Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Νίκος Γκάτσος — 2. «Μεγάλη Δευτέρα» «Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου / που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.»


«Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Το Άλφα και το Ωμέγα.
Περίμενέ με μάνα μου, περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
Ο γεωμέτρης του αχανούς.
Ο ποιμήν των αστέρων.
Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.
ο κυβερνήτης των Αριθμών.
Ο δαμαστής των σημείων.
Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.
Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.»
itzikas

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Βραδινή ἐξομολόγηση

Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κ’ ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Τόση ομορφιά καθώς δύει ο ήλιος στη Λακωνική Μάνη
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν
νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;

Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.

Συλλογή, ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - «Ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας», ο παθιασμένος και με τον Έρωτα

Hellelil and Hildebrand or The Meeting on the Turret Stairs
the final embrace of two lovers
Ο έρωτας στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη 
της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου

«Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε να ’χουμε μια πόρτα, έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για να ’χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε».


Πράγματι, στην ποίηση του Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος για ένα όμορφο μέλλον, που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους. Ο ποιητής μετουσιώνει σε στίχους την κομμουνιστική του ιδεολογία, και μ’ αυτούς τους στίχους ξεσηκώνει τα πλήθη. Ένας ποιητής, όμως, που με πάθος αποζητά την ομορφιά της ζωής και την ευτυχία του κόσμου, δεν μπορεί παρά να γράφει, με το ίδιο πάθος, για τη γυναίκα και τον έρωτα:

«… για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι’ αυτό έγινε ο κόσμος…».


Έτσι, ο Λειβαδίτης, «ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας», εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Στους στίχους του, απαντούν όλες οι μορφές του έρωτα: ο ιδανικός και ακατάλυτος, ο εφήμερος, ο παράνομος, ο απελπισμένος, ο εκδικητικός κι ο έρωτας που, τελικά, δεν ήρθε ποτέ… Η γυναίκα κατέχει, επίσης, μιαν εξέχουσα θέση στο έργο του Λειβαδίτη: η νέα, η μεσόκοπη, η σύζυγος, η μητέρα, η αγαπημένη, η προδομένη, η αναρχική, η άπιστη, η ανέραστη, η πόρνη…

Το έργο του Λειβαδίτη «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» είναι αφιερωμένο στη γυναίκα του Μαρία, η οποία ήταν γι’ αυτόν όχι μόνον το στήριγμα στα σκληρά χρόνια της εξορίας του, αλλά ο φύλακας – άγγελος σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Στο έργο αυτό υπάρχει έντονο το ερωτικό στοιχείο. Οι προσφωνήσεις «Αγαπημένη μου», ή «Αγάπη μου», ή απλά «Μαρία» θα έλεγα πως επαναλαμβάνονται σαν ηχώ επίμονη κι αδιάκοπη, από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου:

- «Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου…;»

- «Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί».

- «Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή».


Ο Λειβαδίτης γράφει για την «αγαπημένη» στίχους αναφερόμενους ακόμα και στο μακρινό εκείνο παρελθόν που την περίμενε, προτού ακόμη τη γνωρίσει:

«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου…
Έτσι έζησα. Πάντοτε.

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου ά-
πλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου».


Στίχοι κατακλυσμένοι από έναν έρωτα που, παρά τη φτώχια, κατάφερνε να ομορφαίνει τη ζωή:

- «Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε…
Πόσο είταν όμορφο να ζει κανείς».

- «Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνού-
σα το τρύπιο πάτωμα
έλεγα κιόλας, να, μες απ’ τις τρύπες του
όπου και να ’ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα».


Ο έρωτας στην κορύφωσή του! Κι η έμπνευση του Λειβαδίτη αστείρευτη! Και με το ίδιο ακριβώς πάθος, που ο ποιητής γράφει για τους συντρόφους του, για τους πεινασμένους και τους αδικημένους όλου του κόσμου, γράφει και για την «αγαπημένη»του· για τον λαιμό της, τα μαλλιά της, το στόμα της, τα μάτια της:

- «Εν’ ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου».

- «Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…».

- «Τα μάτια σου
α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου
όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου
τα τραγούδια
όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα…».


