Επιχειρώντας κανείς ένα ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του Τ. Λειβαδίτη νιώθει πολλές φορές την ανάγκη να ενσαρκωθεί σ' ένα στίχο του ή μια λέξη.
Η δυναμική των συντεταγμένων εννοιών, το “υπονοούμενο” που ελλοχεύει σε κάθε λέξη-σήμα, διεγείρει και συγκλονίζει το συναίσθημα του αναγνώστη.
Έπειτα είναι κι αυτή - από μέρους του ποιητή - η παράφορα ελκυστική χρήση της παρομοίωσης και της μεταφοράς που δημιουργεί φαντασιακή εικονοποιία, ικανή τόσο όσο να μαγεύει κυριαρχικά τις αισθήσεις.
Περιδιαβαίνοντας, λοιπόν, χρόνια τώρα την ποιητική κληρονομιά του, διαπίστωσα πως “το παιδί” σαν δρων πρόσωπο έμμεσο ή ταυτιζόμενο με την εικόνα του ίδιου του ποιητή λειτουργεί σαν σημαντικός δίαυλος απ' όπου διοχετεύονται στον αισθητικό αναγνώστη οι αγωνίες του Τ. Λειβαδίτη, τα πολιτικά του οράματα και ανησυχίες, οι βαθύτερες προσωπικές του αναζητήσεις.
Αυτό το πόνημα δε διεκδικεί ασφαλώς την παρουσίαση επιστημονικής έρευνας, στοχεύει όμως στο ν' ανιχνεύσει τη σχέση και το ρόλο που κατέχει “το παιδί” στην ποιητική δημιουργία του Τ. Λειβαδίτη
...................
“Ο Μικρός Λεονάρδος”
Αξιολογώντας, λοιπόν, την παρουσία του παιδιού στην ποιητική γλώσσα του Λειβαδίτη και στις τρεις περιόδους του έργου του, διαπιστώνουμε πως συνταγματικά αυτό εμφανίζεται ως έμμεσα δρων πρόσωπο, ως προπομπός που οδηγεί σε ερμηνεία του σημαινόμενου.
Το παιδί, μ' άλλα λόγια, καλύπτεται από την ανωνυμία που απαιτεί η εκπλήρωση, η προσδοκία μιας γενικότερης κοσμολογικής αξίας (ειρήνη, δικαιοσύνη, ανάγκη για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μεταφυσική ερμηνεία του χρόνου, εναντίωση στην ενηλικιωμένη ηθική) που θέτει το περιεχόμενο κάθε ποιητικής ενότητας ξεχωριστά.
Η μοναδική φορά που ονοματίζεται το παιδί και η αμεσότητα του προσώπου του ταυτολογείται με το σημαινόμενο είναι στο ποίημα: “Ένας αληθινός Έλλην”.
“Όταν, τέλος, κατάλαβαν κι οι άλλοι τι συνέβαινε, έγιναν προσπάθειες να τον 8 μεταπείσουν, ομηρικά οικογενειακά συμβούλια, συσκέψεις ιατρών, ακόμα κι οι αρχές της πόλης επενέβησαν, αλλά ο μικρός Λεονάρδος, πιστός στις παραδόσεις των προγόνων μας, αρνήθηκε να μεγαλώσει, προσφέροντας μ' αυτόν τον τρόπο ένα φαινόμενο που γρήγορα έκανε την πόλη μας κέντρο της γενικής προσοχής - κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχαν τώρα περισσότερες επισκέψεις".
Ο μικρός Λεονάρδος είναι το εξαίσιο - ακριβό κάτοπτρο του ποιητή που μέσα του αντανακλώνται οι αρνήσεις εκείνες που υπαγορεύουν τη μοναδικότητα της παιδικής ψυχής καθώς και την απόσταση που χωρίζει - σε ποιότητα συναισθημάτων κι όχι ηλικίας - τα παιδιά από το συμβατό και μονότονο κόσμο των ενηλίκων.
Το καθ' υπερβολήν σχήμα που χρησιμοποιείται από τον ποιητή:
“αρνήθηκε να μεγαλώσει”
“κι έτσι τ' αγάλματα των ηρώων είχανε τώρα περισσότερες επισκέψεις”
μεγιστοποιεί το παιδικό μεγαλείο και την αντίστασή του στη λογική των ενηλίκων. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το παιδί παραλληλίζεται συχνά, σ' αυτή την τρίτη ποιητική περίοδο, με ομάδες ανθρώπων που προσωπικές περιπέτειές τους ή ατυχίες στέρησαν το σεβασμό από τον κοινωνικό περίγυρο που “βαφτίζει” τρελούς, περιθωριακούς ή αλήτες όσους δεν μπορεί να
ερμηνεύσει.
