.
Η νέα πολιτεία λοιπόν θα έχει τα χαρακτηριστικά ενός κήπου της Εδέμ όπου όπως οι πρωτόπλαστοι θα αρχίσει μια νέα ζωή για τους ανθρώπους και την ανθρωπότητα.

Πάνω λοιπόν σ’ αυτό το χώμα λέει ο ποιητής Είμαστε, υπάρχουμε ως άνθρωποι και αγωνιστές Έχουμε πατρίδα. Γιατί πατρίδα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτοί που αγωνίστηκαν για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι αυτοί που έδωσαν τα καλύτερα χρόνια τους και αρκετοί όπως ο μικρός αγωνιστής και την ζωή τους για την υπόθεση της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στην επόμενη ενότητα ο ποιητής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ως αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του μικρού αγωνιστή και τονίζει πόσο τον συγκλόνισε ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου τον οποίο ήχο τον ακούει ακόμη και σήμερα μετά από καιρό να γυρίζει μέσα του μην αφήνοντας τον να ησυχάσει. Ο Βρεττάκος όπως είναι γνωστόν συμμετείχε στον ελληνοιταλικό πόλεμο και στην συνέχεια στην Εθνική Αντίσταση. Κινδύνευσε και ο ίδιος πολλές φορές να σκοτωθεί, άρα γνωρίζει από πρώτο χέρι τον θάνατο και την αγωνία του. 

Ο Βρεττάκος υπήρξε πάντα παρών στο πόστο του/ στη μέσα πύλη της Ελλάδας και στάθηκε αταλάντευτα ορθός/ με τη λόγχη του στίχου του/ευγενικός δακρυσμένος φρουρός/της ποίησης και της Ελευθερίας όπως γράφει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα που αφιέρωσε το 1974 στον Βρεττάκο.

Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε 

κι έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα


Το ρόδο-τριαντάφυλλο έχει χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σε πολλά λογοτεχνικά, θεολογικά και λαογραφικά κείμενα. Ο Όμηρος αποκαλεί την Ηώ «ροδοδάκτυλον» (Ζ.175.Β1)` την θεά, που με τα δάκτυλα της ανοίγει τις πόρτες του ουρανού, για να περάσει το άρμα του Ηλίου. Είναι το Ιερό Άνθος των Ορφικών. Συμβολίζει την Ουράνια τελείωση, την ολοκλήρωση, το μυστήριο της ζωής, το κέντρο της καρδιάς. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι ο ποιητής συσχετίζει την καρδιά με το ρόδο. «Ρόδο το αμάραντο» αποκαλείται η Θεοτόκος από τον υμνωδό Ιωσήφ.
...........
Το ρόδο είναι επίσης το άνθος της απόλυτης ομορφιάς της χαράς και της ευτυχίας. Η ομορφιά του ρόδου σχετίζεται με την ομορφιά του νέου ο οποίος βρίσκεται στην πιο ωραία ηλικιακά περίοδο της ζωής, αυτής της νεότητας..
................
Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κ’ είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κ’ έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.


Ο κόσμος λοιπόν μεγάλωσε τόσο όσο να χωρέσει η αγάπη. Ερχόμαστε στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε ένα από τα βασικότερα μοτίβα της ποιητικής μυθολογίας του Βρεττάκου που είναι η έννοια της αγάπης. 

Ο ποιητής σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο αναγνωρίζει μια ενιαία υπαρκτική ουσία στον άνθρωπο, τη φύση και το σύμπαν, η οποία αποκαλύπτεται ως αξία κοινωνική , φυσική και κοσμική. 
Η ουσία αυτή κατά τον Βρεττάκο είναι η αγάπη, που συνιστά το θεμέλιο της κοσμολογία και ανθρωπολογίας του. Αγαπώ άρα υπάρχω είναι το αξίωμα που συνοψίζει αυτή την οντολογία. 
Η αγάπη είναι η απλή και άπειρη ουσία που συνθέτει την ενότητα του Κόσμου, της ανθρώπινης καρδιάς με το ασύνορο Σύμπαν. Και που ορίζει τον προορισμό του ανθρώπου και του Κόσμου. Είναι ταυτόχρονα η ενοποιητική αρχή της φύσης και η ενοποιητική αρχή της κοινωνίας.

