Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Δεν έχω ανάγκη από χρήματα. Έχω ανάγκη από αισθήματα, από
λέξεις, από λέξεις σοφά διαλεγμένες, από λουλούδια που τα λένε
σκέψεις, από ρόδα που τα λένε παρουσίες, από όνειρα που
κατοικούν τα δέντρα, από τραγούδια που κάνουν τ’ αγάλματα να
χορεύουν, από άστρα που ψιθυρίζουν στ’ αυτί των εραστών. Έχω
ανάγκη από ποίηση, εκείνη τη μαγεία που καίει το βάρος των λέξεων, που
ξυπνά τις συγκινήσεις και φέρνει καινούργια χρώματα.
Io non ho bisogno di denaro ho bisogno di sentimenti di parole di parole scelte sapientemente di fiori detti pensieri di rose dette presenze di sogni che abitino gli alberi di canzoni che facciano danzare le statue di stelle che mormorino all’orecchio degli amanti. Ho bisogno di poesia questa magia che brucia la pesantezza delle parole che risveglia le emozioni e dà colori nuovi.
Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.
Έπεσε
απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία. Μια παλιά
στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε
την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό·
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη, μια ελευθερία
χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και τούβαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια· χαμογέλασε αόριστα
κ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ’ απόγευμα. Γ. Ρίτσος / Ποιήματα, τομ. 3ος, σελ. 393 - Κέδρος Συλλογή:
Ασκήσεις (1950-1960)
Σβήσε τα μάτια μου - μπορώ να σε κοιτάζω, τ' αυτιά μου σφράγισε
τα, να σ’ ακούω μπορώ. Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ’
εσένα, και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ. Κόψε τα χέρια
μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω, σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την
καρδιά. Σταμάτησε μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το
κεφάλι. Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ μέσα
στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.
ΣΧΟΛΙΟ Ο έρωτας, που απ' όλες τις εμπειρίες του ανθρώπου είναι ίσως η μόνη που μπορεί
να τον οδηγήσει πέρα από τα όριά του, νοθεύεται από την επιθυμία του
ερωτευμένου να κάνει δικό του το αγαπημένο πρόσωπο.
Γι' αυτό ο Ρίλκεθεωρεί υψηλότερη μορφή του έρωτα εκείνη την οποία βρίσκει στις
μεγάλες ηρωίδες της αγάπης,
στις γυναίκες που έχουν εγκαταλειφθεί από τον αγαπημένο τους
και που έχουν καθαγιαστεί από την καθαρότητα της ερωτικής τους
φλόγας. Το «Σβήσε τα μάτια μου...» περιέχει μιαν έκφραση αυτής της
καθαρότητας.
Ο άνθρωπος που μιλάει στο ποίημα θα μπορούσε να είναι μια από τις
παραπάνω ηρωίδες (λ.χ. η Αριάδνη ή η Διδώ), αλλά και κάθε πρόσωπο που
νιώθει ότι
ο έρωτας δεν εξαρτάται από το αίσθημα της ανταπόδοσης, αλλά
είναι μια υπέρτατη δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό
του.
«Πώς γράφω; Δεν ξέρω κι εγώ πώς γράφω... απλώς γράφω γιατί δεν μπορώ να μην γράφω.
Θυμάστε τι είπε ο Ρίλκεσε έναν νέο ποιητή που του έθεσε τα γραπτά του υπό την κρίση του;
Τον ρώτησε: “Δάσκαλε, κοίταξε τα γραπτά μου και πες μου, αξίζει τον κόπο για να συνεχίσω;”.
Και ο Ρίλκε του απάντησε:
“Ρώτησε τον εαυτό σου, αν δεν γράψεις θα πεθάνεις; Και τότε να αρχίσεις να γράφεις χωρίς να ρωτάς κανέναν”.
Έτσι, λοιπόν, η γραφή της ποίησης δεν είναι ένα πάρεργο, δεν είναι ένα χόμπι.
Είναι μια βαθύτατη αναγκαιότητα, κι όχι προσωπική, αλλά καθολική αναγκαιότητα, δηλαδή όλων των ανθρώπων.
