Ανδρέας Κοντέλλης «Λήμνος» |
27 Ὀκτωβρίου 1948 (στο Κοντοπούλι της Λήμνου)
Ἐδῶ τ᾿ ἀγκάθια εἶναι πολλὰ -
ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια,
σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο.
Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες
ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους.
Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε
χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι
σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια.
Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες
ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα
ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι
στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα
σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο
ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν.
29 Ὀκτωβρίου
Κοιμόμαστε λίγο - δὲ μᾶς φτάνει.
Ὅλη νύχτα ροχαλίζουν οἱ ἐξόριστοι -
κουρασμένα παιδιά, κουρασμένα.
Ἀπ᾿ ὄξω εἶναι τ᾿ ἀστέρια - πολὺ μεγάλα ἀστέρια
κουρεμένα ἀστέρια ποὺ οἱ τρίχες τους φυτρώνουν ἄγριες
σὰν τὸ κεφάλι τ᾿ Ἅη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου
ἢ σὰν τοῦ δικοῦ μας τοῦ Παναγιώτη.
Εἶναι καὶ τὰ μικρὰ βατράχια μέσα στὸ φλισκοῦνι.
Τὸ πρωὶ μᾶς χτυπάει καταπρόσωπο ἕνας ρόδινος ἥλιος
καθρεφτισμένος μὲ τὸν πιὸ συνηθισμένο τρόπο στὴ θάλασσα πέρα
ὅμοιος μὲ κεῖνες τὶς φτηνὲς ἐλαιογραφίες ποὺ πουλοῦν στὰ σκαλιὰ τοῦ Ἀρσακείου
κι εἶναι παράξενο ποὺ ἕνας τέτοιος ἥλιος μᾶς ἀρέσει.
Ἕνας-ἕνας, δυό-δυό, πολλὲς φορὲς καὶ πιότεροι
σταματᾶμε στὸ προαύλιο ἢ στὸ λόφο καὶ τὸν κοιτᾶμε.
Καὶ τοῦτος ὁ ἥλιος μᾶς χτυπάει μὲ δύναμη τὰ πρόσωπα
ὅπως ἐκεῖνος ὁ ξυπόλητος χωριάτης ραβδίζει
τὶς μυγδαλιὲς νὰ πέσουν τὰ στερνά τους μύγδαλα.
Ὕστερα σκύβουμε τὰ μάτια, κοιτᾶμε τὰ παπούτσια μας,
κοιτᾶμε τὸ χῶμα. Δὲν ἔπεσε τίποτα.
29 Ὀκτωβρίου
Ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια καὶ στὰ πεσμένα φύλλα
βρήκαμε μία γυμνὴ γαϊδουροκεφαλὴ -
ἴσως καὶ νἆναι τὸ κεφάλι τοῦ καλοκαιριοῦ
ἔτσι ἀφημένο στὶς βρεγμένες πέτρες
καὶ γύρω του κάτι μικρὰ γαλάζια λουλούδια
ποὺ δὲν ξέρουμε τ᾿ ὄνομά τους.
Ἂν φωνάξει κάποιος πίσω ἀπ᾿ τὸ φράχτη
ἡ φωνή του κατακάθεται γρήγορα στὸ χῶμα
σὰν ἕνα χωνὶ ἀπὸ στρατσόχαρτο γεμάτο μαύρη σταφίδα.
Τὸ βράδι ἀκοῦμε πέρα στοὺς λόφους
ποὺ ἀλλάζουν τὸν ξεφούσκωτο τροχὸ τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀργότερα τὰ πράγματα ξαναβρίσκουν τὴ θέση τους
ὅπως βρίσκεις τυχαία στὸ προαύλιο
τὸ καφετὶ κουμπὶ τοῦ σακκακιοῦ σου - καὶ ξέρεις:
δὲν εἶναι διόλου ἕνα κουμπὶ ἀπὸ τὶς στολὲς
τῶν θεατρίνων τοῦ καλοκαιριοῦ - ὄχι, διόλου -
ἕνα κοινότατο κουμπὶ ποὺ πρέπει νὰ τὸ ράψεις πάλι στὸ σακκάκι σου
μ᾿ ἐκείνη τὴν ἀδέξια, εὐγενικὴ προσοχὴ
τοῦ πάντοτε μαθητευόμενου.
1 Νοεμβρίου
Ἡ καταχνιὰ ἔχει μαῦρες φτεροῦγες σὰν τὶς κάργιες
δὲν ἔχει διόλου μάτια
ψάχνει μὲ τὴν τυφλότητά της τὰ μάτια μας τὶς τσέπες μας
ὅπως ἡ γριὰ χαρτορρίχτρα τὴν παλάμη μας.
