Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 029 — ΚΘ'
τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν;

Εἰς τὸ τέλος· 
ψαλμὸς ᾠδῆς τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου· Δαυΐδ.
🔆 ΥΨΩΣΩ σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με
καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ.
🔆 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με·
🔆 Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, 
ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον.
🔆 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, 
καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ·
🔆ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ· 
τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.
🔆 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου· οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα.
🔆 Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύναμιν· 
ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος.
🔆 πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι.
🔆 τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; 
μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου;
🔆 ἤκουσε Κύριος, καὶ ἠλέησέ με, Κύριος ἐγενήθη βοηθός μου.
🔆 ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί, 
διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην,
🔆 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ δόξα μου καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ. 
Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξομολογήσομαί σοι.
Ψαλμός 29 κατά τη Μετάφραση Ο' (Μασ. 30 )

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Alda Merini — Δεν έχω ανάγκη από χρήματα / Io non ho bisogno di denaro

Camille Monet At The Window, Argentuile
Δεν έχω ανάγκη από χρήματα.
Έχω ανάγκη από αισθήματα,
από λέξεις, από λέξεις σοφά διαλεγμένες,
από λουλούδια που τα λένε σκέψεις,
από ρόδα που τα λένε παρουσίες,
από όνειρα που κατοικούν τα δέντρα,
από τραγούδια που κάνουν τ’ αγάλματα να χορεύουν,
από άστρα που ψιθυρίζουν στ’ αυτί των εραστών.
Έχω ανάγκη από ποίηση,
εκείνη τη μαγεία που καίει το βάρος των λέξεων,
που ξυπνά τις συγκινήσεις και φέρνει καινούργια χρώματα.


μετάφραση Ευαγγελία Πολύμου


Io non ho bisogno di denaro
ho bisogno di sentimenti
di parole
di parole scelte sapientemente
di fiori detti pensieri
di rose dette presenze
di sogni che abitino gli alberi
di canzoni che facciano danzare le statue
di stelle che mormorino
all’orecchio degli amanti.
Ho bisogno di poesia
questa magia che brucia
la pesantezza delle parole
che risveglia le emozioni e dà colori nuovi.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Δαυΐδ, Ψαλμὸς 022ος — ΚΥΡΙΟΣ ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.

ΚΥΡΙΟΣ ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. 
εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν,
ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με, 
τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. 
ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης 
ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 
ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, 
οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· 
ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, 
αὗταί με παρεκάλεσαν. 
ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, 
ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· 
ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, 
καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον. 
καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με 
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, 
καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου 
εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Το χιόνι

Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.
Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό·
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν 
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο 
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και τούβαλε 
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια· χαμογέλασε αόριστα 
κ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ’ απόγευμα.

Γ. Ρίτσος / Ποιήματα
, τομ. 3ος, σελ. 393 - Κέδρος
Συλλογή: Ασκήσεις (1950-1960) 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Rainer Maria Rilke — Σβήσε τα μάτια μου - μπορώ να σε κοιτάζω | Extinguish Thou my eyes: I still can see Thee

Σβήσε τα μάτια μου - μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισε τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησε μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.
μετάφραση - Κωστής Παλαμάς 

💖💖💖💖💖💖💖

Extinguish Thou my eyes: I still can see Thee,
deprive my ears of sound: I still can hear Thee,
and without feet I still can come to Thee,
and without voice I still can call to Thee.
Sever my arms from me, I still will hold Thee
with all my heart as with a single hand,
arrest my heart, my brain will keep on beating,
and Should Thy fire at last my brain consume,
the flowing of my blood will carry Thee.
Translated by Albert Ernest Flemming

Rainer Maria Rilke


ΣΧΟΛΙΟ
Ο έρωτας, που απ' όλες τις εμπειρίες του ανθρώπου είναι ίσως η μόνη που μπορεί να τον οδηγήσει πέρα από τα όριά του, νοθεύεται από την επιθυμία του ερωτευμένου να κάνει δικό του το αγαπημένο πρόσωπο. 