Ο ερωτευμένος, μέσα στους στίχους του ποιητή, απαιτεί και διεκδικεί:

«Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος
μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς; Ακούς;».


Ο ερωτευμένος προσεύχεται:

«Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ κ’ εκείνη να πε-
θάνουμε μαζί».


Ο ερωτευμένος ευγνωμονεί:

«Α, θα ’θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας
σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα».


Ο ερωτευμένος εκστασιάζεται:

«Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή».

Ο ερωτικός λόγος του Λειβαδίτη διανθίζεται συχνά από υπέροχες εικόνες της φύσης, από μεταφορές και παρομοιώσεις. Κινήσεις απλές, καθημερινές, που μετατρέπονται σε ιερή τελετουργία, σε μυστήριο, σε θαύμα:

«Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού
ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.
Σαν μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια τα εσώρουχά σου πάνω
στην καρέκλα».


Κάποτε, η κοινωνική αλληλεγγύη συνεπάγεται τη θυσία της ερωτικής ευδαιμονίας, και επιβάλλει τον χωρισμό. Κι ο Λειβαδίτης, μ’ έναν τρόπο εκπληκτικό, αναφέρεται συχνά στον πόνο αυτού του χωρισμού:

«… η στέγη ολόγυρα θα στάζει
από ένα παλιό σεντόνι θα ράβεις τα ρουχαλάκια του παιδιού
μας
θα μπαλώνεις με την πίκρα σου το κενό του χωρισμού».


Κι όμως, στην ποίηση του Λειβαδίτη αυτή η πίκρα κυοφορεί την ελπίδα για την επανασύνδεση και για ένα καλύτερο αύριο, όχι μόνο για τους ερωτευμένους, αλλά για όλους τους ανθρώπους:

«… αντίο.
Για να πάρει τέλος πια η αδικία στον κόσμο…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα κι όλα τα τραγούδια
θα ’ναι δικά μας».


Ο Λειβαδίτης με τα ίδια πύρινα λόγια, με τα οποία διακηρύσσει τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, βροντοφωνάζει και την αγάπη:

«Θα ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται
με τον ήλιο…
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ».


Το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και σε άλλα έργα του Λειβαδίτη, όπως στο ποίημα με τον τίτλο «Σε περιμένω παντού» από τη συλλογή «Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»:

«… Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα
εγώ θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου…».

Στη «Συμφωνία αριθ. 1», ο Λειβαδίτης γράφει:

«Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο
κοιτάζονται στα μάτια, γεράσανε
δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα
πόλεμοι, φτώχια, δισταγμοί
η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις – έφυγε η ζωή».


Μια πικρή διαπίστωση για τον έρωτα που σε κάποιους δεν έφθασε ποτέ …

Στην ίδια συλλογή, μια άλλη εικόνα του έρωτα, «…σε κείνα τα φτηνά χιλιοτραγουδισμένα συνοικιακά ξενοδοχεία…»· η θλιβερή μορφή του έρωτα από απελπισία ή μοναξιά, για λησμονιά ή εκδίκηση ή για κάποιο πρόσκαιρο «γλέντι» σ’ αυτή τη λιγοστή ζωή…:

«Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα
στις πόρτες
φθαρμένα από ανήσυχα ταραγμένα χέρια…
απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν
τη μοναξιά
κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση
ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια να
βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό
κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεν-
τάει κανείς.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κα-
τορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλλα της α-
πόχτησης».


Στο τέλος της 2ης ενότητας της «Συμφωνίας αριθ.1» ο Λειβαδίτης καταγράφει την οδύνη και τη συντριβή που προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή ο απελπισμένος έρωτας:

«“Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον”, έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες – σαν ένα μικρό παιδικό
φέρετρο μέσα στη σκόνη…
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυ-
θίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη – …
… Ποδοπάτησέ με, να ’χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις».


