Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.
Ήπια και πότισα δάση και γέμισα στέρνες.
Το νερό σου περίσσεψε-
Τα ποτάμια του σύμπαντος,
δεν έχουνε κοίτες.
Βυθίζονται.
Τρέχουνε μες από σένα.
Αν μπορούσες να υπάρχεις
έναν αιώνα μετά,
τότε θά 'βλεπες πώς
το φιλί που σου ακούμπησα πάνω στο μέτωπο
έγινε άστρο.
Το νερό σου περίσσεψε-
Τα ποτάμια του σύμπαντος,
δεν έχουνε κοίτες.
Βυθίζονται.
Τρέχουνε μες από σένα.
Αν μπορούσες να υπάρχεις
έναν αιώνα μετά,
τότε θά 'βλεπες πώς
το φιλί που σου ακούμπησα πάνω στο μέτωπο
έγινε άστρο.
**** *** ****
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ
**** *** ****
Ἄν συχνά σοῦ μιλῶ
γιά ἕνα φύλλο, γιά μιά
σταγόνα νεροῦ ἤ γιά ἕνα αγριολούλουδο,
εἶναι γιατί, κοιτώντας τόν κόσμο,
θαρρῶ πώς ἐγώ δέν κατόρθωσα ἀκόμη
νά γράψω ἕνα ποίημα.
* *** *** ****
εἶναι γιατί, κοιτώντας τόν κόσμο,
θαρρῶ πώς ἐγώ δέν κατόρθωσα ἀκόμη
νά γράψω ἕνα ποίημα.
* *** *** ****
Το βάρος των πραγμάτων
Όταν εσύ δεν θάσουν μαζί μου
κάθε στέγη θα μούπεφτε τότε μεγάλη.
Μια σταγόνα νερού, ένα φύλλο, μι’ αχτίδα
που κρέμασε ο ήλιος στο ένα μου δάχτυλο,
τι να τα κάμω; Για τόσο μεγάλα
πράγματα μόνος μου δεν είμαι άξιος.
Είναι οι δρόμοι στενοί, δεν χωρώ να περάσω,
τρικλίζω απ’ το βάρος. Πάνω στον ώμο
μεταφέρω ένα άσπρο
άνθος στον άνθρωπο
Όταν εσύ δεν θάσουν μαζί μου
κάθε στέγη θα μούπεφτε τότε μεγάλη.
Μια σταγόνα νερού, ένα φύλλο, μι’ αχτίδα
που κρέμασε ο ήλιος στο ένα μου δάχτυλο,
τι να τα κάμω; Για τόσο μεγάλα
πράγματα μόνος μου δεν είμαι άξιος.
Είναι οι δρόμοι στενοί, δεν χωρώ να περάσω,
τρικλίζω απ’ το βάρος. Πάνω στον ώμο
μεταφέρω ένα άσπρο
άνθος στον άνθρωπο
**** *** ****
Ο άνθρωπος και τα φαινόμενα
Το χέρι σου είναι ένα σπαθί.
Πριν χτυπήσει την πέτρα, δεν ήξερα.
Αδιάκοπα, τώρα, νερό θαλασσί
αναβλύζει η καρδιά μου.
Πόσες μέρες και νύχτες,
πόσα χρόνια, δεν ήξερα.
Αδιάκοπα, τώρα, νερό θαλασσί
αναβλύζει η καρδιά μου.
Πόσες μέρες και νύχτες,
πόσα χρόνια, δεν ήξερα.
Θα ’μουνα φαίνεται γιομάτος ραγίσματα.
Πολύς ουρανός καταστάλαξε μέσα μου.
**** *** ****
Πολύς ουρανός καταστάλαξε μέσα μου.
**** *** ****
Ἡσύχασε ποίηση
Νερό μου βυθίσου. Ὅταν θἆναι καιρός
θά μᾶς στείλουνε μήνυμα.
Ἔλα,
τραγούδι μου, ἥλιε μου, ὄνειρο, μέλλον,
βυθίσου νερό μου. Ξαναγύρνα στήν κοίτη σου μές
στά κλαδιά τῆς χρυσῆς ἀρτηρίας πού τυλίγει
μ’ ἕνα δίχτυ ἀπό ἀμέτρητες φλέβες τό σῶμα μου.
Βυθίσου. Στο κόκκαλο. Μέσα. Στό βάθος.
Πιό μέσα. Ἀκούγεσαι. Ἀκόμα. Βυθίσου
νερό μου, βυθίσου, βυθίσου.
Νερό μου βυθίσου. Ὅταν θἆναι καιρός
θά μᾶς στείλουνε μήνυμα.
Ἔλα,
τραγούδι μου, ἥλιε μου, ὄνειρο, μέλλον,
βυθίσου νερό μου. Ξαναγύρνα στήν κοίτη σου μές
στά κλαδιά τῆς χρυσῆς ἀρτηρίας πού τυλίγει
μ’ ἕνα δίχτυ ἀπό ἀμέτρητες φλέβες τό σῶμα μου.
Βυθίσου. Στο κόκκαλο. Μέσα. Στό βάθος.
Πιό μέσα. Ἀκούγεσαι. Ἀκόμα. Βυθίσου
νερό μου, βυθίσου, βυθίσου.