John Atkinson Grimshaw – private collection. Briggate, Leeds (last quarter of the 19th c.) |
κάνει μια λιμνούλα ήσυχη
και ο φίλος θυμάται άλλους καιρούς.
Του αρκούσε εκείνους τους καιρούς μια συνάντηση ξαφνική
και δεν ένοιωθε πια μόνος. Κοιτάζοντας το φεγγάρι,
ανέπνεε την νύκτα. Αλλά πιο φρέσκο ήταν το άρωμα της γυναίκας
που συναντούσε, της μικρής περιπέτειας στις
αβέβαιες σκάλες. Η ήσυχη κάμαρα
και η γρήγορη επιθυμία για ζωή παντοτινή,
του γέμιζε την καρδιά. ΄Υστερα, κάτω απ΄το φεγγάρι,
με μεγάλα βήματα ζαλισμένα, γύριζε ευχαριστημένος.
Εκείνους τους καιρούς ήταν ένας μεγάλος σύντροφος του εαυτού του.
Ξυπνούσε το πρωί και πεταγόταν απ' το κρεβάτι,
ξαναβρίσκοντας το σώμα του και και τις παλιές του σκέψεις.
Του άρεσε να βγαίνει έξω κάτω απ τη βροχή
ή κάτω απ΄τον ήλιο, απολάμβανε να κοιτάζει τους δρόμους,
αβέβαιες σκάλες. Η ήσυχη κάμαρα
και η γρήγορη επιθυμία για ζωή παντοτινή,
του γέμιζε την καρδιά. ΄Υστερα, κάτω απ΄το φεγγάρι,
με μεγάλα βήματα ζαλισμένα, γύριζε ευχαριστημένος.
Εκείνους τους καιρούς ήταν ένας μεγάλος σύντροφος του εαυτού του.
Ξυπνούσε το πρωί και πεταγόταν απ' το κρεβάτι,
ξαναβρίσκοντας το σώμα του και και τις παλιές του σκέψεις.
Του άρεσε να βγαίνει έξω κάτω απ τη βροχή
ή κάτω απ΄τον ήλιο, απολάμβανε να κοιτάζει τους δρόμους,
να μιλά με άγνωστους. Πίστευε
ότι ήξερε ν΄ αλλάζει επάγγελμα
μέχρι την τελευταία ημέρα, κάθε νέο πρωινό.
Όταν κουραζόταν αρκετά καθόταν και κάπνιζε.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν να μένει μόνος.
Γέρασε ο φίλος κι' ήθελ' ένα σπίτι
που να τ' αγαπά πολύ, να βγαίνει έξω το βράδυ
και να σταματά στο δρόμο να κοιτάζει το φεγγάρι,
αλλά όταν επέστρεφε να βρίσκει μια γυναίκα αφοσιωμένη,
μια γυναίκα ήσυχη, να τον περιμένει υπομονετική.
Γέρασε ο φίλος και δεν τ΄ αρέσει πια να μένει μόνος.
Οι περαστικοί είναι πάντοτε οι ίδιοι∙ και το πρωί, μια έρημος.
Να κουράζεσαι δεν συμφέρει πια. Και να βγαίνεις έξω στο φεγγάρι,
χωρίς να σε περιμένει κανένας, δεν αξίζει τον κόπο.
Sull’asfalto del viale la luna fa un lago
silenzioso e l’amico ricorda altri tempi.
Gli bastava in quei tempi un incontro improvviso
e non era piú solo. Guardando la luna,
respirava la notte. Ma più fresco l’odore
della donna incontrata, della breve avventura
per le scale malcerte. La stanza tranquilla
e la rapida voglia di viverci sempre,
gli riempivano il cuore. Poi, sotto la luna,
a gran passi intontiti tornava, contento.
A quei tempi era un grande compagno di sé.
Si svegliava al mattino e saltava dal letto,
ritrovando il suo corpo e i suoi vecchi pensieri.
Gli piaceva uscir fuori prendendo la pioggia
o anche il sole, godeva a guardare le strade,
a parlare con gente improvvisa. Credeva
di saper cominciare cambiando mestiere
fino all’ultimo giorno, ogni nuovo mattino.
Dopo grandi fatiche sedeva fumando.
Il piacere piú forte era starsene solo.
E’ invecchiato l’amico e vorrebbe una casa
che gli fosse più cara, e uscir fuori la notte
e fermarsi sul viale a guardare la luna,
ma trovare al ritorno una donna sommessa,
una donna tranquilla, in attesa paziente.
E’ invecchiato l’amico e non basta piú a sé.
I passanti son sempre gli stessi; la pioggia
e anche il sole, gli stessi; e il mattino, un deserto.
Faticare non vale la pena. E uscir fuori alla luna,
se nessuno l’aspetti, non vale la pena.
La poesia di Cesare Pavese - Poesie del disamore
(1934 - 1938)
ότι ήξερε ν΄ αλλάζει επάγγελμα
μέχρι την τελευταία ημέρα, κάθε νέο πρωινό.
Όταν κουραζόταν αρκετά καθόταν και κάπνιζε.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν να μένει μόνος.
Γέρασε ο φίλος κι' ήθελ' ένα σπίτι
που να τ' αγαπά πολύ, να βγαίνει έξω το βράδυ
και να σταματά στο δρόμο να κοιτάζει το φεγγάρι,
αλλά όταν επέστρεφε να βρίσκει μια γυναίκα αφοσιωμένη,
μια γυναίκα ήσυχη, να τον περιμένει υπομονετική.
Γέρασε ο φίλος και δεν τ΄ αρέσει πια να μένει μόνος.
Οι περαστικοί είναι πάντοτε οι ίδιοι∙ και το πρωί, μια έρημος.
Να κουράζεσαι δεν συμφέρει πια. Και να βγαίνεις έξω στο φεγγάρι,
χωρίς να σε περιμένει κανένας, δεν αξίζει τον κόπο.
μετάφραση & ζωγραφική: Νεοκλής Κυριάκου
silenzioso e l’amico ricorda altri tempi.
Gli bastava in quei tempi un incontro improvviso
e non era piú solo. Guardando la luna,
respirava la notte. Ma più fresco l’odore
della donna incontrata, della breve avventura
per le scale malcerte. La stanza tranquilla
e la rapida voglia di viverci sempre,
gli riempivano il cuore. Poi, sotto la luna,
a gran passi intontiti tornava, contento.
A quei tempi era un grande compagno di sé.
Si svegliava al mattino e saltava dal letto,
ritrovando il suo corpo e i suoi vecchi pensieri.
Gli piaceva uscir fuori prendendo la pioggia
o anche il sole, godeva a guardare le strade,
a parlare con gente improvvisa. Credeva
di saper cominciare cambiando mestiere
fino all’ultimo giorno, ogni nuovo mattino.
Dopo grandi fatiche sedeva fumando.
Il piacere piú forte era starsene solo.
E’ invecchiato l’amico e vorrebbe una casa
che gli fosse più cara, e uscir fuori la notte
e fermarsi sul viale a guardare la luna,
ma trovare al ritorno una donna sommessa,
una donna tranquilla, in attesa paziente.
E’ invecchiato l’amico e non basta piú a sé.
I passanti son sempre gli stessi; la pioggia
e anche il sole, gli stessi; e il mattino, un deserto.
Faticare non vale la pena. E uscir fuori alla luna,
se nessuno l’aspetti, non vale la pena.
La poesia di Cesare Pavese - Poesie del disamore
(1934 - 1938)