Ο έρωτας και ο θάνατος αποτελούν το δίδυμο τραγικό μοτίβο στο δραματικό έργο «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» [με υπότιτλο «Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία»]. Πρωταγωνιστές: μια παντρεμένη γυναίκα, ο εραστής της, ο απατημένος σύζυγος· δευτεραγωνιστές: ο ζητιάνος – έξω στο δρόμο – , ο ζωγράφος – μόνιμος ένοικος του δωματίου 38 – , ο υπάλληλος του ξενοδοχείου

«κι οι τρεις μεσόκοπες καμαριέρες
απ’ αυτές που στρώνουν τα ερωτικά κρεβάτια
κι οι ίδιες αυτές δεν αγαπήθηκαν ποτέ
απ’ αυτές
με τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια των αλόγων
που τα ξεχάσαν μες στο χιόνι…».


Ο Λειβαδίτης χτίζει αυτό το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, με μιαν απαράμιλλη τεχνική, και ψυχογραφεί σε βάθος όλα τα πρόσωπα. Η κορύφωση – λύση του δράματος επέρχεται προς το τέλος του έργου:

«Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν σύντομα, όπως, άλλω-
στε, και το κάθε τι
σ’ αυτόν τον κόσμο – το αυτοκίνητο των πρώτων βοηθειών,
ο διευθυντής του τμήματος, οι περαστικοί που χαζεύουν,
το φορείο με τον τραυματισμένο εραστή, και σε λίγο
τα δυο σκεπασμένα πτώματα…

… Έτσι, για μια ακόμα φορά, μέσα σε
τούτο το πανάθλιο ξενοδοχείο
γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συχώ-
ρεσης – …

… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη αβε-
βαιότητα του έρωτα…».


Οι κατάρες του ερωτευμένου γι’ αυτόν ή αυτή που τον έκανε να πονέσει βαθιά αποτελούν ένα σύνηθες μοτίβο στην ποίηση, από την αρχαιοελληνική τραγωδία και τον ελληνιστικό «μίμο» («Μήδεια» του Ευριπίδη, «Φαρμακεύτρια» του Θεοκρίτου) μέχρι και το δημοτικό μας τραγούδι. Το μοτίβο αυτό απαντά και στον Λειβαδίτη:

«… Δέντρα , καλά μου δέντρα, που ακουμπήσαμε, γενήτε νεκρο-
κρέβατα να την ξαπλώσουν…»
 
(«Δημοτικό α΄»).

Κατάρες, βέβαια, που – τις περισσότερες φορές – ξεστομίζονται από κάποιον που εξακολουθεί ν’ αγαπά, παρόλο που προδόθηκε ή λησμονήθηκε:

«…Κι όταν σε βάλουνε στη γη, στη γη και στο κρύο χώμα
εγώ να γίνω ο τάφος σου, να σ’ αγκαλιάζω αιώνια»
 
(«Δημοτικό β΄»).

Το ερωτικό στοιχείο υπάρχει και σε αρκετά άλλα ποιήματα του Λειβαδίτη, στη συλλογή με τον τίτλο«Ποιήματα», όπως: «Μια γυναίκα», «Αιωνιότητα», «Αναπότρεπτο», «Έρωτας», «Ο αιώνιος διάλογος», «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος» και «Σε παλιό στυλ».

Και μόνον από το δίστιχο – με τον τίτλο «Έρωτας» – θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο Λειβαδίτης ως ένας από τους βαθιά ερωτικούς ποιητές όλων των εποχών:

«Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε».

Τελειώνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ακλόνητη πεποίθησή μου πως οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη, του μεγίστου και διαχρονικού αυτού ποιητή, στους οποίους το αγωνιστικό - ηρωικό και το έντονο ερωτικό στοιχείο συνυπάρχουν με τον πιο αρμονικό τρόπο, αποτελούν έναν αιώνιο ύμνο για την ίδια τη ζωή:

«Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη
σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη –
απ’ τη ζωή»


(Από τη «Συμφωνία, αριθ. 1»).

* Η κ. Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επικ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια

Τάσος Λειβαδίτης — Η βροχή στην ποίησή του

Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει (απόσπασμα)

Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;
Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…



Σελήνη 20 ημερών (απόσπασμα)

Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;
Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ” έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.
Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Αγαπημένη μου (απόσπασμα)

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.

Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα

όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα
μάτια σου…
Έτσι έζησα. Πάντοτε.

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (αποσπάσματα)

Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.

Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε...
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ'το δρόμο κι απ' τον κόσμο την ζεστασιά....
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως να 'χες κιόλας πεθάνει
τόση είταν η νύχτα κ' η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι

όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Κ' είταν σα να'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη....
''Τι ώρα νάναι μες στη νύχτα
τι ώρα νάναι μες στη βροχή
τι ώρα νάναι απόψε σ' όλη τη γη!
Τι ώρα νάναι. [...]''


Tο υπόγειο 

Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,

μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)


Σχέδιο με βροχή

«Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει.
Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό
τσαλακωμένα χαρτιά [που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή,
θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι,
δε βλέπετε,αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά
γράμματα,
λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό,
χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων,
αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό-
γραφα
λησμονημένων ποιητών.
Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί
σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν.
ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.»

Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν
μυστηριώδεις υποθέσεις – την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα
τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα
παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά
ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως
όλα θα τελειώσουν κάποτε.
Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο
γερνάνε γίνονται πιο ξένοι

κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς
σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο
ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;

Ὁ μουσικὸς

…… Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα»,
…… ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.
ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40

Ποῦ εἶσαι

Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε... ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…
«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε
Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε
«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω

Ποῦ εἶσαι;

Αλλά τα βράδια (απόσπασμα)

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται… 
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών…
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου...
Δος μου το χέρι σου...

Χωρὶς ἐπάγγελμα

……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.

Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24

Ἐξόφληση

……Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες.
……Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τοὺς εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου.
……Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω.
……Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά.
……Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.

συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Μίλτος Σαχτούρης - Τα δώρα

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα

σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

















Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό


Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής


youtube
Το κύριο πρόσωπο του ποιήματος εδώ είναι ο ποιητής. Μέσα από εικόνες της καθημερινής ζωής το ποίημα αναφέρεται με συμβολικό τρόπο στη σχέση του ποιητή με τους ανθρώπους. Προέρχεται από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Σαχτούρη Παραλογαίς (1948).

Η παράθεση του υλικού είναι σκηνοθετημένη έτσι ώστε να μοιάζει με παραμύθι, "παραλογή", λέξη πολύσημη (δημοτικό τραγούδι - μπαλάντα με υπαινιγμό στο παράλογο) (Mario Vitti)

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Οι ενέργειες του ποιητή
Α΄ στροφική ενότητα:


Τα δώρα των ανθρώπων στον ποιητή
«Σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα» (υπερρεαλιστικό στοιχείο), σύμβολο ζωής πάλλουσας, ενέργειας, χαράς, πάθους και αισιοδοξίας. Αν και κανένα από τα χρώματα δε λειτουργεί μέσα στην ποίηση του Σαχτούρη ως μονοσήμαντα θετικό ή μονοσή­μαντα αρνητικό (Δ.Ν. Μαρωνίτης), η εικόνα μας παραπέμπει στη θετική διάθεση και τον ενθουσιασμό του ποιητή, καθώς δέχεται τις προσφορές – ειλικρινή και καθολική αποδοχή, συμπάθεια και αγάπη από τους ανθρώπους γύρω του.
Τα δώρα που προσφέρονται στον ποιητή είναι κατά σειρά:

ένα χαμόγελο από μια γυναίκα, ένα χαμόγελο που γεφυρώνει τις αποστάσεις, που πλουτίζει εκείνον που το δέχεται, χωρίς να φτωχαίνει εκείνον που το δίνει:
«Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου, τότε που μου χαμογελούσες» (Τάσος Λειβαδίτης)
Ένα κοχύλι από ένα κορίτσι.

Το κοχύλι αγαπημένο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη ζωγραφική, αναγεννησιακή (Botticelli, J del Zucchi, P. Paul Rubens, Rebrand) και σύγχρονη (Mattisse, Βώκος, Γαλάνης, Μυταράς), στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Καββαδίας, Federico Garcia Lorca), παραπέμπει στην ομορφιά, την αθωότητα, τη γνήσια και αυθεντική επαφή με τη φύση, τον έρωτα, τη θηλυκή δεκτικότητα του ανοιγμένου όστρακου.
Ένα σφυρί από ένα παιδί,

δώρο απροσδόκητο, ξάφνιασμα, ανατροπή στο κλίμα της ευτυχίας και της αθωότητας των προηγούμενων προσφορών, ένα εργαλείο προορισμένο για πίεση, θραύση αντικειμένων, κάρφωμα, μέσο για να μεταβεί η αφήγηση από το λογικό στο υπερλογικό, στο εξωπραγματικό επίπεδο της ποιητικής πραγματικότητας.

