Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Μαρία Χρονιάρη — Ένα κόκκινο μπλουζ

Είναι μια θλίψη που συντροφεύει τον δρόμο μου
που κάνει αυτό το μπλουζ να ακούγεται πιο δυνατά
Είναι μια αύρα σιωπής
μέσα στα δώδεκα μέτρα της μουσικής που σε ντύνει
Κι όλο να βάφω τους τοίχους με φως
κι όλο να σχίζεται η μέρα στα δύο
Υπάρχουν άγκυρες που όταν κοπήκαν μας πήραν μαζί
και κάτι καράβια που στον ερχομό τους
ποτέ δεν μας είχαν

Κι αυτό γιατί το μόνο που είχαμε
ήτανε μερικές σπασμένες χορδές
που τις κάναμε ζωή
για να μπορούμε να ντυνόμαστε τις νύχτες

Για το τελευταίο μπλουζ
στις όχθες του δικού μας προσωπικού νότου

από τη συλλογή «Η Σκιά μου και Εγώ», 2014

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Βασιλική Δεδούση — Ρέα

Χορός
Έλα, Μάνα, κοντά μας,[1]
έλα τα πάθια σου να πεις
της καρδιάς σου το βάρος να γενεί αλαφρύτερο.
Έλα, Ρέα, έλα.
Οι στεναγμοί σου των ανέμων ανάσες βαριές,
βρυχηθμός των απύθμενων της Γαίας βαράθρων,
βουή των βυθών,
χειμάρρων πάταγος σε άπονα βράχια,
νυχτερινές θρηνωδίες, των δασών αντιβούισμα,
φοβερές οιμωγές ψυχής σιωπηλής,
καρδιάς στερημένης βουβός στεναγμός,
παραληρήματα άφωνα πέτρας αγέλαστης.
Έλα, Μάνα, έλα….
Των τέκνων σου η αγκαλιά θα γλυκάνει τον πόνο,
θα γιατρέψει τ’ αλησμόνητο τ’ άδικο.
Έλα, Μάνα, έλα κοντά στα παιδιά σου.

Ρέα

Ποια μάνα τάχα μπορεί
σαν τη φωνή των παιδιών της ακούσει
να μην προστρέξει και να ‘ρθει;
Παιδιά μου, γλυκανάσες μου,
άνθια των κήπων μυριστά και αγρολούλουδά μου,
ολόγλυκες αγάπες μου, χαρούμενές μου ελπίδες!
Μωράκια δε σας χάρηκα κι απ’ τη δική σας γέννα
μονάχα οι πόνοι μου ‘μειναν για να ‘χω να θυμάμαι.
Έτρεμ’ η Γαία η μάνα μου όταν κοιλοπονούσα
και των βουνών οι κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν.
Έσκαγαν βράχια, χαλασμός, σε κομματάκια μύρια,
και τα δεντριά τσακίζονταν μέσα σε μαύρες χούνες.

Δεν ήσαν πόνοι του κορμιού,
του τοκετού ωδίνες,
μα ήσαν σπάραγμα ψυχής,
μαράζι μαύρο της καρδιάς,
θρήνος οδύνης κι οδυρμός
που τα παιδιά θ’ αρπάξει.

Χορός
Της κάθε μάνας, σαν γεννά και σαν κοιλοπονάει
τα βογγητά κρύβουν χαρά, που βρέφος θ’ αγκαλιάσει.

Ρέα
Και ειν’ αυτές οι θύμησες
βράχια βαριά, γρανίτες εκατότονοι
επάνω στ’ άσπρα στήθια μου
που βρέφος δε θηλάσαν.
Έξι παιδιά μες στην κοιλιά
στην αγκαλιά κανένα.

