Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης — Η τελευταία παρτίδα

Αλήθεια, πριν από πόσα χρόνια καθίσαμε σ’ αυτό το τραπέζι κι
    αρχίσαμε την τελευταία παρτίδα; 
Honoré Daumier (1863), The Chess Players
Έξω η μεγαλούπολη, οι σταθμοί γεμάτοι καπνούς, οι μετανάστες
    κλαίνε
οι πυροσβεστικές αντλίες είναι η κραυγή του μίσους που ανάβει τις
    μεγάλες πυρκαγιές
οι δρόμοι ανάστατοι σαν τις σκέψεις ενός μανιακού, τα παράθυρα
    ανοιχτά σαν παγίδες
και στην οδό Αγίας Θέκλας στέκει μια γερασμένη πόρνη με τα
φουστάνια σηκωμένα ψηλά, δείχνοντας την θλίψη της
    δημιουργίας
τα φανάρια θαμπά διηγούνται ιστορίες τρόμου που οι μέθυσοι
    προσπαθούν να τις σκεπάσουν με βαριά τραγούδια -
είμαστε αιχμάλωτοι μιας αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί στα
    παιδικά μας χρόνια
και ζήσαμε το απέραντο σε μικρές σκοτεινές κάμαρες και το
    τίποτα στις μεγάλες σελίδες της ιστορίας -
τί λες; δεν κάνουμε μια παρτίδα ακόμα; Ο κόσμος είναι μια
    περίπτωση εντελώς προσωπική.

Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ A», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 467

Προσέγγιση
Το ποίημα ανήκει στην τελευταία περίοδο της ποιητικής έκφρασης του Λειβαδίτη. Δημοσιεύτηκε το 1990, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, όταν τα ποιήματα που βρέθηκαν στα συρτάρια του, συγκεντρώθηκαν και μετά από προσεκτική επιμέλεια δημοσιεύτηκαν από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου.

Το ποίημα, όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα τα ποιήματα της συλλογής, μας δίνει εικόνες της καθημερινής ζωής στην πόλη. Όχι, δεν αποτελεί διαμαρτυρία κατά της πολύπλοκης και πολύβουης αστικής ζωής. Βουβά υπαρξιακά ερωτήματα θέτει για την άναρχη ζωή στην πόλη μέσα από λίγες και χαρακτηριστικές εικόνες της. 
Το ποίημα έχει απολογιστικό χαρακτήρα, για όσα συμβαίνουν σε ένα πολύβουο και πολυπρόσωπο άστυ, διαμορφωμένο από τις δυναμικές και τις δράσεις των κατοίκων του. 
 Δεν έχει σημείο εκκίνησης. Είναι ξεχασμένο. Και το τέρμα τελείως άγνωστο. 
Συνεπώς ο ποιητικός χρόνος πλανάται απροσδιόριστος. Το μόνο σταθερό στο σκηνικό του είναι το τραπέζι και οι συνομιλητές ή συμπαίχτες. 
Πρωταγωνιστεί η ηχορύπανση της μεγαλούπολης, η αστική ρύπανση, που συνυφαίνεται όχι μόνον από τις κόρνες των μεταφορικών μέσων ή τις φωνές, τα γέλια και τα κλάματα των ανθρώπων της, αλλά και από την ίδια την συναισθηματική φόρτιση των αστών.

Η τελευταία παρτίδα μπορεί να είναι μια τελευταία παρτίδα σκάκι, τάβλι ή κάτι παρόμοιο. Μπορεί να είναι και ο τελευταίος επίλογος μιας συζήτησης επί κοινωνικών θεμάτων γύρω από ένα τραπέζι. 
Μπορεί εξίσου καλά να είναι και η τελευταία παρτίδα ζωής, πριν από τον θάνατο. Μπορεί και όλα μαζί. 
Με εικόνες δυνατές, αλλά καθόλου δραματικές, αντίθετα τρομακτικά ρεαλιστικές που αγγίζουν τα όρια του νατουραλισμού κατατίθεται το σκηνικό της πόλης. 
Σταθμοί γεμάτοι καπνούς από τρένα που πηγαινοέρχονται, καθώς και από άλλα μεταφορικά μέσα που φτάνουν ως εκεί μεταφέροντας επιβάτες ή πράγματα. 
Ανάμεσά τους μετανάστες που κλαίνε. Αχ, ζωή με τα γυρίσματά σου. Δεν έχει σημασία αν είναι εσωτερικοί μετανάστες ή αν έρχονται από άλλες πατρίδες. 
Δεν παύει να είναι άνθρωποι που για κάποιους λόγους ανάγκης, κυρίως επιβίωσης, αλλά και πολιτικούς, ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και βρέθηκαν στο πουθενά χωρίς διότι στα απανωτά τους γιατί.
Η πόλη δεν έχει ησυχία. Παντού πλανάται μια τρέλα. 
Οι κόρνες της πυροσβεστικής σκεπάζουν με ήχους οδύνης την ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα. 
Η ηχορύπανση σε όλο της την δόξα βρίσκει τον κάθε άνθρωπο, τον εγκλωβίζει στην τρέλα της είτε αυτός βρίσκεται μέσα από κλειστά παράθυρα είτε απέξω. 
Στον δρόμο κάνει πιάτσα μια από εκείνες τις γυναίκες, που δεν φοβήθηκαν τον πληρωμένο έρωτα, παρά μόνον τον χρόνο. Αυτός ο ύπουλος συνοδοιπόρος, που πάντα «χτυπάει πισώπλατα», μετατρέπει τελικά τα κάλλη τους σε δυστυχία και θλίψη. 
Και το γνωρίζουν. Έτσι και η πόρνη της Αγίας Θέκλας γνωρίζει την φθορά της, αλλά πρέπει να κάνει την δουλειά της ως το τέλος, γιατί δεν μπορεί να ελπίζει, όπως και οι όμοιές της, σε κάποια σύνταξη. Σηκώνει λοιπόν τα φουστάνια της και διαλαλεί την «πραμάτεια» της, ελπίζοντας μέσα στον απέραντο θόρυβο να ακουστεί και η δική της φωνή.
Τα φανάρια με το θαμπό τους φως έχουν δει και ακούσει τόσα πολλά ζώντας στον δρόμο, που δεν πτοούνται ούτε από τα τραγούδια των μεθυσμένων, τα φορτωμένα με την πίκρα της σκληρής πραγματικότητας. 
 «Η αλήθεια χάθηκε ήδη από τα χρόνια μας της αθωότητας. Την παρτίδα της αλήθειας την έχουμε χάσει οριστικά. Με αποτέλεσμα, ενώ το ουσιώδες της ιστορίας μετατράπηκε σε τίποτα στις ένδοξες σελίδες της ιστορίας, να αντιλαμβανόμαστε πως το απέραντο κενό έχει ιστορική βαρύτητα».
Ας είναι όμως. Πάντοτε δεν έχουμε οι άνθρωποι το κουράγιο να αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα, μας νικά με το φως της. Έτσι φτιάχνουμε ένα καταφύγιο, ο καθένας το προσωπικό του, να στεγάσουμε τα όνειρα, τα θέλω, τις επιθυμίες, τις ψευδαισθήσεις μας.

Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, το παιχνίδι της ζωής, ας ξεκινήσουμε πάλι μια παρτίδα πόλης και ζωής και όπου φτάσει.

chryssablog