Γι' αυτό ο Ρίλκε θεωρεί υψηλότερη μορφή του έρωτα εκείνη την οποία βρίσκει στις μεγάλες ηρωίδες της αγάπης, στις γυναίκες που έχουν εγκαταλειφθεί από τον αγαπημένο τους και που έχουν καθαγιαστεί από την καθαρότητα της ερωτικής τους φλόγας.
Το «Σβήσε τα μάτια μου...» περιέχει μιαν έκφραση αυτής της καθαρότητας. 
Ο άνθρωπος που μιλάει στο ποίημα θα μπορούσε να είναι μια από τις παραπάνω ηρωίδες (λ.χ. η Αριάδνη ή η Διδώ), αλλά και κάθε πρόσωπο που νιώθει ότι ο έρωτας δεν εξαρτάται από το αίσθημα της ανταπόδοσης, αλλά είναι μια υπέρτατη δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο να υπερβεί τον εαυτό του.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — «Πώς γράφω;»

«Πώς γράφω; Δεν ξέρω κι εγώ πώς γράφω... απλώς γράφω γιατί δεν μπορώ να μην γράφω
Θυμάστε τι είπε ο Ρίλκε σε έναν νέο ποιητή που του έθεσε τα γραπτά του υπό την κρίση του; 
Τον ρώτησε: “Δάσκαλε, κοίταξε τα γραπτά μου και πες μου, αξίζει τον κόπο για να συνεχίσω;”. 
Και ο Ρίλκε του απάντησε: 
“Ρώτησε τον εαυτό σου, αν δεν γράψεις θα πεθάνεις; Και τότε να αρχίσεις να γράφεις χωρίς να ρωτάς κανέναν”. 
Έτσι, λοιπόν, η γραφή της ποίησης δεν είναι ένα πάρεργο, δεν είναι ένα χόμπι. 
Είναι μια βαθύτατη αναγκαιότητα, κι όχι προσωπική, αλλά καθολική αναγκαιότητα, δηλαδή όλων των ανθρώπων.
Είναι η ανάγκη της επαφής, της επικοινωνίας, της μετάδοσης μιας βαθύτατης εμπειρίας και της δημιουργίας ενός πλατύτατου κλίματος αδερφοσύνης πέρα απ' τις διαφορές -πολιτικές, ιδεολογικές, παραδοσιακές, θρησκευτικές, φυλετικές- πολύ πιο πέρα...
Η ποίηση είναι εκείνη που παραμερίζει εκείνα τα στοιχεία που χωρίζουν τους ανθρώπους, ανακαλύπτει και αναδεικνύει αυτά τα στοιχεία που τους ενώνουν.
Γι' αυτό η λειτουργία της έχει μια εξαιρετικά μεγάλη κοινωνική σημασία και όπως έχουν πει μεγάλοι αισθητικοί, οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος.
Κι ακόμη κάποιοι άλλοι έχουν πει ότι οι ποιητές είναι οι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής.

Τα ερεθίσματα; Για τη γραφή μου; Είναι άπειρα.
Όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ν' αναπνέει, και ποτέ δεν αναρωτιέται "αναπνέω για να ζήσω;", όχι αναπνέω γιατί δεν μπορώ να μην αναπνέω. Έτσι κι ο ποιητής γράφει. 
Όχι για να κερδίσει δόξα, όχι για να κερδίσει επιτυχία, όχι για να κερδίσει φήμη, όχι. Γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.

Έτσι εφόσον λοιπόν είναι τόσο απέραντη η ποίηση εφάπτεται με το απέραντο της ζωής. Έτσι δεν υπάρχει λόγος να πούμε τι είναι τα κίνητρα, ποια τα ερεθίσματα.
Κάθε στιγμή είναι ένα ερέθισμα.
Κάθε στιγμή για την ποίηση έχει τόσο μεγάλη διάρκεια όσο μια αιωνιότητα.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Γρηγόριος Θεολόγος — «Ἑλλὰς ἐµή, νεότης τε φίλη,... » — Ελλάδα αγαπημένη μου, νιότη μου εσύ ... Gregory of Nazianzus - O my Greece, my youth, and all I possess

Ἑλλὰς ἐµή, νεότης τε φίλη, καὶ ὅσσα πεπάσµην,
καὶ δέµας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως.
Εἰ δ᾿ ἱερήα φίλον µε θεῶ θέτο µητέρος εὐχὴ
καὶ πατρὸς παλάµη, τὶς φθόνος; Ἀλλά, µάκαρ,
σοῖς µε, Χριστέ, χοροίσι δέχου, καὶ κῦδος ὀπάζοις
υἱέϊ Γρηγορίου σῷ λάτρι Γρηγορίῳ.
┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿
«On Himself» by Gregory of Nazianzus