Κορίτσια, αγάπες μου γλυκές,
Δήμητρα σταχοφόρα, Ήρα μου εσύ πανέμορφη
και συ σεμνή μου Εστία,
αγαπημένες κόρες μου, στολίδια της ζωής μου,
κι αγόρια μου, λεβέντες μου,
θαλασσινέ μου βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα,
πανέμορφέ μου Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου
και, Δία στερνοπαίδι μου,
πρωτάρχοντα και κύριε της οικουμένης όλης,
παιδιά μου,
ελάτε, στην αγκαλιά της μάνας σας,
ελάτε αθάνατα παιδιά,
που άστοργα κι άσπλαχνα
ο πανούργος πατέρας σας Κρόνος,
για αιώνες,
ένα προς ένα κατάπινε.

Χορός
Για αιώνες,

Δήμητρα
από φόβο που τα μέλη του έλυνε
τα παιδιά του τ’ αθάνατα κατάπινε άστοργα.

Ήρα
Από φόβο,

Χορός
Τιτάνιος θεός, ανελεύθερος δούλος τιτάνιου φόβου.
Απ’ το φόβο,
ο δαμαστής κι αφέντης των πάντων
δαμάστηκε.

Εστία

Δεσμώτης ο φόβος θεών και θνητών
σε πράξεις ανόσιες σπρώχνει.
Λυσιμελής ο τρόμος
με χίλιους κόμπους άλυτους τη βούληση δένει
και —τι κι αν είναι θεός;—
τιποτένιος κι ανάξιος δούλος του γίνεται

Χορός
Από φόβο
την εξουσία μη χάσει
κι αδύναμος ξοριστεί
σαν το γεννήτορα,

Ήρα

από φόβο, μην πάνω του πέσουν
τα ουράνια πάθη,

Χορός
από φόβο,
τέτοια που έκαμε
παρόμοια μη λάβει,
τα παιδιά του ο θεός ο Τιτάνιος
κατάπινε άστοργα.

Ρέα
Τις γέννες μου περίμενε και σαν ερχόταν η στιγμή
τα μωρά μου κατάπινε.
Τέλος, στην έκτη γέννα μου,
αντίς για βρέφος θεϊκό λιθάρι φάσκιωσα,
τον αφαλό της γης[2],
και κείνος,
απ’ τη Γαία ποτισμένος
με τη μαύρη του μαντραγόρα ψυχή,
με μιας την κατάπιε.

Χορός

Ψεύτικη γέννα, ωδίνες ψεύτικες.
Η γυναίκα τα πάντα μπορεί
για να σώσει από άντρα σκληρό τα παιδιά της.

Ρέα
Σαν έφτασ’ ο χρόνος,
που απ’ τον ίδιο τον Κρόνο, άθελά του, ορίστηκε
πίσω να πάρω τα παιδιά,
με μια της ματιά η μάνα με πρόσταξε:
«Ίσια να πας, ευθεία.
Πάρε τη στράτα τη φαρδιά,
πήγαινε κι έλα.
Ευθεία.
Όχι λοξοδρομίσματα, σε στέλνω απ’ ανάγκη.
Βοτάνια φέρε,
των σπλάχνων μου χορτάρια φοβερά,
να φτιάξω φίλτρα,
τον άκαρδο σε λήθαργο να ρίξω
απ’ τ’ άπατο στομάχι του να βγούνε τα παιδιά σου».

Κι ανέβαινα μονάχη.
Ήταν σκοτάδι γύρω μου και άγριος ο χειμώνας.
Ένα – δύο, ένα – δυο
κυλούν τα δεύτερα…
και σε εξήντα διπλά μετρήματα
— τόσα θα πρέπει να ’ταν —,
όσο κρατάει να ειπωθούν δέκα θλιμμένοι στίχοι,
ο πανδαμάτορας Κρόνος
σε μια βαθειά του πτύχωση
— τη δίνη των δεινών —
το νου μου παγιδεύει.
Βούιξε ο τόπος του μυαλού.
Αποχαιρετισμού σκοπός, ρυθμός αγχωμένος,
ιοβόλα χτυπήματα ύπουλα.
Μια μουντή, ζωντανή καταχνιά,
οσμή αίματος, απόηχος ζωής που τέλειωσε
και τελευταία αίσθηση
η άρνηση να συνεχιστεί τ’ αβάσταγο.

