«Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε να ’χουμε μια πόρτα, έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για να ’χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε».
Πράγματι, στην ποίηση του Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος για ένα όμορφο μέλλον, που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους. Ο ποιητής μετουσιώνει σε στίχους την κομμουνιστική του ιδεολογία, και μ’ αυτούς τους στίχους ξεσηκώνει τα πλήθη. Ένας ποιητής, όμως, που με πάθος αποζητά την ομορφιά της ζωής και την ευτυχία του κόσμου, δεν μπορεί παρά να γράφει, με το ίδιο πάθος, για τη γυναίκα και τον έρωτα:
«… για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι’ αυτό έγινε ο κόσμος…».
Έτσι, ο Λειβαδίτης, «ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας», εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Στους στίχους του, απαντούν όλες οι μορφές του έρωτα: ο ιδανικός και ακατάλυτος, ο εφήμερος, ο παράνομος, ο απελπισμένος, ο εκδικητικός κι ο έρωτας που, τελικά, δεν ήρθε ποτέ… Η γυναίκα κατέχει, επίσης, μιαν εξέχουσα θέση στο έργο του Λειβαδίτη: η νέα, η μεσόκοπη, η σύζυγος, η μητέρα, η αγαπημένη, η προδομένη, η αναρχική, η άπιστη, η ανέραστη, η πόρνη…
Το έργο του Λειβαδίτη «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» είναι αφιερωμένο στη γυναίκα του Μαρία, η οποία ήταν γι’ αυτόν όχι μόνον το στήριγμα στα σκληρά χρόνια της εξορίας του, αλλά ο φύλακας – άγγελος σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Στο έργο αυτό υπάρχει έντονο το ερωτικό στοιχείο. Οι προσφωνήσεις «Αγαπημένη μου», ή «Αγάπη μου», ή απλά «Μαρία» θα έλεγα πως επαναλαμβάνονται σαν ηχώ επίμονη κι αδιάκοπη, από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου:
- «Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου…;»
- «Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί».
- «Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή».
Ο Λειβαδίτης γράφει για την «αγαπημένη» στίχους αναφερόμενους ακόμα και στο μακρινό εκείνο παρελθόν που την περίμενε, προτού ακόμη τη γνωρίσει:
«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου…
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου ά-
πλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου».
Στίχοι κατακλυσμένοι από έναν έρωτα που, παρά τη φτώχια, κατάφερνε να ομορφαίνει τη ζωή:
- «Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε…
Πόσο είταν όμορφο να ζει κανείς».
- «Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνού-
σα το τρύπιο πάτωμα
έλεγα κιόλας, να, μες απ’ τις τρύπες του
όπου και να ’ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα».
Ο έρωτας στην κορύφωσή του! Κι η έμπνευση του Λειβαδίτη αστείρευτη! Και με το ίδιο ακριβώς πάθος, που ο ποιητής γράφει για τους συντρόφους του, για τους πεινασμένους και τους αδικημένους όλου του κόσμου, γράφει και για την «αγαπημένη»του· για τον λαιμό της, τα μαλλιά της, το στόμα της, τα μάτια της:
- «Εν’ ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου».
- «Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…».
- «Τα μάτια σου
α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου
όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου
τα τραγούδια
όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα…».
Ο ερωτευμένος, μέσα στους στίχους του ποιητή, απαιτεί και διεκδικεί:
«Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος
μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς; Ακούς;».
Ο ερωτευμένος προσεύχεται:
«Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ κ’ εκείνη να πε-
θάνουμε μαζί».
Ο ερωτευμένος ευγνωμονεί:
«Α, θα ’θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας
σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα».
Ο ερωτευμένος εκστασιάζεται:
«Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή».
Ο ερωτικός λόγος του Λειβαδίτη διανθίζεται συχνά από υπέροχες εικόνες της φύσης, από μεταφορές και παρομοιώσεις. Κινήσεις απλές, καθημερινές, που μετατρέπονται σε ιερή τελετουργία, σε μυστήριο, σε θαύμα:
«Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού
ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.
Σαν μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια τα εσώρουχά σου πάνω
στην καρέκλα».
Κάποτε, η κοινωνική αλληλεγγύη συνεπάγεται τη θυσία της ερωτικής ευδαιμονίας, και επιβάλλει τον χωρισμό. Κι ο Λειβαδίτης, μ’ έναν τρόπο εκπληκτικό, αναφέρεται συχνά στον πόνο αυτού του χωρισμού:
«… η στέγη ολόγυρα θα στάζει
από ένα παλιό σεντόνι θα ράβεις τα ρουχαλάκια του παιδιού
μας
θα μπαλώνεις με την πίκρα σου το κενό του χωρισμού».
Κι όμως, στην ποίηση του Λειβαδίτη αυτή η πίκρα κυοφορεί την ελπίδα για την επανασύνδεση και για ένα καλύτερο αύριο, όχι μόνο για τους ερωτευμένους, αλλά για όλους τους ανθρώπους:
«… αντίο.
Για να πάρει τέλος πια η αδικία στον κόσμο…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα κι όλα τα τραγούδια
θα ’ναι δικά μας».
Ο Λειβαδίτης με τα ίδια πύρινα λόγια, με τα οποία διακηρύσσει τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, βροντοφωνάζει και την αγάπη:
«Θα ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται
με τον ήλιο…
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ».
Το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και σε άλλα έργα του Λειβαδίτη, όπως στο ποίημα με τον τίτλο «Σε περιμένω παντού» από τη συλλογή «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»:
«… Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου…».
