Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Γιάννης Δάλλας — Τ' αστέρια

Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
Skipping with StarsBy Diane Ursin
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες.

Ο Γιάννης Δάλλας, ως δοκιμιογράφος, κριτικός και εκδότης εξέδωσε αρκετά δοκίμια και φιλολογικές μελέτες, μερικές και σε αυτοτελείς εκδόσεις, με ιδιαίτερη έμφαση τη σπουδή της ποίησης και της ποιητικής του Κάλβου, του Σολωμού και του Καβάφη, και από τον 20όν αιώνα, εκπροσώπων της γενιάς του ’10 (του Θεοτόκη, του Βάρναλη και του Σικελιανού), της γενιάς του ’20 (του Καρυωτάκη, του Φιλύρα και του Άγρα) και των μοντερνιστών της γενιάς του ’30 (του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και των υπερρεαλιστών Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου) και ιδιαίτερα της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με αυτοτελή και εδώ βιβλία, π.χ. για τον Σαχτούρη και τον Αναγνωστάκη. 
Και τέλος ως μεταφραστής των λυρικών έργων των αρχαϊκών χρόνων (Τα Δημώδη και τα Αττικά συμποτικά, οι Ελεγειακοί, οι Ιαμβογράφοι, οι Μελικοί και οι Χορικολυρικοί) και ακόμη των επιγραμμάτων της αλεξανδρινής εποχής (του Καλλίμαχου, του Ρουφίνου, του Πλάτωνος). 
Οι τελευταίες σχετικές εκδόσεις του είναι Ο ελληνιστικός μικρόκοσμος(Ηριδανός, 2009), οι Συνεκδοχές (2010) και το Ψαλτήριον του Δαυίδ, μεταφρασθέν υπό Α. Κάλβου (Ίκαρος, 2011).

Είχε γεννηθεί το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. 
Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. 
Βραβεύτηκε κατ’ επανάληψη με Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: 
Το 1987, το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου: 
Γιάννης Δάλλας «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». 
Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του. Επίσης έχει βραβευτεί με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του "Σολωμός και Κάλβος". 
Μετέχει στα πρώτα «Καβάφεια» της Αλεξάνδρειας, και προσκαλείται για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου του σε Πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη, Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) 
Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά από την Isabel Garcia Gálvez και εκτενής επιλογή του ποιητικού έργου του στα Ιταλικά από τον Massimo Cazzulo.
...............
περισσότερα εδώ

Ελένη Βακαλό — Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
A family is discovered dead from starvation after waiting fo Wellcome
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο 

δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε 

που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει 
να 
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, 
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας...

Ερωτήσεις:
1. Ο τίτλος δίνει και το θέμα του ποιήματος. Αφού μελετήσετε τις διαδοχικές φάσεις, από τις οποίες περνά ο «μικρός άνθρωπος» ώσπου να γίνει κακός, να απαντήσετε στις ερωτήσεις:

α) Γιατί στην αρχή ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται «μικρός» και «καλός»;
Ο άνθρωπος του ποιήματος χαρακτηρίζεται μικρός, διότι εκπροσωπεί το είδος των φιλήσυχων και αμέτοχων πολιτών που δεν έχουν ούτε το ψυχικό σθένος να στηρίξουν έμπρακτα το αγαθό και το κοινό καλό, μα ούτε και την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τους επέτρεπε να αντιληφθούν πως με την παθητική τους στάση επιτρέπουν απλώς στους ισχυρούς και στους έχοντες να καταδυναστεύουν τον λαό. 