Τίποτα δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ κρύψουμε.
Ἐδῶ τὰ πράματα βγαίνουν τὰ μέσα ἔξω
ὅπως μιὰ λερωμένη κάλτσα ποὺ τὴ βγάζουμε πρὶν ἀπ᾿ τὸν ὕπνο
κι ὅλα τὰ πόδια εἶναι γυμνὰ καὶ τὰ πρόσωπα τὸ ἴδιο.
Μέρα τὴ μέρα ὅλοι μιλᾶμε πιὰ στὸν ἑνικό.
Κάθε ἴσκιος ἔχει τὸ σχῆμα του θυμήσου
μὰ ὁ ἴσκιος ἀπ᾿ τὸ ἄφαντο χέρι τῆς μητέρας
παίρνει τὸ σχῆμα κάθε φωνῆς ποὺ δέ σοῦ ἀντιστέκεται
γίνεται τὸ φλιτζάνι ὁ καφές, ἕνα κομμάτι ψωμί, τὸ θερμόμετρο
ἀκόμη κι ἡ ξυριστικὴ μηχανὴ πλάι στὸ κύπελλο μὲς στὸ μικρὸ καθρέφτη.
Οἱ λάμπες τοῦ θαλάμου εἶναι δυό.
Παστρεύουμε μ᾿ ἐφημερίδες τὰ γυαλιά τους
τὅνα ἐσύ, τ᾿ ἄλλο ἐγὼ - εἴμαστε τῆς ὑπηρεσίας σήμερα.
Οἱ κινήσεις μας εἶναι ὅμοιες σχεδόν.
Δὲν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα.
Κοιτᾶμε ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν οὐρανὸ χαμένο στὴν ὁμίχλη.
Ὅλα τὰ πράγματα λοιπὸν ἔχουν τὴν ἔκφραση τοῦ πάντα.
2 Νοεμβρίου
Ὁ Μῆτσος πῆρε σήμερα ἕνα γράμμα ἀπ᾿ τὴ Σκόπελο.
Ἡ Ἀντιγόνη γράφει: «Τὸ νησιώτικο φθινόπωρο
γέμισε κίτρινα κρινάκια.
Καημένε Μῆτσο - λέει - δὲ θὰ τὰ θυμᾶσαι κεῖνα τὰ κρινάκια·
δὲ σκάμπαζες ποτέ σου ἀπὸ βοτανική».
Ὁ Μῆτσος
σκούπισε τὰ γυαλιά του, ξαναδιάβασε τὸ γράμμα. Δίπλα του
παρατημένο στὶς πέτρες τὸ «Ἐγχειρίδιο Φαρμακολογίας».
Χαμογελάει ὁ Μῆτσος. Βγάζει πάλι τὰ γυαλιά του. Δὲν τὰ σκουπίζει.
Θέλω νὰ γράψω ἕνα ποίημα γιὰ τὸ Μῆτσο
ὄχι μὲ λέξεις
ὅλο με κίτρινα κρινάκια.
3 Νοεμβρίου
Μόλις πᾶμε ν᾿ ἀνοίξουμε μία πόρτα
ὁ ἀγέρας τὴν κλείνει.
Ἔτσι κλειδωμένοι ἀπ᾿ ἔξω
σφίγγουμε καθένας τὰ κλειδιά του
μ᾿ ὅλο πούχουμε μονάχα μιὰ στάμνα
μ᾿ ὅλο ποὺ κανένας μας δὲν ἔχει σπίτι.
Σήμερα δὲν ξέρω νὰ μιλήσω.
Σήμερα μιλάω σὲ πρῶτο πρόσωπο.
Σὰν σὲ χτυπάει ὁ δικός σου ἡ πίκρα εἶναι διπλή.
Ἕνα λεωφορεῖο πέρασε τὸ ἀπόγευμα.
Ἕνας ξένος με χαιρέτησε στὰ χωράφια.
Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ εὐχαριστῶ. Δὲ μίλησα.
Ξέχασα νὰ κοιτάξω τὰ σύννεφα. Ναί, οἱ μυγδαλιὲς
πήρανε χρῶμα καστανό-βιολετὶ - θἆναι ποὺ χινοπώριασε
κι οἱ μῦγες πλήθυναν πολύ· κάθονται στὸ χαρτὶ ποὺ γράφω.
Καὶ τί ποὺ πῆραν χρῶμα καστανό-βιολετί; Τὰ μερμήγκια
ἔχουν τὸ χωματένιο σπίτι τους - εἶναι ζέστη κεῖ μέσα.