Είναι η ανάγκη της επαφής, της επικοινωνίας, της μετάδοσης μιας βαθύτατης εμπειρίας και της δημιουργίας ενός πλατύτατου κλίματος αδερφοσύνης πέρα απ' τις διαφορές -πολιτικές, ιδεολογικές, παραδοσιακές, θρησκευτικές, φυλετικές- πολύ πιο πέρα...
Η ποίηση είναι εκείνη που παραμερίζει εκείνα τα στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους, ανακαλύπτει και αναδεικνύει αυτά τα στοιχεία που τους ενώνουν.
Γι' αυτό η λειτουργία της έχει μια εξαιρετικά μεγάλη κοινωνική σημασία και όπως έχουν πει μεγάλοι αισθητικοί, οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος.
Κι ακόμη κάποιοι άλλοι έχουν πει ότι οι ποιητές είναι οι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής.
Τα ερεθίσματα; Για τη γραφή μου; Είναι άπειρα.
Όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ν' αναπνέει, και ποτέ δεν αναρωτιέται "αναπνέω για να ζήσω;", όχι αναπνέω γιατί δεν μπορώ να μην αναπνέω. Έτσι κι ο ποιητής γράφει.
Όχι για να κερδίσει δόξα, όχι για να κερδίσει επιτυχία, όχι για να κερδίσει φήμη, όχι. Γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Έτσι εφόσον λοιπόν είναι τόσο απέραντη η ποίηση εφάπτεται με το απέραντο της ζωής. Έτσι δεν υπάρχει λόγος να πούμε τι είναι τα κίνητρα, ποια τα ερεθίσματα.
Κάθε στιγμή είναι ένα ερέθισμα. Κάθε στιγμή για την ποίηση έχει τόσο μεγάλη διάρκεια όσο μια αιωνιότητα.
Who would bear a grudge if my mother’s wishand my father’s hand made me a priest, beloved of God? And may you, blessed Christ, receive me in your choirs, and grant glory
to your servant Gregory, the son of Gregory.
┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿
Ελλάδα, αγαπημένη μου, νιότη μου εσύ και σώμα μου κι όλα μου τ' αποχτήματα, πώς του Χριστού το δρόμο πρόθυμα ανοίξατε για μένα!
Και, αν της μάνας μου η ευχή, και του πατέρα το χέρι
αγαπημένο μ' έκαναν του Ύψιστου ιερέα, ποιος θα 'ναι ο ζηλόφθονος της τόση μου ευτυχίας;
Ευλογημένε μου Χριστέ, δέξου με στην αυλή Σου και χάρισε
δόξα λαμπρή στον λάτρη Σου Γρηγόριο, το γιο του Γρηγορίου.
Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος τη νέα χρονιά.
Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια
ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου,
με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το...
«Νύχτωσε» Ακόμη ένας χρόνος… είπε· Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του Ένας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε Βαρέθηκε τα ποιήματα, Βαρέθηκε τη μουσική. Τ' αγάλματα κωφάλαλα. Να πιω τον καφέ μου - είπε. Να καπνίσω το τσιγάρο μου. Να είμαι, να μην είμαι Διπλά Μέσα σ' αυτή την ησυχία, Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Ο μελαγχολικός εξομολογητικός τόνος ενός ηλικιωμένου Ρίτσου, πλησιάζοντας τον θάνατο, μετατρέπεται στη δεύτερη, διορθωμένη, καθαρή γραφή σε ποίημα δραματοποιημένης αποστασιοποίησης από την αρχική συγκίνηση:
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε. Κι ούτε που ξέραμε καθόλου Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν. Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν. Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς· Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο Εχοντας στους ώμους τους Τεράστια χάλκινα όργανα. Μείνε, λοιπόν, εδώ, Κάπνισε το τσιγάρο σου Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα. Κωφάλαλα τ' αγάλματα. Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των
Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει κα-
θημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που
κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που
εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει
σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα
χωριά. Κι απάνω
που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά
τριξίματα της γης, και δειλά
συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπά-
νας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που
ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρή-
γορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας
πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα-
δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε-
το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ-
λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαι-
μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και
πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το
κεφάλι από το μέ-
ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμω-
ναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που
ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα
να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα
χωριά κοιτάξει
σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που
συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλ-
λαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να
που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη
πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις
γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά πα-
λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια.
