Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης — Ορυχείο

Σου γράψω γεμάτη τρόμο μέσα από μιά στοά
                                                  νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη μ' όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ' αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα
                                               μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
                                             χαρούμενα

Να με θυμάσαι

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος — Χειμερινή διαύγεια

Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ’ ή επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό,
μες στην ασφυκτική διαφάνεια
Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ’ το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της τραπεζαρίας —
κ’ οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, πού χάσανε τη δύναμή τους και το
χρώμα τους
και λίγο – λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους —

Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τί να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;

Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα —
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα της άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα – στρώμα με
παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ’ είναι μια λύπη να το θάβεις — μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως της άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως του καλοκαιριού κ’ η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,

μονάχα το φως κ’ οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ’ αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ’ αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια- ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
ή σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία του φθινοπώρου.

Κ’ έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, ή άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα — κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ’ ήταν πάλι ανθισμένες -
ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος,
περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ’ τα ωχρά χωράφια της φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ’ ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα ‘χεις
είναι σχεδόν σα να τα ‘χεις, -τα ‘χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ’ ίσως με ειλικρίνεια.
Χειμερινή διαύγεια,1982

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Μανόλης Αναγνωστάκης — Ποιητική

– Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
– Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

Ανέστης Ευαγγέλου — Το φως

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
-ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει-
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.
Το διάλειμμα (1976)

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τα στοιχειώδη

Τό φῶς γιά νά βλέπω καί ν’ ἀγαπῶ
τό βρίσκω παντοῦ: Στό λίγο ψωμί,
στοῦ βουνοῦ τή γυμνότητα, στό λουλούδι τῆς γλάστρας,
στό νερό τῆς πηγῆς, στό γιομάτο εὐγένεια
ἀεράκι πού ἔρχεται καί θωπεύει τήν κούραση
τῶν χεριῶν μου, στό λίγο ἐχέμυθο φῶς
τοῦ σπιτιοῦ μου τή νύχτα, στήν παρουσία
τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου πού προχωρεῖ
στό ἀντικρυνό πεζοδρόμιο, στό ἄξαφνο
ἔγχρωμο βεγγαλικό τῆς φωνῆς
ἑνός παιδιοῦ πού δέν φαίνεται.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2ος τόμος) ενότητα ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Τόλης Νικηφόρου — Να είσαι καλός

ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ
κάτι σαν άγγιγμα ή χαμόγελο
κάτι σαν φύλλο

να είσαι καλός
ανυπεράσπιστος
μπροστά στην αθωότητα
εκστατικός
μπροστά στο θαύμα
αιώνια πιστός στην ουτοπία

στη χώρα που δεν έχει δρόμο
στον δρόμο που δεν έχει τέλος
στο τέλος που δεν έχει ελπίδα

να είσαι καλός

diastixo

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Τόλης Νικηφόρου — Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα
ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει

Ποιήματα 1966-2002, Νέα Πορεία

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Roger Robinson — Φορητός Παράδεισος / Portable Paradise

Κι αν μιλάω για παράδεισο, τότε μιλάω για
την γιαγιά μου που μου είπε να τον έχω πάντα
μαζί μου κρυμμένο, έτσι που κανείς άλλος
να μην τον ξέρει εκτός από μένα.
Έτσι δεν θα μπορούν να στον κλέψουν, είπε.
Adams Loren. 'Paradise'
Κι αν είναι ζόρικη μαζί σου η ζωή, χάιδεψε με το δάκτυλο
μέσα στην τσέπη σου τις κορυφογραμμές του,
μύρισε τη μυρωδιά του πεύκου στο μαντήλι σου,
μουρμούρισε τον ύμνο του με χαμηλή φωνή.
Και αν τα ζόρια σου είναι αδιάκοπα και καθημερινά,
πήγαινε σε ένα άδειο δωμάτιο
– σ’ ένα ξενοδοχείο, σε ένα ξενώνα, σε μια καλύβα –
βρες μία λάμπα
και άδειασε τον παράδεισό σου πάνω σ’ ένα τραπέζι:
την ξανθή άμμο σου, τους πράσινους λόφους και τα φρέσκα ψάρια.
Φώτισέ τα με την λάμπα σαν μία νέα ελπίδα πρωινή
και μείνε να τα κοιτάς μέχρι να αποκοιμηθείς.


