Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Κωστής Παλαμάς - Το Τραγούδι των προσφύγων

Αφιερωμένο στον κ. Σίμο Μενάρδο

...Για την καινούργια γέννα
όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθη
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.


Μα πως τα μάγια λύθηκαν! Πως έκαμε η κατάρα
την όψη σου όψη κλαίουσας γυρτής προς μνήμα ιτιάς!
καμιά κορδή σου ας μη σου μείνη ασύντριφτη, κιθάρα
της δάφνης και της λεβεντιάς! 

Όχι, Μακριά κι η απελπισία, μακριά και οργή και θρήνος!
Στο μαύρο απάνου Γολγοθά των εθνικών καημών,
θείε Άγγελε του τραγουδιού βοήθα ν’ ανθίση 
ο κρίνος των Ευαγγελισμών!. 
Νεκροί, σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια
και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατολής,
τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια,
βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής. 

Ας ριζωθούν, α! να στοιχειώσουν ύστερα, μυστήρια,
και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα, να γενούν, 

αίματα, νεύρα και θύμα και χέρια εκδικητήρια.

Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν! 

Κ’ εσείς! Χαρά και η φτώχια σας, του όλβου κι εσείς καμάρια,
ικέτες τώρα απλώνοντας το δίσκο του χεριού,
της αργατιάς της αρχοντιάς δαρμένο, απομεινάρια 
της φλόγας και του μαχαιριού, τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας, 
σπίτια, αγαθά, θεία δώρα,
παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα: πουλιά,
όπου όργωνε ο έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,
πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά. 

Στάχια όπου χρύσωναν τη γη μαυρολογών κοράκου
Τα δάκρυα καταπίνονται, ζητάτε (όϊ με η στιγμή
που σας τρυπάει τα σωθικά σαράκι και φαρμάκι!) 

γωνιά ζητάτε και ψωμί. 
Κι ό,τι θα αισθάνεστε πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα 
και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριάς παιδιά
κι ό,τι ζητάτε ανείπωτο, το ξέρω είναι μια στάλα αγάπη και καλή καρδιά.
Και οι λυτρωμένοι, αλύτρωτοι. Κι’ οι αλύτρωτοι εδώ πέρα.
δώστε να ιδούν του λυτρωμού μια χάρη, όσο φτωχή.
Η Ελλάδα μια, ακομάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα,
μια των Ελλήνων η ψυχή!
Τύραννος όταν ή όλεθρος καίει στου πιστού το σπίτι
τα’ άγια κονίσματα, του καίει τον ιερό ναό,
του μένει η πίστη σαν εικόνα εντός του αχειροποίητη
στον ένα αόρατο Θεό. 

Τέτοια η πατρίδα. Θεός κι αυτή. Απάνου από τα σπίτια,
απάνου από τα χώματα κι από τ’ αμπελοφύτια,
μια ειν’ η πατρίδα, και παντού. 

Μια ειν’ η Πατρίδα των αιμάτων και δραμάτων, το άστρο
της Ιστορίας το πολικό, του τραγουδιού τροφή,
χωρίς καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο,
κι η προσταγή της: Αδελφοί! 

Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος
μακριά! Στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών,
βοήθα, Άγγελε του Τραγουδιού, ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος
των Ευαγγελισμών. 


3 του Νοέμβρη 1922

Αυτό είναι το «Τραγούδι των προσφύγων»

Ο Παλαμάς, με ημερομηνία 3/11/1922 το έγραψε και στις 8/12/22 το απήγγειλε η Κούλα Ζερβού Αγκωνάκη σε μια προεσπερίδα που οργάνωσε η ίδια για τους πρόσφυγες, μαζί με τον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός».

Ο Παλαμάς ένιωσε τον σφυγμό των ξεριζωμένων Ελλήνων αλυτρώτων, που λαβωμένοι με χαίνουσες ακόμη πληγές από το μαρτυρικό χαμό τόσων δικών τους, να σέρνονται ξεβράσματα μιας φουρτούνας αδοκίμαστης στην μακραίωνη ιστορία του γένους μας, ριγμένοι στις ακρογιαλιές της ελεύθερης πατρίδας μας.

Πρόσφυγες διωγμένοι από την πατρώα γη τους γέμιζαν με πόνο και τα κουρέλια τους τα λιμάνια, τους δρόμους, τις πλατείες των Ελληνικών πόλεων, σαστισμένοι στο κακό που τους βρήκε, αλλά και στις συνέπειες για όλους τους Έλληνες γενικά. Το ποίημα αυτό ο Παλαμάς το ενσωμάτωσε στη συλλογή του «Πεντασύλλαβοι και Παθητικά Κρυφομιλήματα», μια σειρά δηλαδή με τίτλο «Επικοί καιροί».
Έγραψε στο ίδιο πνεύμα και τους «Λύκους», κι αυτό Τυρταιϊκού τύπου τραγούδι, κραυγή πόνου και οργής. Δημοσιεύθηκε στη «Μούσα» τον Οκτώβριο του 1922 και το έγραψε κατά τις ημερομηνίες 27/8 – 2/9 και 7/9 του 1922. Το «Τραγούδι των Προσφύγων», είναι ταυτόχρονα και μια αισιόδοξη λυτρωτική λύση στο δράμα της εθνικής ψυχής γενικά. Αμφότερα αυτά τα ποιήματα του Παλαμά είναι μια νέα παραλλαγή της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας, με τον Ανταίο που αποκτούσε δύναμη ξαναπατώντας στη μάνα γη ή του φοίνικα που ορμούσε σε νέες πτήσεις μέσα απ’ τα αποκαΐδια.
Ο Παλαμάς γαληνεύει και ενθαρρύνει για γέννηση ελπίδας και νέα ριζώματα, νέα δημιουργία, σπόρο εθνικού ξαναγεννημού. Πράγματι η προφητεία του επαληθεύτηκε, η συμβολή των προσφύγων στην οργάνωση της νέας Ελληνικής ζωής, ήταν άνθισμα στον εθνικό μας βίο προς τα εμπρός. 

Πέραν της αισθητικής τους αρτιότητας, τα δυο ποιήματα των «Επικών καιρών, και της απόλυτα αριστοτεχνικής επεξεργασίας του θέματος, η αρμονία κι η μουσικότητα ανώτερης ομορφιάς. Και σε άλλα ποιήματά του ο Παλαμάς αναφέρεται στο μικρασιατικό δράμα του 1922.

Μιχάλης Μιχαηλίδης


 http://mikrasiatis.gr