Στη «Συμφωνία αριθ. 1», ο Λειβαδίτης γράφει:
«Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο
κοιτάζονται στα μάτια, γεράσανε
δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα
πόλεμοι, φτώχια, δισταγμοί
η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις – έφυγε η ζωή».
Μια πικρή διαπίστωση για τον έρωτα που σε κάποιους δεν έφθασε ποτέ …
Στην ίδια συλλογή, μια άλλη εικόνα του έρωτα, «…σε κείνα τα φτηνά χιλιοτραγουδισμένα συνοικιακά ξενοδοχεία…»· η θλιβερή μορφή του έρωτα από απελπισία ή μοναξιά, για λησμονιά ή εκδίκηση ή για κάποιο πρόσκαιρο «γλέντι» σ’ αυτή τη λιγοστή ζωή…:
«Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα
στις πόρτες
φθαρμένα από ανήσυχα ταραγμένα χέρια…
απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν
τη μοναξιά
κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση
ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια να
βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό
κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεν-
τάει κανείς.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κα-
τορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλλα της α-
πόχτησης».
Στο τέλος της 2ης ενότητας της «Συμφωνίας αριθ.1» ο Λειβαδίτης καταγράφει την οδύνη και τη συντριβή που προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή ο απελπισμένος έρωτας:
«“Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον”, έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες – σαν ένα μικρό παιδικό
φέρετρο μέσα στη σκόνη…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυ-
θίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη – …
… Ποδοπάτησέ με, να ’χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις».
Ο έρωτας και ο θάνατος αποτελούν το δίδυμο τραγικό μοτίβο στο δραματικό έργο «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» [με υπότιτλο «Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία»]. Πρωταγωνιστές: μια παντρεμένη γυναίκα, ο εραστής της, ο απατημένος σύζυγος· δευτεραγωνιστές: ο ζητιάνος – έξω στο δρόμο – , ο ζωγράφος – μόνιμος ένοικος του δωματίου 38 – , ο υπάλληλος του ξενοδοχείου
«κι οι τρεις μεσόκοπες καμαριέρες
απ’ αυτές που στρώνουν τα ερωτικά κρεβάτια
κι οι ίδιες αυτές δεν αγαπήθηκαν ποτέ
απ’ αυτές
με τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια των αλόγων
που τα ξεχάσαν μες στο χιόνι…».
Ο Λειβαδίτης χτίζει αυτό το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, με μιαν απαράμιλλη τεχνική, και ψυχογραφεί σε βάθος όλα τα πρόσωπα. Η κορύφωση – λύση του δράματος επέρχεται προς το τέλος του έργου:
«Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν σύντομα, όπως, άλλω-
στε, και το κάθε τι
σ’ αυτόν τον κόσμο – το αυτοκίνητο των πρώτων βοηθειών,
ο διευθυντής του τμήματος, οι περαστικοί που χαζεύουν,
το φορείο με τον τραυματισμένο εραστή, και σε λίγο
τα δυο σκεπασμένα πτώματα…
… Έτσι, για μια ακόμα φορά, μέσα σε
τούτο το πανάθλιο ξενοδοχείο
γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συχώ-
ρεσης – …
… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη αβε-
βαιότητα του έρωτα…».
Οι κατάρες του ερωτευμένου γι’ αυτόν ή αυτή που τον έκανε να πονέσει βαθιά αποτελούν ένα σύνηθες μοτίβο στην ποίηση, από την αρχαιοελληνική τραγωδία και τον ελληνιστικό «μίμο» («Μήδεια» του Ευριπίδη, «Φαρμακεύτρια» του Θεοκρίτου) μέχρι και το δημοτικό μας τραγούδι. Το μοτίβο αυτό απαντά και στον Λειβαδίτη:
«… Δέντρα , καλά μου δέντρα, που ακουμπήσαμε, γενήτε νεκρο-
κρέβατα να την ξαπλώσουν…»
(«Δημοτικό α΄»).
Κατάρες, βέβαια, που – τις περισσότερες φορές – ξεστομίζονται από κάποιον που εξακολουθεί ν’ αγαπά, παρόλο που προδόθηκε ή λησμονήθηκε:
«…Κι όταν σε βάλουνε στη γη, στη γη και στο κρύο χώμα
εγώ να γίνω ο τάφος σου, να σ’ αγκαλιάζω αιώνια»
(«Δημοτικό β΄»).
Το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και σε αρκετά άλλα ποιήματα του Λειβαδίτη, στη συλλογή με τον τίτλο«Ποιήματα», όπως: «Μια γυναίκα», «Αιωνιότητα», «Αναπότρεπτο», «Έρωτας», «Ο αιώνιος διάλογος», «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος» και «Σε παλιό στυλ».
Και μόνον από το δίστιχο – με τον τίτλο «Έρωτας» – θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο Λειβαδίτης ως ένας από τους βαθιά ερωτικούς ποιητές όλων των εποχών:
«Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε».
Τελειώνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ακλόνητη πεποίθησή μου πως οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη, του μεγίστου και διαχρονικού αυτού ποιητή, στους οποίους το αγωνιστικό - ηρωικό και το έντονο ερωτικό στοιχείο συνυπάρχουν με τον πιο αρμονικό τρόπο, αποτελούν έναν αιώνιο ύμνο για την ίδια τη ζωή:
«Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη
σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη –
απ’ τη ζωή»
(Από τη «Συμφωνία, αριθ. 1»).
* Η κ. Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επικ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια