Charles Burchfield's The East Wind from 1918 |
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τρένα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε.
Μεγάλα σιδερένια κράνη κλείναν τον ορίζοντα.
Γυάλιζε η άσφαλτος βρεγμένη. Πίσω απ' τα παράθυρα
καθαρίζοντας λίγα ξερά κουκκιά σωπαίναν οι γυναίκες.
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ' το δρόμο κι απ' τον κόσμο τη ζεστασιά.
Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό
δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Πόσο χλωμή είσαι, αγαπημένη μου!
Σαν να χτυπούσε η πόρτα μας τη νύχτα. Η μητέρα σου
σέρνοντας τα χοντρά της τσόκαρα πήγαινε ν’ ανοίξει.
Κανείς. Κανείς, ξανάλεγε. Ο αγέρας θάναι.
Εμείς σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο. Γιατί ξέραμε,
το ξέραμε, αγαπημένη μου, πως δεν ήταν ο άνεμος.
Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίναν έξω από την πόρτα μας.
Κοίταξε πως ρήμαξε η γειτονιά μας, αγαπημένη μου.
Ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες στις χαραμάδες των σπιτιών
οι τοίχοι μουσκεύουνε, φουσκώνουν, ύστερα γκρεμίζονται.
Πού πήγαν τόσοι γείτονες μας, χωρίς να μας χαιρετήσουν
αφήνοντας μισοασβεστωμένο το πεζούλι τους
το χαμόγελό τους μισοτελειωμένο.
Έτσι να στρίψει κανείς τη γωνιά και δεν τον ξαναβλέπουμε.
Λέγαμε καλημέρα κι έπεφτε άξαφνα το βράδυ.
Πού πάνε λοιπόν τόσα παιδιά;
Κ’ εκείνος ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωϊνά
ντουφεκίστηκε
κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα χαμογελώντας
ντουφεκίστηκε
και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα –το θυμάσαι αλήθεια-
ντουφεκίστηκε.
Το καρότσι του αναποδογυρισμένο σε μια γωνιά.
Η αγαπημένη τους θα κοιτάει τώρα κατάματα τη νύχτα
θα χώνει σαν σκυλί το πρόσωπο και θα μυρίζει το πουκάμισό τους.
Κι ο ταχυδρόμος που άνοιγε με τη φωνή του τα παράθυρα
ντουφεκίστηκε.
Πάρε λοιπόν το κόκκινο στόμα σου από κοντά μου, Μαρία.
Κρυώνω.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Αγαπημένη μου
σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ό,τι μπορώ να σου πω με λόγια
θάθελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες
κι όμως, αγαπημένη μου,
δε μπορούσα
δεν μπορούσα πια να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε.
Κλείναμε πίσω μας την πόρτα και κρυώναμε
κλείναμε τα παράθυρα και κρυώναμε πιο πολύ
και καθώς γύριζα να δω τα μάτια σου
έβλεπα τα μάτια της γειτόνισσας που της σκότωσαν τέσσερα
παιδιά
και καθώς άπλωνα να βρω το χέρι σου
ήταν σαν νάκλεβα το ψωμί από το χέρι των πεινασμένων.
Μ’ αγκάλιαζες
Μα εγώ πάνω απ’ τον ώμο σου κοίταζα το δρόμο.
Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά.
Αφουγκραζόμαστε από τ' ανοιχτό παράθυρο μακριά
το βήμα των μελλοθάνατων.
Πώς να ζεστάνει πια η κουβέρτα μας με τόση παγωνιά
πώς να μας προστατέψει η πόρτα μας απ’ όλη αυτήν τη νύχτα.
Ανάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Τι θ’ απογίνουμε αγαπημένη;
Αγαπημένη μου, ακούς;
Όχι, δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο μακριά
Θάλεγες πως χιλιάδες βήματα κατηφορίζουνε στους δρόμους
Χιλιάδες αρβύλες που βροντάνε τα καρφιά τους πάνω στην
άσφαλτο.
Πού πάνε; Πώς μπορούν και φεύγουν;
Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου,
πώς θάναβα μια λάμπα αφού δε θάτανε για να σε δω
πώς να κοιτάξω έναν τοίχο που δε θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου
πώς ν’ ακουμπήσω σ’ ένα τραπέζι που δε θ’ ακουμπάς τα χέρια σου
μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;
Μα όσο πάει και μεγαλώνει αυτός ο θόρυβος.
Δεν έχει τόπο να κοιμηθείς. Γωνιά δεν είναι
να καθίσεις.
Όχι, δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο βαθιά.
Κόψε λοιπόν, αγαπημένη, το σεντόνι μας
σκίσε το φόρεμά σου και βούλωσε τις χαραμάδες.
Οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά στον μπόγο τους όλο το σπιτικό τους,
γιατί όλο το σπιτικό τους δεν είναι
παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κι αγάπη τους για την ζωή.
Ύστερα φιλιούνται και χάνονται μέσα στη νύχτα.
Ύστερα μένουμε εμείς. Πού μένουμε; Γιατί μένουμε;
Πώς θάνοιγα μια πόρτα όταν δε θάτανε για να σε συναντήσω
πώς να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θάναι για να σε βρω.
Όχι, δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου.
Μα απόψε, σ’ όλες τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι.
Δώσε μου μια στιγμή το στόμα σου. Κι ετοίμασέ μου τον
μπόγο μου, Μαρία.
Συλλογή: «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας Ι» 1952
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 1ος, σελ. 51-55