Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Οι τάφοι των προγόνων μας

Graveyard in Moonlight



Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους μήπως
   καμμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους. Και,
   τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε. Πώς πια
   θα ζούσαμε
χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς,
   προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας
   θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη απ’ την Τεγέα.
   Θά ’πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους.
   Όμως,
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοί ’ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα
   μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια – αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο.
   Οι νεκροί μας
δεν τά ’χουν διόλου ανάγκη, – ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι
   τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ’ αναθήματα, τις μάταιες δόξες.
   Κάλλιο
μιά σκέτη πέτρα και μιά γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο, ναν τους κρατούμε εντός μας,
   αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράγματα στα χρόνια μας –ποιός ξέρει–
μπορεί κι οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε
   μια μέρα.

              

Λέρος 20.ΙΙΙ.68

Από την ποιητική συλλογή: «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 39.