Μιλώντας ο Κ. Φράιερ, για το ίδιο θέμα τονίζει ότι ο Βρεττάκος «πιστεύει πως η αγάπη ως απολύτρωση, ως ανάσταση, ως έμφυτη δύναμη στον άνθρωπο, είναι αυτή που, τελικά, θα επιζήσει και θα κάνει άσπιλο ακόμα και το κακό».


Το πρώτο σου παιχνίδι, Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.
Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
Έπαιξες τον Άι-Γιώργη και το Διγενή.
Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν απ’ τα μεσάνυχτα.


Στην συνέχεια ο ποιητής αναφέρεται στα παιχνίδια που έπαιξε ο μικρός αγωνιστής από την βρεφική και παιδική ηλικία μέχρι να φτάσει να παίζει παιχνίδια με τον θάνατο και τελικά να σκοτωθεί από τα πυρά των εχθρών. 

Αξιοσημείωτο είναι εδώ να αναφερθούμε στα τρία πρόσωπα και την σημασία και την θέση που έχουν αυτά στην ποιητική μυθολογία του Βρεττάκου. 

Το πρώτο πρόσωπο είναι ο Χριστός. Σύμφωνα με τον ποιητή ο Χριστός μαζί με τον Προμηθέα είναι τα δύο σύμβολα της αυτοθυσιαστικής αγάπης, δύο πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν το μαρτύριο των ανιδιοτελών πρωτοπόρων. Τα πρότυπα που είχε ο μικρός αγωνιστής ήταν πρότυπα αγωνιστικά και αυτοθυσιαστικά κάτι που θα οδηγήσει και τον ίδιο αργότερα να θυσιάσει την ζωή του για την απελευθέρωση της πατρίδας. Όπως ο Χριστός θυσίασε το εξουσιαστικό εγώ για το σύνολο έτσι και ο μικρός αγωνιστής μέσα από την θυσία του καταστρέφει το δικό του πρόσωπο για να ενωθεί με όλην την ανθρωπότητα και να διαχυθεί σ’ αυτήν μέσω της θυσίας του.
Το δεύτερο πρόσωπο είναι πάλι από τον χώρο της θρησκείας. Είναι ο Αι-Γιώργης, από τους πιο αγαπητούς αγίους και των νεοελλήνων ποιητών αλλά και ιδιαίτερα του Βρεττάκου. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι στο κτήμα του Βρεττάκου στην Πλούμιτσα υπάρχει ναός που είναι αφιερωμένος στον Αι-Γιώργη. Ο ίδιος ο ποιητής στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο με τίτλο Οδύνη γράφει: «Πιο πάνω από το σπίτι μας, βρισκόταν το εκκλησάκι του Αι-Γιώργη, που ήταν δικό μας. Είχε τέσσερες μεγάλες εικόνες, από τις οποίες ο Αι- Γιώργης, με το ωραίο του άσπρο άλογο και η Παναγία με τα γλυκά της μάτια μου άρεσαν περισσότερο».
............
Ο Άγιος Γεώργιος δεν είναι απλά ένας άγιος, αλλά είναι και ένας ήρωας. Ο Ηρωισμός του εκδηλώνεται από τη νεαρή ηλικία, όπου μάχεται ενάντια στο φοβερό αυτοκράτορα Διοκλητιανό, και δε διστάζει να του πει: ”δε λογαριάζω τα αξιώματα, δε με συγκινούν οι δόξες και τα πλούτη, δε φοβάμαι το θάνατο”

Αυτά τα λόγια τον οδηγούν σε σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια, σε δοκιμασίες, που ο κάθε ήρωας, ο κάθε ιππότης πρέπει να περάσει. Αυτός λοιπόν ο ήρωας με την δυνατή καρδιά γίνεται το πρότυπο του νεαρού αγωνιστή να τα βάλει με το θηρίο που είναι το κάθε κακό και να φέρει σε πέρας την αποστολή του.

Το τρίτο πρόσωπο είναι ο Διγενής.
......................
Ο Διγενής συμβολίζει την διαχρονική γενναιότητα και ανδρεία των Ελλήνων που παλεύουν με τις αντιξοότητες και τους εχθρούς χωρίς ποτέ να ανέχονται την υποταγή. Η λαϊκή μούσα ξεχώρισε ...

............
περισσότερα εδώ: oanagnostis