SUNRISE IN THE HARBOR — By Leonid Afremov |
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμεποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;Μια γυναίκα φώναζε χτυπώντας το στεγνό στήθος της: «Δειλοίμου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σεις τα σκοτώσατε5κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδεςαφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή».Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δέντροένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του φώτιζε το πλευρό.
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια10αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρόμικοιτραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητεςείκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθιαείκοσι μερόνυχτα νιώθοντας ματωμένες τις κοιλιές των αλόγωνκι ούτε στιγμή να σταματήσουν για να πιουν το νερό της βροχής.15Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
Ούρλιαζε μια γυναίκα: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχταθα ήταν ωραία κάποτε σαν εσένα20με στόμα υγρό, τις φλέβες ζωντανές κάτω απ’ το δέρμαμε την αγάπη.
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσειςκι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.
greek-language |