Β΄ στροφική ενότητα: Η καθήλωση των περαστικών και οι αντιδράσεις τους

«Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών..»
Οι ενέργειες του ποιητή (δύο ρήματα σε χρόνο ενεστώτα)αιφνιδιάζουν, ανατρέπουν τις προσδοκίες του αναγνώστη, συνιστούν επιθετικές, βίαιες πράξεις, παραπέμπουν στη Σταύρωση του Χριστού, σε μια μαρτυρική και επώδυνη ακινητοποίηση-καθήλωση.

Το σκηνικό παραπέμπει σε πόλη (πεζοδρόμιο, πλακάκια).

Οι αποδέκτες των ενεργειών αυτών είναι περαστικοί, όχι οι άνθρωποι που πρόσφεραν τα δώρα τους στον ποιητή, είναι ανύποπτοι, βιαστικοί διαβάτες με γυμνά άσπρα ποδάρια. Ξυπόλητοι, κακοπαθημένοι μάλλον, παρά ανέμελοι και αντισυμβατικοί, έχουν άμεση σχέση με τη γη που πατούν, απόλυτα γειωμένοι στο υλικό επίπεδο.
Το υποκοριστικό «ποδάρια» απαντάται συχνά σε παροιμίες και λαϊκές παροιμιώδεις φράσεις:

«Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια»,
«Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του»,
«Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια»,
«Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια».

Πάντως η επιλογή του, αντί για το ουσιαστικό πόδια, και με τη λαϊκή του προέλευση του υποκοριστικού έχει να κάνει και με το μήκος των ποδιών των περαστικών (3 συλλαβές αντί για δύο!), άρα και με την ταχύτητα-βιασύνη της κίνησής τους, συνηθισμένη εικόνα για όσους τρέχουν καθημερινά να διεκπεραιώσουν υποθέσεις, «ήσσονος», κατά κανόνα, «σημασίας».

Οι αντιδράσεις των περαστικών
«είναι όλοι τους δακρυσμένοι»
(ο στίχος επαναλαμβάνεται αυτούσιος), δεν διαμαρτύρονται, δεν απομακρύνονται, παραμένουν ακινητοποιημένοι στις θέσεις τους, δεν τρομάζουν, δεν πονάνε, δεν πανικοβάλλονται, είναι συγκινημένοι, δέχονται ως ευεργεσία την «καθήλωσή» τους αυτή, αναγνωρίζοντας την προσφορά του ποιητή.

Η ακινητοποίησή τους στη γη τούς αναγκάζει να στρέψουν τα μάτια τους στον ουρανό – οθόνη, όπου ο ποιητής προβάλλει τα οράματά του- υπερρεαλιστικές εικόνες («ουράνιες ρεκλάμες και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια»)
Αποκομμένοι από τη γήινή τους υπόσταση, προσηλώνονται σε πνευματικές αναζητήσεις, ικανές να υπερκαλύψουν τις υλικές ανάγκες και τα καθημερινά προβλήματα του βίου.
Ο «ουρανός», «επαναλαμβανόμενο σταθερό της ποίησης του Μ. Σαχτούρη, εκφράζει τη βαθιά απογειωτική επιθυμία του ποιητή, που εκδηλώνεται στην όλη επαφή του με τα πράγματα, μια επαφή που συντελείται σχεδόν αποκλειστικά σε σχήμα κάθετο» (Κώστας Μπαλάσκας).

