«Κάθε ποὺ ἀγκαλιάζω ἕναν
ἄνθρωπο, Κύριε, θαρρῶ
πὼς κρεμιέμαι ἀπὸ τὸ λαιμό σου.»
Κύριε· τόσο εἶσαι κοντά μου.
Ὅταν ἀνοίγω τὸ παράθυρο ὅποια
ὥρα κι ἂν εἶναι, βλεπόμαστε.
Ἔχω τὰ μάτια μου κι ἔχεις κι ἐσὺ
ὅλου τοῦ γύρω μας κόσμου
τὰ μάτια. Τὰ λουλούδια μὲ βλέπουν.
Κάθε ποὺ ἀγκαλιάζω ἕναν
ἄνθρωπο, Κύριε, θαρρῶ
πὼς κρεμιέμαι ἀπὸ τὸ λαιμό σου.
ὥρα κι ἂν εἶναι, βλεπόμαστε.
Ἔχω τὰ μάτια μου κι ἔχεις κι ἐσὺ
ὅλου τοῦ γύρω μας κόσμου
τὰ μάτια. Τὰ λουλούδια μὲ βλέπουν.
Κάθε ποὺ ἀγκαλιάζω ἕναν
ἄνθρωπο, Κύριε, θαρρῶ
πὼς κρεμιέμαι ἀπὸ τὸ λαιμό σου.