Ἐγὼ δὲν χωράω στὴ φωνή μου. Τὰ πόδια μου
μένουν ἀπ᾿ ὄξω. Κρυώνω. Καὶ μὲ βλέπουν.
Θὰ πρέπει νά ῾φταιξα πολύ.
3 Νοεμβρίου
Ὁ Πανούσης φοράει μία μακριὰ χλαίνη.
Τοῦ τὴ χάρισε κάποιος φαντάρος.
Τὴ βάψαν μαύρη στὸ καζάνι τοῦ χωριοῦ του.
Τώρα εἶναι πράσινη - μήτε καὶ πράσινη.
Μέσα στὶς τσέπες του ἔχει
πέντε κουκκιὰ καλαμπόκι καὶ δυὸ φύλλα καπνὸ
μαζὶ καὶ τὸ βλέμμα τῆς ἀγελάδας του. Ὁ Πανούσης
τυλίγεται σὲ μία χοντρὴ βελέντζα. Ἡ βελέντζα
εἶναι κόκκινη κι ἄσπρη. Κι ὁ ὕπνος τοῦ Πανούση
ἔχει τὸ χρῶμα τῆς βελέντζας. Πάντα του κοιμᾶται
μὲ τὴν τραγιάσκα, τὰ παπούτσια καὶ τὸ παντελόνι.
Ἂν εἶχε βγάλει τ᾿ ἄρβυλά του, σίγουρα κεῖ μέσα
ἕνα πουλὶ θὰ γεννοῦσε τ᾿ αὐγά του
κι ὕστερα ὁ Πανούσης δὲ θἄχε ποὺ νὰ χώσει τὰ πόδια του.
Ὁ ὕπνος του κάθε μεσημέρι
εἶναι σὰν τὸν ἴσκιο τῆς βελανιδιᾶς μὲς στὸ νερό.
Τώρα πρέπει νὰ οἰκονομήσει
ἄλλα πέντε κουκκιὰ καλαμπόκι γιὰ τὸ παιχνίδι τῆς ἐννιάρας
ὥσπου νὰ μεγαλώσει πάλι τὸ μουστάκι του καὶ νὰ γυρίσει στὸ χωριό του.
4 Νοεμβρίου
Πολλὰ πράματα μᾶς δυσκολεύουνε. Πολλά.
Πρέπει νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα μας, τὰ ροῦχα μας
νὰ κουβαλήσουμε νερὸ ἀπ᾿ τὴ βρύση μὲ τὶς μεγάλες στάμνες
νὰ σκουπίσουμε τὸ θάλαμο δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς τὴ μέρα
νὰ μπαλώσουμε καμμιὰ κάλτσα καὶ τὰ λόγια μας -
Τρυπᾶνε γρήγορα κι οἱ χτεσινὲς κουβέντες
τὰ πρόσωπα ἀλλάζουν ὅσο τὰ κοιτάζεις
μπορεῖ ν᾿ ἀλλάζεις καὶ σὺ - γιατὶ κοιτάζοντας τὰ χέρια σου
καταλαβαίνεις πὼς μάθανε πιὰ σὲ τοῦτες τὶς δουλειὲς
σὲ τοῦτες τὶς μέρες, σὲ τοῦτα τὰ σεντόνια
γνωρίζουν τὸ σανίδι τοῦ τραπεζιοῦ γνωρίζουν τὴ λάμπα
ξανακάνουν τὴν ἴδια κίνηση μὲ πιότερη σιγουριὰ
δὲν παραξενεύονται. Ἡ φωτιὰ
θέλει συδαύλισμα, λιγόστεψε -
τοῦτο εἶναι ποὺ συλλογιόμαστε.
Τὸ μεσημέρι μὲ φωνάξανε πέντε γερόντοι
μοῦ ψήσανε καφέ με φίλεψαν τσιγάρο
εἴπανε γιὰ τὸν Ἅη-Δημήτρη πάνου στὸ Λιτοχώρι
γιὰ τὸ νερένιο χέρι τοῦ Ἅγιου ποὔδιωξε τοὺς κακοὺς τσοπάνους -
Πέντε γερόντοι μὲ μάτια μαλακὰ μ᾿ ἄσπρα μουστάκια
ποὺ σιάχνουν μέρα-νύχτα ταμπακιέρες σιάχνουν κάντρα
κολλώντας ἄχερα χρωματιστὰ μικρὰ-μικρὰ κομμάτια
σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας - μπελαλίδικα πράματα
ὅλο καὶ κάτι γλάστρες μὲ γεράνια, δυὸ ρωμέικες σημαῖες
μιὰ στεριανὴ καὶ μία θαλασσινή, κάτι πεντάγωνα ἀστέρια
θέλουν νὰ σιάξουν κι ἕνα περιστέρι - δὲν τὰ καταφέρνουν -
εἶναι καλὰ γεροντάκια - δὲν ἄκουγα τὰ λόγια τους
καὶ τοῦτο εἶναι ποὺ συλλογιέμαι. Μ᾿ εἴπανε «παιδί μου».