Μάζεψα πικροβότανα,
— ποια, πώς και από πού, για με θα το κρατήσω —.
Με γαλιφιές και πονηριά η Γαία μάνα
το μαυροζούμι του ‘δωσε,
κι αυτός
ξαστόχαστα και λαίμαργα,
κάτω απ’ το χαιρέκακο το βλέμμα τ’ Ουρανού,
τ’ ολόγιομο το κύπελλο στράγγιξε.
Σε ύπνο έπεσε βαρύ,
και το βαθύ στομάχι του
τη φύση ανταριάζοντας
ξέρασε τα παιδιά του.

Τ’ άλλα, όσα γενήκανε, θαρρώ πως τα γνωρίζετε.
Απόστασα, κουράστηκα τα πάθια ν’ αφηγιέμαι.
Είν’ όλα εδώ, εδώ, στο τώρα
όλα, μα όλα τώρα γίνονται
— και τα καλά και τ’ άλλα 
και δεν υπάρχει λησμονιά, απόσταση, ξεθώριασμα,
μήτε θαμπές εικόνες.
Όλη μου η ζήση σε μιας μέρας το ξεδίπλωμα,
που όλο και αυγαταίνει,
και δεν ξεχνώ.
Ευτυχώς!
Είναι εδώ το παράπονο για τ’ άδικο
ατόφιο, αδρό και άκαρδα άγριο.
Το συρτάρι της λήθης μου άδειο.
Είμαι εδώ, είναι εδώ, όλα εδώ
και ο χρόνος ανύπαρκτος,
συμβατική μοναχά «σταθερή» για το μέτρημα.
Ευτυχώς!
Αλίμονο σε όποιον λησμονάει
και τρισαλί σ’ αυτόν που τη ζωή του αρνιέται.

Δήμητρα

Σώπαινε, μάνα, τελειώσαν αυτά
που οι ανθρώποι στις πλάτες σου ρίξαν.
Το πριν, το μετά και το τώρα,
σαν ένα τα νιώθεις, το ξέρω.
Σώπαινε Μάνα, να ξεχάσεις δε λέω, δε γίνεται.
Το ζω και το ξέρω
απ’ όλους κι απ’ όλες καλύτερα.

Ήρα
Σώπαινε Μάνα,
το στερνό σου παιδί,
απ’ της Ίδης το πανώριο το άντρο κινώντας,
τον πανδαμάτορα Χρόνο,
τον πατέρα μας Κρόνο,
τον δάμασε,
τη θέση του πήρε και όρισε
στο θρόνο του πάνω να μένει ακίνητος
με δεσμά άλυτα, άρρηκτα,
της Γαίας, τ' Ουρανού
της οργής και του μίσους αντίδωρα
για το άδικο που έπραττε,
τα παιδιά του από φόβο να τρώει.

Εστία
Μέρωσε Μάνα.
Των πραγμάτων η τάξη, το δίκιο, ζυγιάστηκαν.
Η Δίκη το δίκιο της πίσω το πήρε.
Όλα καλά….
Και στο Καλό, για την ώρα, πορεύονται.

απόσπασμα από το έργο «Προμηθεύς Πυρφόρος»

[1] Οι κόρες της Ρέας, Δήμητρα, Εστία, Ήρα.
[2] Κατά μια εκδοχή του μύθου, αυτή η πέτρα, που ο Κρόνος αντίς για το Δία κατάπιε, όταν την ξέρασε, έπεσε στους Δελφούς.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Θυμάμαι τον Τάσο Λειβαδίτη...

Γράφει ο Γιώργος Δουατζής

Αν ζούσε σήμερα (2013) ο Τάσος Λειβαδίτης, θα ήταν ενενήντα ετών. Πέρασαν ήδη είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατό του. 
Ο Λειβαδίτης αποτελεί την σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος κατάφερε να ταυτίσει το έργο με τη ζωή του, δίνοντας μαθήματα ταπεινότητας και πολλή αγάπη στους ανθρώπους.
Έζησε μια ζωή πολυτάραχη, με βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα.