«Ο ουρανός εκπροσωπεί το χώρο των ιδεών του ποιητή, το χώρο της αγνότητας και της αθωότητας που αναζητά, τον πνευματικό χώρο στον οποίο κινείται ο ποιητής · εκπροσωπεί το χώρο που στρέφεται ο άνθρωπος, για να ανασάνει, να προσευχηθεί, να αναζητήσει βοήθεια, άρα συμβολίζει και την ελπίδα, το ιδανικό, τη λύτρωση · αν η γη μας παραπέμπει σε μια αντιπνευματική και απάνθρωπη πραγματικότητα, ο ουρανός αντιθετικά και συμβολικά αντιπροσωπεύει τη φυγή από αυτήν, την απόδραση στο χώρο της Ομορφιάς. Δεν πρόκειται μόνο για το ατομικό όραμα του Σαχτούρη, αλλά πρόκειται για ένα συλλογικό όραμα, έναν συλλογικό πόθο: αυτόν της ανάγκης για έναν φωτεινότερο κόσμο.»
Τα «τσουρέκια», πολυτελή αρτοπαρασκευάσματα, συμβολίζουν τα υλικά αγαθά, ενώ η παρουσία της ζητιάνας στον ουρανό παραπέμπει στη δικαίωση των βασανισμένων επί της γης και των ταπεινών.

Γ΄ στροφική ενότητα: Ο ρόλος του ποιητή

Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του ποιήματος διαφοροποιείται περνώντας από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και το σύντομο διάλογο, μέσα από τον οποίο αποκαλύπτεται η ταυτότητα και ο ρόλος του ποιητή.
Καρφώνοντας τα πόδια των περαστικών, στοχεύει στην καρδιά τους, κίνηση - συμβολισμός της αντιπροσφοράς του ποιητή στους ανθρώπους.
Το δώρο του ποιητή είναι η ποίηση,
«μια άλλη ματιά κλεφτή στην απέναντι όχθη»(Κ. Δημουλά), ένας άλλος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα με διαρκώς έκπληκτα μάτια, να ανακαλύπτεις τις κρυμμένες αξίες στα ελάχιστα, να αισθάνεσαι όσα κρύβονται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
Ο ποιητής καταξιώνεται και λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ γης και ουρανού. Στόχος του να αφυπνίσει το συναίσθημα, να ευαισθητοποιήσει την ψυχή, να αποσπάσει τους ανθρώπους από τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες, προβάλλοντάς τους ως πνευματικά όντα, που «διψούν για ουρανό».
«Η τέχνη» – άρα και η ποίηση – «είναι το διαμαντένιο κλειδί των μυστηρίων της ύπαρξης! Ένα μεταξωτό νήμα που ξηλώνει το παραπέτασμα που κρύβει την αλήθεια! Για ένα λεπτό ίσως, για ένα δευτερόλεπτο, και είναι αρκετό να συναισθανθείς την αιωνιότητα. Την ομορφιά που σώζει τον κόσμο.»
(Μάρω Βαμβουνάκη, σε συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28 Ιουλίου 2013)

ta en oikw kai en dimw

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Bertolt Brecht - Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι / From A German War Primer

Ένα ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ που γράφτηκε το 1939. 
Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να είχε γραφτεί στις μέρες μας. 
Η διαχρονικότητα του περιεχομένου είναι συγκλονιστική…
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να ’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν’ αναρωτηθούν πού ’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν

Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί

Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα

Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο

Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

Νύχτα
Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά

Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό

Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται

 
Μπέρτολντ Μπρεχτ - «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου»
(Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)

Πηγή: solon
Αντικλείδι, http://antikleidi.com

--------------------------------

AMONGST THE HIGHLY PLACED
It is considered low to talk about food.
The fact is: they have
Already eaten.

The lowly must leave this earth
Without having tasted
Any good meat.

For wondering where they come from and
Where they are going
The fine evenings find them
Too exhausted.

They have not yet seen
The mountains and the great sea
When their time is already up.
If the lowly do not
Think about what's low
They will never rise.

THE BREAD OF THE HUNGRY HAS
ALL BEEN EATEN
Meat has become unknown. Useless
The pouring out of the people's sweat.
The laurel groves have been
Lopped down.
From the chimneys of the arms factories
Rises smoke.

THE HOUSE-PAINTER SPEAKS OF
GREAT TIMES TO COME
The forests still grow.
The fields still bear
The cities still stand.
The people still breathe.

ON THE CALENDAR THE DAY IS NOT
YET SHOWN
Every month, every day
Lies open still. One of those days
Is going to be marked with a cross.