Ο Ρότζερ Ρόμπινσον είναι ποιητής, μουσικός και περφόρμερ. Γεννήθηκε το 1967 στην Αγγλία, απ’ όπου έφυγε στα τέσσερά του χρόνια για τον τόπο καταγωγής του, το Τρινιντάντ της Καραϊβικής, για να επιστρέψει στο Λονδίνο στα δεκαεννιά του. Η πρώτη του ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή «The butterfly hotel» δημοσιεύτηκε το 2012, ενώ η συλλογή του «Ενας φορητός παράδεισος» τιμήθηκε το 2019 με το υψηλού κύρους βραβείο T. S. Eliot.


Portable Paradise 

And if I speak of Paradise,
then I’m speaking of my grandmother
who told me to carry it always
on my person, concealed, so
no one else would know but me.
That way they can’t steal it, she’d say.
And if life puts you under pressure,
trace its ridges in your pocket,
smell its piney scent on your handkerchief,
hum its anthem under your breath.
And if your stresses are sustained and daily,
get yourself to an empty room – be it hotel,
hostel or hovel – find a lamp
and empty your paradise onto a desk:
your white sands, green hills and fresh fish.
Shine the lamp on it like the fresh hope
of morning, and keep staring at it till you sleep.

From A Portable Paradise by Roger Robinson

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Mahmoud Darwish — Ταυτότητα / “ID Card” - محمود درويش

Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Αριθμός ταυτότητος: 50.000
Τα παιδιά μου είναι οχτώ
Το ένατο θα ΄ρθει μετά από το καλοκαίρι.
Θυμώνεις;
[…]
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Δουλεύω με τ΄ αδέλφια μου του μόχθου σ’ ένα νταμάρι
τα παιδιά μου είναι οκτώ
τραβάω από την πέτρα
τα ρούχα, το ψωμιί και τα βιβλία τους, αλλά
στην πόρτα σου δε ζητιανεύω.
Θυμώνεις;

[…]
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Όνομα δίχως τίτλο υπομονετικός
σ’ ένα τόπο που βράζει,
οι ρίζες μου
αγκυροβόλησαν
πριν απ΄ τη γέννηση του χρόνου
πριν απ΄των αιώνων το ξετύλιγμα
πριν από τις ελιές κι από τα κυπαρίσσια
και πριν φυτρώσει το χορτάρι.
Ο πατέρας μου
απ΄τη φαμίλια είναι τ’ αλετριού
ο παππούς μου
αγρότης δίχως αξίωμα,
το σπίτι μου καλύβα από καλάμια.
Όνομα είμαι δίχως τίτλο.

[…]
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Το χρώμα των μαλλιών μου είναι μαύρο
το χρώμα των ματιών μου καστανό.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου:
«κουφίε» πάνω στο κεφάλι μου,
Σκληρή να ‘ναι σαν πέτρα η παλάμη μου
που γρατζουνάει όποιον την αγγίζει,
ό,τι αγαπάω για φαί
είναι το θυμάρι και το λάδι.
Η διεύθυνσή μου:
χωριό απόμακρο και ξεχασμένο
δίχως ονόματα οι δρόμοι του
κι όλοι οι άντρες του
στο νταμάρι και στο χωράφι.
Θυμώνεις;

[…]
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Λήστεψες τ’ αμπέλια των προγόνων μου
και τα χωράφια που τα δούλευα με όλα τα παιδιά μου.
Δεν άφησες στους απογόνους μου
παρά αυτές τις πέτρες.
Μήπως θα τις πάρει η Κυβέρνησή σας
όπως λένε;
Λοιπόν,
Γράψε στην αρχή της πρώτης σελίδας:
εγώ δεν μισώ τους ανθρώπους
κανέναν δεν κλέβω
μα αν πεινάσω
τρώω τη σάρκα του σφετεριστή μου.
Φυλάξου.
Από την πείνα μου φυλάξου
κι απ’ την οργή μου.