O my Greece, my youth, and all I possess,

my body, how gladly you gave way to Christ!
Who would bear a grudge if my mother’s wishand
my father’s hand made me a priest, beloved of God? And may you,
blessed Christ, receive me in your choirs, and grant glory
to your servant Gregory, the son of Gregory.
┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿ ┿
Ελλάδα, αγαπημένη μου, νιότη μου εσύ
και σώμα μου κι όλα μου τ' αποχτήματα,

πώς του Χριστού το δρόμο πρόθυμα ανοίξατε για μένα!
Και, αν της μάνας μου η ευχή, και του πατέρα το χέρι
αγαπημένο μ' έκαναν του Ύψιστου ιερέα,
ποιος θα 'ναι ο ζηλόφθονος της τόση μου ευτυχίας;
Ευλογημένε μου Χριστέ, δέξου με στην αυλή Σου και χάρισε
δόξα λαμπρή στον λάτρη Σου Γρηγόριο, το γιο του Γρηγορίου.

απόδοση, Βασιλική Π. Δεδούση

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — «Νύχτωσε»

Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος τη νέα χρονιά.

Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου.
Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια 
ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, 
με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του.
Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το...
sad song for the lonely soul
«Νύχτωσε»
Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ένας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.

Ο μελαγχολικός εξομολογητικός τόνος ενός ηλικιωμένου Ρίτσου, πλησιάζοντας τον θάνατο, μετατρέπεται στη δεύτερη, διορθωμένη, καθαρή γραφή σε ποίημα δραματοποιημένης αποστασιοποίησης από την αρχική συγκίνηση:

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.
Αθήνα 1.1.88

Οδυσσέας Ελύτης — Το Άξιον Εστί - Ψαλμός Γ'
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα/όπως ο ασκητής το Θεό του.

Jackie Dodson - By the Stream with Vincent
        Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
        και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
        και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
        και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
        Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
        και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
        μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
        Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
        Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
        Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
        την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
        και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
        και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
        Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
        Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ! 

Οδυσσέας Ελύτης — Το Άξιον Εστί - Άσμα β'
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ * γαληνεμό δεν έλαβα

 Νέος πολύ και γνώρισα *
Όχι του δάσους μία στιγμή *
Μόνο του σκύλου που αλυχτά *
Των χαμηλών σπιτιών καπνοί *
Η ανομολόγητη ματιά *

Όχι που αργούν στον άνεμο *
Πέφτει η γαλήνη σαν βροχή *
Μόνο του ζώου που σπαρταρά *
Της Παναγίας δύο φορές *
Στην πεδιάδα της ταφής *

Μόνο της θύρας χτύπημα *
Μήτε σημάδι καν χεριού *
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ *
Στων αδερφών τη μοιρασιά *
 Η πετροκόλλητη σαγή *
των εκατό χρονώ φωνές
στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός
στα βουνά τ' ανδροβάδιστα
και κείνων που ψυχορραγούν 
του κόσμου του άλλου η ταραχή

των πελαργών μικρές κρωξιές
και γρούζουν τα κηπευτικά
τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα
ο μαύρος γύρος των ματιών 
και στην ποδιά των γυναικών

κι όταν ανοίξεις πια κανείς
στη λίγη πάχνη των μαλλιών
γαληνεμό δεν έλαβα
μου δόθη ο κλήρος ο λειψός
και το ζακόνι των φιδιών.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Οδυσσέας Ελύτης — Το Άξιον Εστί - Η Πορεία προς το Μέτωπο «Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα.»

Ουμβέρτος Αργυρός, πορεία προς το μέτωπο. Πορεύονται στα χιόνια 
για να υπερασπιστούν την πατρίδα σ' ένα ονειρικό χιονισμένο τοπίο...
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει κα-
θημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που
κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που
εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει
σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
        Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω
που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά
συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπά-
νας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που
ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρή-
γορο των πολυβόλων.
        Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα-
δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε-
το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ-
λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαι-
μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και
πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
        Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέ-
ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμω-
ναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που
ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα
να 'ναι.
        Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει
σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που
συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλ-
λαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να
που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη
πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις
γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά πα-
λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλα-
στοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12,
μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελά-
τες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και
Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχών-
τας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριά-
ζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές
τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος
του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο-
χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε
Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά,
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
        Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές
και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλού-
σιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα
πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να
διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγο-
ρο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ-
ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες
με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκό-
μοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις
παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν
ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας
ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχα-
με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ-
τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,
«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα,
ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θα-
νάτου.
        Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πια-
σμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περί-
πολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες
κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιο-
φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα
στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
        Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν
μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο-
βολίδες.

https://www.youtube.com/watch?v=0wGT70x5B_w

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Βαγγέλης Γκούφας — Αϊ Γαρούφαλό μου
El gallo rojo y el gallo negro

Ένα τραγούδι από την ψυχή του ισπανικού 
και του ελληνικού αντιφασιστικού αγώνα!