Δὲν μπόρεσα νὰ πῶ «πατέρα». Ὁ μαστρο-Θανάσης
λέει θὰ μοῦ σιάξει ἕνα σκαμνί: «Νὰ μὴν κάθεσαι, γιέ μου,
κάτου στὸ χῶμα καὶ λερώνεται τὸ παντελόνι σου».
Καὶ τώρα συλλογιέμαι πόσα πράματα κι ἐγὼ θὰ πρέπει νὰ σιάξω
πόσο θὰ πρέπει νὰ λερώσω τὸ παντελόνι μου
ἔτσι ποὺ πιὰ ὁ μαστρο-Θανάσης νὰ μὴ σεκλετίζεται ποὺ κάθουμαι στὸ χῶμα
ἔτσι ποὺ νὰ μπορέσω νὰ τὸν πῶ «πατέρα».
Τότες θαρρῶ θᾶμαι ἄξιος πιὰ νὰ κάτσω στὸ σκαμνί του
σάμπως καβάλλα στὰ πλατάνια τ᾿ Ἅη-Διονύση
καὶ θὰ τινάξω ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου τὰ δύσκολα πράματα
ὅπως τινάζω τούτη τὴ μικρούλα ἀράχνη ποὺ ἀχνοδεργιανὰ στὸ χέρι μου
κι οὔτε ποὺ θὰ κρυώνω λέω καθόλου τὸ χειμῶνα.
«Η εμπειρία της εξορίας στον Γιάννη Ρίτσο ή άλλως τα “Επικαιρικά Δελτάρια Εξορίας” (γράφει ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος)
Ι. Η εξορία ως δυστοπία
Εξορία, «η αθεράπευτη ρήξη που επιβάλλεται βιαίως σε έναν άνθρωπο και έναν γενέθλιο τόπο, ανάμεσα στον εαυτό και την πραγματική του πατρίδα» (1). Σίγουρα, δεν είναι εύκολο να ορίσει κάποιος, τοπικά τουλάχιστον, την εξορία, καθώς αυτή περικλείει τα πάντα έξωθεν των ορίων, ο χώρος, οι άνθρωποι, τα ίδια τα αντικείμενα της ανήκουν και μέσα από τα φίλτρα της αλλοιώνονται, τροποποιούνται, μεταλλάσσονται, γίνονται ανοικειωτικά. Το εν εξορία υποκείμενο απομακρύνεται από το γνώριμο, ρήγνυνται –άλλοτε άνευ επιστροφής- οι δεσμοί με ό,τι οικείο. «Η πραγματική εξορία είναι μια κατάσταση οριστικής απώλειας»(2). και δεν είναι μόνο οριστική, αλλά και διαρκής.
Ο εξόριστος βιώνει μια συνεχή απώλεια, που προσμετράται σε έμψυχο, άψυχο και νοητικό υλικό φίλοι και συγγενείς, αγαπημένα αντικείμενα, αλλά και η μνήμη, αρχίζουν να μοιάζουν μακρινά. Έτσι, το εξορισθέν υποκείμενο γίνεται ένας «Άλλος», ο οποίος καλείται να προβεί σε μια αυτοπαρουσίαση εκ νέου, απότοκο της οποίας είναι η ετεροπαρουσίαση. Η ανασύσταση ή ανασυγκρότηση της ταυτότητας γίνεται επιτακτική ανάγκη. Αξίες και σχέσεις επαναξιολογούνται, φιλτράρονται, για να αξιολογηθεί η αντοχή τους.
Ανάγκες όπως αυτές εύκολα γίνεται αντιληπτό, μοιάζουν μάλλον επιτακτικές στην περίπτωση που το υποκείμενο έχει μέσα του συσσωρευμένα διαβάσματα....
Ανάγκες όπως αυτές εύκολα γίνεται αντιληπτό, μοιάζουν μάλλον επιτακτικές στην περίπτωση που το υποκείμενο έχει μέσα του συσσωρευμένα διαβάσματα....
................
η συνέχεια εδώ