να συναντηθούμε
κι όταν μας τέλειωσαν τα δάκρυα στείλαμε τα πουλιά στους
πεθαμένους φίλους μας
χιόνιζε, φυσούσε αγέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιά
κι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δεν
ξέρει το άστρο του πού τον οδηγεί
ώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ και
χιόνιζε, φυσούσε αγέρας και χτίσαμε το σπίτι μας με λίγη λησμονιά
κι απ’ όλες τις τύχες προτιμήσαμε εκείνη του ταξιδιώτη που δεν
ξέρει το άστρο του πού τον οδηγεί
ώσπου εξαγνιστήκαμε όπως αυτοί που έχουν πεθάνει εδώ και
χρόνια.
Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς
συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο,
Ω ελπίδες της νιότης μας μείνατε στη μέση του δρόμου. Εμείς
συνεχίσαμε
και να που φτάσαμε απόψε εδώ, σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο,
χωρίς αποσκευές, μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 481