Βγήκαν λάμιες στο ποτάμι
σύννεφο έβαλαν γιορντάνι
κι άντρας ζώνει τ’ άρματά του
πάει ταμένος του θανάτου

Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι… γαρούφαλλό μου

Άλογο φαρί καβάλα
δράκοι τού ’στησαν κρεμάλα
μπρος στο μαρμαρένιο αλώνι
στέκει και το πεταλώνει
Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι… γαρούφαλλό μου

Και στην άκρη στο ποτάμι
μια φλογέρα, ένα καλάμι
κάνει τον καημό φλογέρα
το παράπονό του, αέρα

Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι… γαρούφαλλό μου

Ποιος πονεί και ποιος το θέλει
του ανέμου οι αρχαγγέλοι
του καπνού ’ναι και τ’ ανέμου
δεν το βάσταξα ποτέ μου

Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι… γαρούφαλλό μου

Του χάρου είν’ το πανηγύρι
το χορό νεκρός να σύρει
τ’ άστρα μες στο παραγάδι
και τον ήλιο στο σημάδι

Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι… γαρούφαλλό μου
🌸🌺🌺🌺🌺


Gallo Rojo, Gallo Negro

Cuando canta el gallo negro
es que ya se acaba el día.
Si cantara el gallo rojo,
otro gallo cantaría

¡Ay! Si es que yo miento,
que el cantar de mi canto
lo borre el viento

¡Ay! Que desencanto,
si me borrara el viento
lo que yo canto.

Se encontraron en la arena
los dos gallos frente a frente.
El gallo negro era grande,
pero el rojo era valiente.

¡Ay! Si es que yo miento,
que el cantar de mi canto
lo borre el viento

Se miraron cara a cara
y atacó el negro primero.
El gallo rojo es valiente,
pero el negro es traicionero.

¡Ay! Si es que yo miento,
que el cantar de mi canto
lo borre el viento

Gallo negro, gallo negro,
gallo negro te lo advierto:
no se rinde un gallo rojo
más que cuando está ya muerto.

¡Ay! Si es que yo miento,
que el cantar de mi canto
lo borre el viento

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Νίκος Καρούζος — Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου πλάι του σ' ὡραία παραλία ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια

Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ' τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος
μαυροντυμένος μ' ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ' ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ' ὅλα τ' ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ' ὅλες τὶς ἀχτίδες
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ' ἕνας σκύλος
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.

Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο 
Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Στοιχεῖα Ταυτότητος. Ἐσπούδασα ἱστορία τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος στὴ σύγχρονη Σχολὴ τοῦ Ἀγῶνα. Ἐπάγγελμά μου: λόγια καὶ λόγια, - τί νά ῾κανα; Ρακοσυλλέκτη μὲ εἶπαν. Καὶ τᾦντι.

Χρονολογία τῆς γέννησής μου πιθανὸν τὸ 903 π.X. -
   ἐξίσου πιθανὸν
τὸ 903 μ.X. Ἐσπούδασα ἱστορία τοῦ παρελθόντος
   καὶ τοῦ μέλλοντος
στὴ σύγχρονη Σχολὴ τοῦ Ἀγῶνα. Ἐπάγγελμά μου:
λόγια καὶ λόγια, - τί νά ῾κανα; Ρακοσυλλέκτη μὲ
   εἶπαν. Καὶ τᾦντι.

Σύναξα ἕνα σωρὸ φτερὰ στρουθοκαμήλου ἀπ᾿ τὰ κα-
   πέλα τῆς ὑπόγειας Κόρης,
κουμπιὰ ἀπὸ χλαῖνες στρατιωτῶν, ἕνα κράνος, δυὸ
   φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ἀκόμη δυὸ σπιρτόκουτα καὶ τὴν καπνοσα-
   κούλα
τοῦ Μεγάλου Τυφλοῦ. Στὸ Ληξιαρχεῖο, τὰ τελευταῖα
   χρόνια, μοῦ ῾δωσαν
τὴν πλέον ἀπίθανη χρονολογία τῆς γέννησής μου: 1909.