Οι επαίτες, οι ανήμποροι, οι πόρνες, οι ποιητές, οι τρελοί βρίσκουν στη στιχουργική αγκαλιά του Λειβαδίτη καταφύγιο, κερδίζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προσοχή και την αξιοπρέπεια που μόνο μια ουμανιστική ηθική είναι σε θέση να διαθέσει.
Κυρίως όμως κάθε στίχος του ποιητή ακούγεται σαν καταγγελία απέναντι σ' αυτή τη συγκεκριμένη ηθική:
“Κι ο τρελός της παλιάς συνοικίας - μια νύχτα, θυμάμαι, τον κυνηγούσαν και για να σωθεί κρύφτηκε στο γειτονικό σχολείο, κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, τι απέγινε, άγνωστο. Μόνο που απ' την άλλη μέρα ο δάσκαλος έκανε πάντα λάθος στο μέτρημα κι έβρισκε ένα παιδί περισσότερο”.
“Το παραμύθι μας αναζητά”
Η δυαδική αντίθεση: παιδί - ενήλικος, όπως σχηματικά περιγράφτηκε στο σημειωτικό τετράγωνο του A.J.Greimas και προσδιορίζει δομικά σε αρκετά σημεία της τη στιχουργική παραγωγή της τρίτης περιόδου, αναδεικνύει παράλληλα τα εκπεμπόμενα σήματα της αντίθεσης: παιδί - ενήλικος, παιδικότητα (σήμα) - ενηλικίωση (σήμα), που αποκτά διαστάσεις μοναδικές με το τελευταίο έργο αυτής της περιόδου
“Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου” που εκδόθηκαν δυο χρόνια (1990) μετά το θάνατο του Λειβαδίτη.
Το παιδί-ενήλικας συχνά αναζητά τη δικαίωση στη νοσταλγία των χρόνων της αγνότητας:
“...τ' απογεύματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα παραμύθι που δε μας το τελείωσαν και γυρίζει και μας αναζητά”
O ποιητής άλλοτε πάλι αντιμετωπίζει την πορεία της ενηλικίωσης με ενοχή τέτοια που συνδέει το παρελθόν των οραματισμών του με την παροντική ηθική παρακμή της κοινωνίας που γερνά χωρίς όνειρα, χωρίς αντιδράσεις απέναντι στην αρρωστημένη ηθική των ενηλίκων:
“Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου και του αιώνια χαμένου κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα...”
O ποιητής - ενήλικας με τη συναίσθηση της παιδικότητας που τον χαρακτηρίζει σε κάθε κίνηση και αντίδραση μετασχηματίζει ακόμα και το φόβο του ανθρώπινου τέλους σε ανάγκη φυγής από μια πραγματικότητα ανίκανη ν’ αποδεχθεί τη ζωή. Έτσι το τέλος δηλώνεται ως κατοχύρωση σ' ό,τι πιο όμορφο σώθηκε από την ισοπεδωτική αξιολογική μανία της κοινωνίας: την παιδικότητα
“... κι η παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε.
Κι όταν κάποτε φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ' το δειλινό κι έν' άστρο από κάποιο παραμύθι”.
Θα μπορούσε βέβαια ο οποιοσδήποτε κριτικός ή αισθητικός αναγνώστης της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη να γράφει ατέλειωτα για τις μεταμορφώσεις και τις εννοιολογικές σημασίες, για τη θέση δηλαδή που έχει “το παιδί” και η παιδικότητα σ' αυτή την τελευταία ποιητική του συλλογή.
Το δίχως άλλο “το παιδί” αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής μυθολογίας του Λειβαδίτη.
Το ταξίδι αυτό της παιδικής ψυχής είναι το ταξίδι του ίδιου του ποιητή που ποτέ δεν εξαγόρασε τα οράματα του ακόμα και την πανάκριβη εσωτερική ανησυχία του με θέσεις, αξιώματα ή καλλιτεχνική προβολή.
Ο Τ. Λειβαδίτης προτίμησε να μείνει ναυαγός στο απέραντο γαλάζιο των ονείρων του, προτίμησε τον πόνο, εξασφαλίζοντας όμως σ' όλους μας - μέσα από την ποιητική του δημιουργία - την αυθεντική επικοινωνία μ' έναν ανθρωπισμό που έχει τόσο ανάγκη ο σημερινός γυάλινος κόσμος μας:
“...ω, παιδικότητα: αιώνια αμετάφραστη
κι ο θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς”.
Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος
ολόκληρο το κείμενο εδώ
«Νοσταλγώντας “το άπειρο των παιδικών μας χρόνων”
δεν έχουμε παρά μόνο μια παιδική ηλικία μέσα στον αναπόφευκτο κόσμο
«Βιολέτες για μια εποχή», Γ΄ 242) 1
users