THE WORKERS CRY OUT FOR BREAD
The merchants cry out for markets.
The unemployed were hungry. The employed
Are hungry now.
The hands that lay folded are busy again.
They are making shells.

THOSE WHO TAKE THE MEAT FROM THE TABLE
Teach contentment.
Those for whom the contribution is destined
Demand sacrifice.
Those who eat their fill speak to the hungry
Of wonderful times to come.
Those who lead the country into the abyss
Call ruling too difficult
For ordinary men.

WHEN THE LEADERS SPEAK OF PEACE
The common folk know
That war is coming.
When the leaders curse war
The mobilization order is already written out.

THOSE AT THE TOP SAY: PEACE
AND WAR
Are of different substance.
But their peace and their war
Are like wind and storm.
War grows from their peace
Like son from his mother
He bears
Her frightful features.
Their war kills
Whatever their peace
Has left over.

ON THE WALL WAS CHALKED:
They want war.
The man who wrote it
Has already fallen.

THOSE AT THE TOP SAY:
This way to glory.
Those down below say:
This way to the grave.

THE WAR WHICH IS COMING
Is not the first one. There were
Other wars before it.
When the last one came to an end
There were conquerors and conquered.
Among the conquered the common people
Starved. Among the conquerors
The common people starved too.

THOSE AT THE TOP SAY COMRADESHIP
Reigns in the army.
The truth of this is seen
In the cookhouse.
In their hearts should be
The selfsame courage. But
On their plates
Are two kinds of rations.

WHEN IT COMES TO MARCHING MANY DO NOT
KNOW
That their enemy is marching at their head.
The voice which gives them their orders
Is their enemy's voice and
The man who speaks of the enemy
Is the enemy himself.

IT IS NIGHT
The married couples
Lie in their beds. The young women
Will bear orphans.

GENERAL, YOUR TANK IS A POWERFUL VEHICLE
It smashes down forests and crushes a hundred men.
But it has one defect:
It needs a driver.

General, your bomber is powerful.
It flies faster than a storm and carries more than an elephant.
But it has one defect:
It needs a mechanic.

General, man is very useful.
He can fly and he can kill.
But he has one defect:
He can think.

Bertolt Brecht

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

William Shakespeare - Όταν τα βλέφαρά μου κλείνουν (SONNET 43)


Όταν τα βλέφαρά μου κλείνουν, βλέπω καλύτερα
γιατί τα μάτια μου θωρούν αδιάφορα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.
Μα όταν κοιμάμαι, στα όνειρα κοιτάζουν μόνο εσένα
και με το μυστικό φως τους φέγγουν μες το σκοτάδι.

Μα εσύ, που η σκιά σου κάνει τους ίσκιους φωτερούς,
τι χάρμα οφθαλμών θα ‘πλαθε η θωριά του ίσκιου σου
στην ηλιόλουστη μέρα με τους λαμπρούς σου φωτισμούς
αφού έτσι φέγγει ο ίσκιος σου σε όμματα τυφλά;


Τι ευλογία θα ‘ταν ο γλυκασμός των ματιών σου
αν σ’ έβλεπαν στο ζωντανό φως της μέρας
αφού ο αχνός ίσκιος σου είναι ωραίος στη νεκρή νύχτα,

σε βαθύ ύπνο, κλειστά μάτια και ζοφερή λάμψη;

Όλες οι μέρες είναι νύχτες ώσπου να σ’ αντικρίσω
κι οι νύχτες μου γίνονται λαμπρές άμα σ’ ονειρευτώ.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ

William Shakespeare

SONNET 43

When most I wink, then do mine eyes best see,
For all the day they view things unrespected;
But when I sleep, in dreams they look on thee,
And darkly bright are bright in dark directed;
Then thou, whose shadow shadows doth make bright,
How would thy shadow's form form happy show
To the clear day with thy much clearer light,
When to unseeing eyes thy shade shines so?
How would, I say, mine eyes be blessed made
By looking on thee in the living day,
When in dead night thy fair imperfect shade
Through heavy sleep on sightless eyes doth stay?
All days are nights to see till I see thee,
And nights bright days when dreams do show thee me.