Επιμέλεια μετάφρασης: Καμάλ Καττάν

Εθνικός ποιητής χωρίς κράτος; Ναι, αυτός ήταν ο νεαρός Διονύσιος Σολωμός όταν έγραφε τον Υμνον εις την Ελευθερίαν, τότε που δεν υπήρχε κομμάτι της Ελλάδος που να μην ήταν κάτω από κάποιον πολύχρονον ζυγό. 
Κι αυτός είναι ο Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish), ο μεγάλος Παλαιστίνιος ποιητής, για τον δικό του λαό που υποφέρει είτε από κατοχή, είτε από της μαζικής εξορίας τον καημό, είτε από τον εγκλωβισμό σε μια μικρή λωρίδα γής με τις επακόλουθες στερήσεις και με τη βία των βομβαρδισμών.
πηγή

Write down:
I am an Arab.
My ID card number is 50,000.
My children: eight
And the ninth is coming after the summer.
Are you angry?

XXX
Write down:
I am an Arab.
I work with my toiling comrades in a quarry.
My children are eight,
And out of the rocks
I draw their bread,
Clothing and writing paper.
I do not beg for charity at your door
Nor do I grovel
At your doorstep tiles.
Does that anger you?

XXX
Write down:
I am an Arab,
A name without a title,
Patient in a country where everything
Lives on flared-up anger.
My roots…
Took firm hold before the birth of time,
Before the beginning of the ages,
Before the cypress and olives,
Before the growth of pastures.
My father…of the people of the plow,
Not of noble masters.
My grandfather, a peasant
Of no prominent lineage,
Taught me pride of self before reading of books.
My house is a watchman’s hut
Of sticks and reed.
Does my status satisfy you?
I am a name without a title

XXX
Write down:
I am an Arab.
Hair coal-black,
Eyes brown,
My distinguishing feature:
On my head a koufiyah topped by the igal,
And my palms, rough as stone,
Scratch anyone who touches them.
My address:
An unarmed village—forgotten—
Whose streets are nameless,
And all its men are in the field and quarry.
Are you angry?

XXX
Write down:
I am an Arab
Robbed of my ancestors’ vineyards
And of the land cultivated
By me and all my children.
Nothing is left for us and my grandchildren
Except these rocks…
Will your government take them too, as reported?
Therefore,
Write at the top of page one:
I do not hate people,
I do not assault anyone,
But… if I get hungry,
I eat the flesh of my usurper.
Beware… beware… of my hunger,
And of my anger.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τα δεκατέσσερα παιδιά

«... Εν αρχη ην η αγάπη...» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»
Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να 'θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: «... Ό,τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα...». Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό -
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.

Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ' αδιάβροχο σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σαν να 'ταν κάποιον απάνω σου και να σ' έκρινε
για τ' άδεια σου χέρια. Σαν να 'φταιγες μάλιστα,
σ' όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

Ώρα 8 και 20 ακριβώς.
Το μάθημα αρχίζει κανονικά.
Εσύ πάνω απ' την έδρα κι απ' αντίκρυ σου ο Χριστός,
απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,
δίνετε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους
να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,
γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα
κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,
όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.

Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι
κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.
Ώρα 10 και 20'. Το μάθημα συνεχίζεται.
Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.
Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.
Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
«Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος...
Ο μέγας Αλέξανδρος...».

Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
- τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπο σου.