Καπεταναίοι αγέλα-
στοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12,
μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελά-
τες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και
Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχών-
τας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριά-
ζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές
τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος
του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο-
χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε
Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά,
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει
καθημερινές
και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλού-
σιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα
πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να
διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγο-
ρο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ-
ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες
με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκό-
μοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις
παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν
ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας
ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχα-
με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ-
τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα,
ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θα-
νάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι
αιχμαλώτους, μόλις πια-
σμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περί-
πολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες
κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιο-
φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι
εκείνα ανήμπορα μέσα
στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν
μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο-
βολίδες.
Γραμματολογικά και ιστορικά στοιχεία του “Στοιχεία ταυτότητας”
Το Στοιχεία ταυτότητας ανήκει στη συλλογή “Μονοβασιά”( 1982). Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ποίημα: το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με τον ποιητή. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από τον τόπο, τη χρονιά γέννησης και το επάγγελμα του ποιητικού υποκειμένου, έτσι όπως μας δίνεται στο ποίημα: "τα τελευταία χρόνια μου 'δωσαν την πλέον απίθανη ημερομηνία της γέννησής μου, 1909”, τόπος της γέννησής μου: “Άκρα Μινώα”, “Επάγγελμά μου: λόγια και λόγια”. Ο στίχος είναι ελεύθερος και το λεξιλόγιο είναι απλό, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις, έτσι ώστε να αποδίδει στο ποίημα ένα ύφος προφορικότητας και σαρκασμού π.χ. “Ρακοσυλλέκτη με είπαν”, “Βολεύτηκα μ'αυτήν και μένω”, “Οι ανίδεοι δεν 'ξέραν”, “Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια”κ.ά. Το ποίημα χωρίζεται σε τέσσερις στροφές, οι οποίες, καθώς συνδέονται, δημιουργούν την αίσθηση της απάντησης στην ερώτηση που δίνεται κατά κάποιο τρόπο στον τίτλο: ποια είναι τα στοιχεία ταυτότητας;
Ο Ρίτσος τοποθετεί χρονολογικά τον εαυτό του στο κάποτε, στο τώρα και στο πάντα - βρίσκεται στο 903 π.Χ., στο 903 μ.Χ., αμφιβόλως τη στιγμή της γέννησής του το 1909 και 2000 χρόνια αργότερα στα 3909. Είναι φανερή η ύπαρξη της ιστορικής συνέχειας. Ο ποιητής, καθώς είναι κομμάτι της ανθρωπότητας, βρίσκεται σε όλες τις φάσεις που περνάει: στους ηρωικούς αγώνες, στους μάταιους πολέμους, στις μέρες που θα 'ρθουν, ακόμα και αν δεν τις ζήσει. Είναι αυτό το κομμάτι της μυθολογίας του, εμπνευσμένο από την μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας που βλέπει την πορεία της ανθρωπότητας να πορεύεται σε μία ευθεία και ο ίδιος σαν κομμάτι αυτής της ιστορίας φέρει πάνω του όλο το παρελθόν και ευθύνεται για το μέλλον. Σπούδασε, όπως μας λέει στην πρώτη στροφή του ποιήματος,” την ιστορία του παρελόντος και του μέλλοντος στη Σύγχρονη Σχολή του Αγώνα”. .......... η συνέχεια εδώ: Η μυθική μέθοδος στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
Στροφή Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι. Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα; Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει, ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος, γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι, του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης, καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς, μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά, ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση, που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε, απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.
Σκόρπια Φύλλα Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια "ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;" αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός όπως ακριβώς ήσουν και ήταν κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων να μας πας στην ξενητειά να μας πας στα πέρα μέρη φύσα θάλασσα πλατειά φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.