Ρούφηξε τη ζωή και γεύτηκε χαρά, λύπη, ελπίδα, απογοήτευση, αγώνα, ήττα, συλλογικότητα, απόλυτη μόνωση, διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, βύθιση στους σκοτεινούς κόσμους της θλίψης, απόγνωση, προπηλακισμούς, λοιδορίες, επιβραβεύσεις, έρωτες, αναγνώριση, πολλή αγάπη και βαθιά εκτίμηση. Ήταν η σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, που υπηρέτησε με τη στάση του ένα ολόκληρο σύστημα αξιών ζωής, το οποίο οικοδόμησε και στήριξε με την Ποίηση του.

Η γνωριμία
Νεαρός στα δεκαοχτώ μου, του τηλεφώνησα: «Λέγομαι Γιώργος Δουατζής και νομίζω ότι γράφω ποιήματα. Θα μπορούσατε να τα δείτε;» 
Απάντηση: «Μεγάλη μου τιμή κύριε Δουατζή». Σκέφτηκα ότι με κοροϊδεύει. Του άφησα χειρόγραφα και σε μία εβδομάδα μου τηλεφώνησε ορίζοντας συνάντηση κάτω από το σπίτι του στην οδό Αχαρνών 35. 
Πήγα γεμάτος αγωνία. Με έπιασε αγκαζέ και με οδήγησε στο αγαπημένο του ουζερί. Εκεί άκουσα μια μοναδική διάλεξη για την ελληνική ποίηση από την αρχαιότητα έως εκείνη την εποχή, δείγμα του γνωστικού εύρους του. 
Αφού μου έκοψε με την πρώτη τον πληθυντικό, ανακάλυψα έκπληκτος ότι είχε σημειώσεις σε κάθε ποίημα που του είχα δώσει και σελίδα τη σελίδα μου μίλησε για τα γραπτά μου. 
Εκμυστηρεύτηκα ότι ένιωσα πως με κορόιδεψε με το: «μεγάλη μου τιμή κύριε Δουατζή». 
Αντέδρασε άμεσα: «Είναι πολύ τιμητικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι δικαιολογία ύπαρξης. Όταν κάποτε συμβεί αυτό και σε σένα, θα καταλάβεις». Πού να φανταζόμουν τότε, πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια…

Η Δραπετσώνα
O Mίκης Θεοδωράκης, μου είχε διηγηθεί ότι στην πρώτη οκταετία του Kαραμανλή αποφασίστηκε να γκρεμιστούν τα προσφυγικά σπίτια στην Δραπετσώνα. Η άμεση αντίδραση ήταν συγκέντρωση διαμαρτυρίας των κατοίκων με συναυλία του Μίκη. 
O Θεοδωράκης είχε τη μουσική ενός τραγουδιού στο μυαλό του. Τηλεφώνησε στον Λειβαδίτη και του έδωσε τις συλλαβές, τατα τατατα τα κλπ, του ζήτησε να γράψει άμεσα στίχους να ντυθούν με τη μουσική του, ώστε το νέο τραγούδι να παιχτεί την επομένη. 
Tην επομένη τραγουδήθηκε η Δραπετσώνα στη συναυλία από τον Mπιθικώτση, και έμεινε ως ένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.

Η προσφορά
Επί τριάντα χρόνια, με μια διακοπή στη διάρκεια της δικτατορίας, έγραφε στην εφημερίδα Αυγή, κριτικές για νέους ποιητές. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα ενθάρρυνσης των αξίων. Σε περίοδο μεγάλης ένδειας, τον περίμενε η γυναίκα του Μαρία να γυρίσει από τον εκδότη του, με τα λίγα χρήματα από τα ποσοστά του. Μπαίνει ο Τάσος σπίτι, αυτή τον ρωτάει: 
«Πόσα χρήματα έφερες Τάσο;» 
Αυτός σκύβει το κεφάλι και της λέει: 
«Τα έδωσα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». 

Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική και εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του. Δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο ποιητής που έγραψε: «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί».

Η φιλαρέσκεια
Πάντα κομψός, με το φουλάρι στο λαιμό, γιλέκο, συχνά καπέλο, όμορφος. Και γυναικοκατακτητής πρώτης. 
Ήταν άρρωστος στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο της Αθήνας και πήγα να τον επισκεφθώ. Μόλις του είπε η γυναίκα του ότι ήμουν εκεί, κουκουλώθηκε ολόκληρος με το σεντόνι και μου φώναξε: «Φύγε. Δεν θέλω να με δεις έτσι χάλια».

Τα κόκκινα παπούτσια
Την εποχή της μεγάλης φτώχειας, αγόρασε παπούτσια κόκκινα της φωτιάς, που τα πουλούσαν πάμφθηνα διότι κανείς δεν τα αγόραζε. Για να διακωμωδήσει την επιλογή του, όταν τον έβλεπε κάποιος γνωστός, άρχιζε να χορεύει και φώναζε: 
«Δες, πήραν τα πόδια μου φωτιά!»

Η αγάπη
Αγαπούσε τον άνθρωπο. Όλους τους ανθρώπους. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δε μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα - σκοπό του στρατοπέδου έγραψε: 
«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».
Σεμνότητα
Δεν μίλησε σε μέσο ενημέρωσης ποτέ. Ως δημοσιογράφος, τον πίεζα επί πολλά χρόνια, να μου δώσει συνέντευξη. Αντιστεκόταν και η απάντηση πάντα ίδια: 
«O δημιουργός μιλάει με το έργο του». Σε περίοδο μεγάλης ανέχειας, περπατούσε προς το σπίτι του και άλλαξε πεζοδρόμιο περνώντας απέναντι. Στην ερώτηση, γιατί λοξοδρόμησε, είπε: 
«Μου χρωστάει ο χασάπης εκατό δραχμές και δεν θέλω να νομίσει ότι πέρασα για να του το θυμίσω».

Το τέλος

30 Οκτωβρίου 1988. Στο Γενικό Κρατικό Αθηνών. Υποβλήθηκε σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας πέντε ωρών η καθεμία, που όμως δε μπόρεσαν να αποτρέψουν το τέλος. Όσοι βρισκόμαστε εκεί δεχτήκαμε την είδηση βουβά. Ήταν μια διάχυτη βουβή οδύνη. Θυμάμαι, φύγαμε από τον προθάλαμο του χειρουργείου, για να βρει μια γωνιά ο καθένας μόνος, να τον αποχαιρετίσει με ένα δάκρυ.

Σημείωση: Το κείμενο του Γιώργου Δουατζή πρωτοδημοσιεύθηκε στο τχ. 16 του περιοδικού Νέα Ευθύνη.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Τάκης Μουσαφίρης - Πες μου που πουλάν καρδιές...

Πες μου που πουλάν καρδιές να σου πάρω μια
πες μου που πουλάν χαρές να σου πάρω δυο
πες μου που πουλάν ψυχές να σου πάρω μια
που πουλάν αϊτόφτερα να σου πάρω δυο

Θέλω να ‘χεις δυο καρδιές
ν’ αγαπάς διπλά τον κόσμο
θέλω να ‘χεις δυο ψυχές
γιομάτες να ‘ναι δυόσμο
θέλω να ‘σαι αετός

Πες μου που πουλάν καρδιές να σου πάρω μια
πες μου που πουλάν ψυχές να σου πάρω δυο
που πουλάν τις Κυριακές τις γιορτές τις σκόλες
πες μου που πουλάν χαρές να στις πάρω όλες

Θέλω να ‘σαι αετός
σ’ αψηλά να πας λημέρια
το κρασί σου ήλιου φως
και να κερνάς τ’ αστέρια
θέλω να ‘σαι αετός