Χαρακτηρίζεται μικρός, διότι είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος που η μόνη του έγνοια είναι πώς θα φροντίσει ώστε η δική του μετρημένη ζωή να παραμείνει αδιασάλευτη χωρίς δυσκολίες και αντιπαραθέσεις. 
Δεν είναι ένας άνθρωπος που θα τολμούσε ποτέ να εναντιωθεί στους κρατούντες και σε όποιον άλλον έθιγε τα συμφέροντα του απλού λαού, αφού η δική του επιθυμία είναι να μην εκθέτει τον εαυτό του σε ενδεχόμενους κινδύνους και αναστατώσεις. 
Έτσι, ενώ ένας μεγάλος άνθρωπος θα έδινε αγώνες για να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ο μικρός άνθρωπος προσπαθεί να αποφεύγει οποιαδήποτε ένταση και οποιαδήποτε έκφραση απόψεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως δεν είναι πλήρως υποταγμένος στη θέληση των αρχόντων.
Χαρακτηρίζεται, επίσης, καλός, εφόσον ως αμέτοχος και αδρανής δίνει ακριβώς αυτή την εντύπωση. 
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η ποιότητα αυτή του αποδίδεται ειρωνικά, αφού το να εκλαμβάνεσαι ως καλός μόνο και μόνο επειδή απέχεις από οποιαδήποτε δράση και μένεις περιχαρακωμένος στην ατομική σου ζωή και στα προσωπικά σου ζητήματα, δεν συνιστά ουσιαστική ένδειξη καλοσύνης. 
Καλός είναι ο άνθρωπος που υπηρετεί με πράξεις και με συνέπεια το καλό και το αγαθό∙ καλός δεν είναι ο άνθρωπος που απλώς δεν έχει κάνει τίποτε το κακό, αφού εν γένει αποφεύγει να δρα.

β) Ποια είναι η αιτία των μεταλλαγών του;
Η αλλαγή που παρατηρείται στον μικρό και καλό άνθρωπο της ιστορίας προκύπτει όταν συναντά στο δρόμο του έναν χτυπημένο άνθρωπο. 
Το θέαμα αυτό του προκαλεί στην αρχή, όπως είναι λογικό, μεγάλη συγκίνηση, όμως η συγκίνηση αυτή γρήγορα μεταλλάσσεται σε φόβο, κι ο φόβος τον οδηγεί σε μια συμπεριφορά -φαινομενικά- τελείως απρόσμενη. Η κύρια αιτία, επομένως, της μεταλλαγής του ανθρώπου του ποιήματος είναι ο φόβος.

γ) Ποιες είναι οι δικαιολογίες που επικαλείται κάθε φορά και ποιον εξυπηρετούν;

Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε


Το θέαμα του χτυπημένου ξυπνά στον «μικρό και καλό» άνθρωπο του ποιήματος το αίσθημα του φόβου, αφού θεωρεί ίσως πως στην ίδια θέση θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί κι ο ίδιος. Φοβάται τη βία, που θα μπορούσε να έχει υποστεί κι αυτός, φοβάται, όμως και την όποια συσχέτιση με τον χτυπημένο άνθρωπο.

Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει


Ενώ, λογικά, η πρώτη του κίνηση θα έπρεπε να είναι το να βρεθεί κοντά στον πληγωμένο συνάνθρωπό του, εντούτοις εκείνος το σκέφτεται «καλύτερα» και δεν προχωρά σ’ αυτή την αυτονόητη ενέργεια. 
Ο «φιλήσυχος» άνθρωπος του ποιήματος δεν θέλει να μπλέξει πλησιάζοντας τον χτυπημένο, αφού, πιθανώς, θεωρεί πως από τη στιγμή που θα βρεθεί κοντά του, θα είναι σαν να παίρνει το μέρος του σε ό,τι κι αν έχει συμβεί. 
Θα είναι, δηλαδή, σαν να παίρνει θέση. 
Δεν αντιλαμβάνεται την πράξη του αυτή ως πράξη φιλανθρωπίας, όπως θα έπρεπε, αλλά ως πηγή πιθανών προβλημάτων. Βρίσκει, μάλιστα, ως εύκολη δικαιολογία το γεγονός ότι όλο και κάποιος άλλος άνθρωπος θα δει τον χτυπημένο και θα του συμπαρασταθεί∙ τόσοι άνθρωποι περνούν από εκεί, οπότε, ακόμη κι αν εκείνος προσπεράσει, ο χτυπημένος δεν...
.............
η συνέχεια εδώ