Βολεύτηκα μ᾿ αὐτήν, καὶ μένω. Τέλος,
τὸ 3909 κάθισα στὸ σκαμνί μου νὰ καπνίσω ἕνα τσι-
   γάρο. Τότε
κατάφτασαν οἱ κόλακες· μὲ προσκυνοῦσαν· μοῦ περ-
   νοῦσαν στὰ δάχτυλα
λαμπρὰ δαχτυλίδια. Οἱ ἀνίδεοι δὲν ξέραν
πὼς τά ῾χα φτιάξει ἐγὼ μὲ τ᾿ ἄδεια τους φυσίγγια πού
  ῾χαν μείνει στοὺς λόφους.

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ τὴν ὡραία τους ἄγνοια, τοὺς 
   ἀντάμειψα πλούσια
μὲ ἀληθινὰ πετράδια καὶ διπλάσιες κολακεῖες. Πάντως
τὸ μόνο σίγουρο: τόπος τῆς γέννησής μου: ἡ Ἄκρα
   Mινώα.
Γραμματολογικά και ιστορικά στοιχεία του “Στοιχεία ταυτότητας”

Το Στοιχεία ταυτότητας ανήκει στη συλλογή “Μονοβασιά”( 1982). Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ποίημα: το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με τον ποιητή. 

Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από τον τόπο, τη χρονιά γέννησης και το επάγγελμα του ποιητικού υποκειμένου, έτσι όπως μας δίνεται στο ποίημα:
"τα τελευταία χρόνια μου 'δωσαν την πλέον απίθανη ημερομηνία της γέννησής μου, 1909”, τόπος της γέννησής μου: “Άκρα Μινώα”, “Επάγγελμά μου: λόγια και λόγια”. 

Ο στίχος είναι ελεύθερος και το λεξιλόγιο είναι απλό, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις, έτσι ώστε να αποδίδει στο ποίημα ένα ύφος προφορικότητας και σαρκασμού π.χ. 
“Ρακοσυλλέκτη με είπαν”, 
“Βολεύτηκα μ'αυτήν και μένω”, 
“Οι ανίδεοι δεν 'ξέραν”, 
“Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια” κ.ά. 
Το ποίημα χωρίζεται σε τέσσερις στροφές, οι οποίες, καθώς συνδέονται, δημιουργούν την αίσθηση της απάντησης στην ερώτηση που δίνεται κατά κάποιο τρόπο στον τίτλο: ποια είναι τα στοιχεία ταυτότητας;

Ο Ρίτσος τοποθετεί χρονολογικά τον εαυτό του στο κάποτε, στο τώρα και στο πάντα - βρίσκεται στο 903 π.Χ., στο 903 μ.Χ., αμφιβόλως τη στιγμή της γέννησής του το 1909 και 2000 χρόνια αργότερα στα 3909. 

Είναι φανερή η ύπαρξη της ιστορικής συνέχειας. 
Ο ποιητής, καθώς είναι κομμάτι της ανθρωπότητας, βρίσκεται σε όλες τις φάσεις που περνάει: στους ηρωικούς αγώνες, στους μάταιους πολέμους, στις μέρες που θα 'ρθουν, ακόμα και αν δεν τις ζήσει. 
Είναι αυτό το κομμάτι της μυθολογίας του, εμπνευσμένο από την μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας που βλέπει την πορεία της ανθρωπότητας να πορεύεται σε μία ευθεία και ο ίδιος σαν κομμάτι αυτής της ιστορίας φέρει πάνω του όλο το παρελθόν και ευθύνεται για το μέλλον. 
Σπούδασε, όπως μας λέει στην πρώτη στροφή του ποιήματος,” την ιστορία του παρελόντος και του μέλλοντος στη Σύγχρονη Σχολή του Αγώνα”. 
.......... 
η συνέχεια εδώ:
Η μυθική μέθοδος στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης — 1. Στροφή 2. - Σκόρπια Φύλλα
Εκπομπή «Μονόγραμμα» - Στη μνήμη της Ηρούς Σγουράκη

Στροφή
Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;

Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.

Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.

Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.

Σκόρπια Φύλλα
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί

ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.


από τη Διαγώνιο, 2, 1961

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: Ο Ποιητής του Επέκεινα αλλά και του «Εδώ και Τώρα», 
όπως τον θυμούνται οι φίλοι και μαθητές του