Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία VII. Είχε προφτάσει πολλούς θανάτους κι είχε μάθει να μην κλαίει να μην προσμένει και να σωπαίνει.

Nicolaes Maes - Old Woman Dozing, 1656.
Τι ζέστα.
Δεν ακούγεται πια
το βήμα του αιώνιου επαίτη
έξω στους παγωμένους δρόμους.

Ω εσύ δεν άκουσες ποτέ
αυτό το κούφιο βήμα
το βαθύ κι απέραντο
γι' αυτό τα χέρια σου
είναι τόσο ζεστά.

Ο τυφλός γέρος που περνούσε
σκυμμένος κάτω απ' τη βροχή
παίζοντας με κοκκαλιασμένα δάχτυλα
τη φυσαρμόνικα της νύχτας
πέθανε.

Πού τον έθαψαν;
δε ρωτούμε.
Δε γνωρίζουμε τίποτα.
Υπάρχουμε.
Το παρελθόν ανύπαρκτο.
Το μέλλον ανυποψίαστο.
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα.

Αλήθεια
είχα μια γιαγιά,
Την καημένη τη γιαγιά μου
που κρύωνε.

Είχε προφτάσει πολλούς θανάτους
κι είχε μάθει να μην κλαίει
να μην προσμένει
και να σωπαίνει.

Περπατούσε στις κάμαρες
ελαφρά
καθώς η νύχτα περπατάει
πάνω στο χιόνι.

Άναβε τα κεριά του πολυελαίου
τυλιγόταν στο μαύρο μποξά της
και φυσούσε τις φούχτες της
να ζεσταθεί.

Απόψε
καθώς για μια στιγμή ξεφύλλισα
κάτω απ΄τα μάτια σου
το πεθαμένο λεύκωμα των στίχων
οι δυο άκρες του μαύρου μποξά
της γιαγιάς μου
είναι δυο φτερά χελιδονιού
που διπλώνουν την καρδιά της.

Το βλέμμα σου κελαηδάει
στις παγωμένες φούχτες της.

Κι η μεγάλη θερμάστρα ανασυνθέτει
τους θρόους των φυλλωμάτων
το φεγγάρι της άνοιξης
και τα κουδούνια των προβάτων
στις ανθισμένες πλαγιές της βραδιάς.

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία IV / Ἐσύ μοῦ ’φερες/τόν καινούργιο καιρό,/τό φῶς τῆς αὐγῆς/καί τό αἷμα μου.

Field of Remembrance
Βηματίζεις
μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου
μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα,
φρεσκοπλυμένο οὐρανό
καὶ φτερά γλάρων
πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή.

Μέσα στό βλέμμα σου ἠχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες 
ἀπό κείνες που παίζουν
τά πολύ εὔθυμα  παιδιά
στίς ἐαρινές ἐξοχές.

Νά
ἐδῶ εἶναι
τό ἐβένινο γραφείο
τοῦ πρόγονου
πού ‘χε πολλούς ὑπηρέτες
πολλά σκυλιά κυνηγοῦ
καί τόν εἶχαν ἀγαπήσει
πολλές κυρίες ἄρρωστες
μέ χρυσά ματόκλαδα
καί μετάξινο δέρμα.

Ἐδῶ ἐπάνω ἔγραφα πρίν ἔρθεις
ἐπιστολές καί στίχους
γιά πεθαμένους φίλους
κάτω ἀπ’ αὐτό τό κηροπήγιο
πού τό κράτησαν χέρια δακρυσμένα
σέ ἀπέραντες νύχτες ἀγρυπνίας.

Δέ νιώθεις
τήν ὠχρή παρουσία
τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἰωδίου
τήν πληγωμένη κραυγή
τῆς παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχῆς πού πέφτει
σέ παγωμένα τζάμια ἑσπερινά
σανατορίων καί ψυχιατρείων;

Κοίταξε τίς φωτογραφίες:
ἡ πεθαμένη μητέρα,
ὁ πεθαμένος ἀδελφός,
κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου
μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες
καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο 
κρεμασμένο στὴ μορφή τους,
καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια,
κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό,
ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει.

Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος,
νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα
στὸ ὑπόγειο;

Ξεκρέμασε καί πέταξε
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο
τίς μελαγχολικές κορνίζες.

Ἐσύ μοῦ ’φερες
τόν καινούργιο καιρό,
τό φῶς τῆς αὐγῆς
καί τό αἷμα μου.

Δέ θά περάσω στό δάχτυλό σου
τό ἀρχαῖο δαχτυλίδι τῆς μητέρας.
Μές στόν ὠχρό περουζέ του
ἀναπνέει ὁ σκελετός
τοῦ παρελθόντος.

Δέν ἁρμόζει αὐτός ὁ στίχος.
                         
Πιασμένοι ἀπ’ τό χέρι
θά κατεβοῦμε τή μαρμάρινη σκάλα
πού ἔχει φθαρεῖ ἀπ’ τά βήματα
τῶν φθινοπωρινών σκιῶν.

Πᾶμε στοὺς ἀγρούς,
νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα
τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο
καὶ τὴ νέα χλόη.

Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου.

Νά ὁ ἥλιος πού τρέχει
μέσα στά δάση.
Δέν ἔχουμε ἀργήσει.