Θὰ μοιάζω εἶν’ ἀλήθεια σὰν ἕνας
μικρὸς μεθυσμένος ἀνάμεσα
σ’ αὐτὸ τὸ στερέωμα.
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...