Frederick Walker THE WAYFARERS 1866 |
Κι από τη στιγμή εκείνη ο Αλκιβιάδης ψάχνει μέσα του να βρει τον Οδοιπόρο. Το μεθυσμένο κορίτσι βυθίζεται σ’ ένα πηγάδι για να ενωθεί με το είδωλο ή του Οδοιπόρου ή του Αλκιβιάδη – αυτό ποτέ δεν θα το μάθει. Και ο Οδοιπόρος, αδιάκοπα θα τριγυρνά μέσα στο σώμα του Αλκιβιάδη και μέσα στα οράματα του βυθισμένου κοριτσιού.
Τα φώτα άναψαν και φώτισαν τους μουσικούς. Ο Χατζιδάκις χτύπησε ένα λεπτό ραβδάκι στο αναλόγιο που είχε μπροστά του και η ορχήστρα άρχισε να παίζει.
Ο Οδοιπόρος είναι μονάχος μες τον κόσμο και αδιάκοπα γυρίζει στις πιο κρυφές και μακρινές γωνιές, σ’ ερημικές ακρογιαλιές, στους λόφους και στα δάση, στης πολιτείας τα στενά, με προορισμό του να χαθεί ένα πρωί ή κάποια νύχτα βροχερή. Ο Οδοιπόρος, χωρίς της μάνας την ευχή, θα εξαφανιστεί.
«Η μπαλάντα του οδοιπόρου» είπε δυνατά ο Μάνος Χατζιδάκις – και ο Γιάννης Δημητράς άρχισε να τραγουδάει.
Βλέπω πλήθος κόσμο να κυλά
μα ψυχή δε μου χαμογελά
τα κρεβάτια τ’ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά
Την αγάπη πέταξα σ’ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.
Ποιος προφήτης τώρα θ΄ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ’ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ΄ τον ουρανό;
Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές.
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι που πηγαίνω
για το χαμό.
Οι ποδηλάτες πάνω στα σπασμένα ποδήλατα, είναι άγγελοι από τον ουρανό που προσπαθούνε μάταια νάρθουν ανάμεσά μας, για να μας μεταφέρουν μηνύματα φίλων κι εχθρών που ξεχάστηκαν, από τον άλλο κόσμο. Μα τα σπασμένα ποδήλατα δεν κυκλοφορούν. Μόνο ο Οδοιπόρος ακούει τις φωνές των ξεχασμένων και τις γυρνάει σε μουσική έτσι καθώς περιδιαβάζει από τη νύχτα ως το πρωί.
«Τα σπασμένα ποδήλατα. Τραγουδάει το πράσινο κορίτσι» είπε ο Χατζιδάκις.
Μια γιορτή σε κάποια πόλη
έβρεξε παλιούς καημούς
και οι δώδεκα αποστόλοι
κάθισαν στους ποταμούς
Σαν ποδήλατα σπασμένα
που πεθαίνουν στη σκουριά
φύγαν οι καιροί για μένα
μέσα στην κακοκαιριά
Μες στον ύπνο μου διαβάτες
άγγελοι περαστικοί
τ’ ουρανού οι ποδηλάτες
χάθηκαν μια Κυριακή.
Και ξανά η κόκκινη γυναίκα:
Στον ποταμό τον Ιορδάνη εκεί που ο νους σου δεν το βάνει, αν συναντήσεις το ληστή μην τον αφήσεις να λουστεί, γιατί μαζί με το Χριστό θα κρεμαστεί.
Και μετά, στα νερά του Ιορδάνη, με το πράσινο κορίτσι.
Βγήκε νύχτα στο σεργιάνι
ξημερώνοντας γιορτή
και κοντά στον Ιορδάνη
βρήκε ένα ληστή.
Ήταν στ΄ όνειρο καβάλα
είχε ολόχρυσο σπαθί
μες τα μάτια του ψιχάλα
και παλιά βροχή
Στα νερά του Ιορδάνη
βρήκε ένα ληστή.
Είναι δύσκολο του λέω,
τέτοια μέρα που περνάς
έχεις μάνα στο νυχτέρι
σπίτι σου να πας.
Είναι μαύρο το κουβάρι
παλικάρι που κρατάς
την κλωστή που δεν αντέχει
μην τηνε τραβάς.
Βγήκε νύχτα στο σεργιάνι
για να βρει τη λησμονιά
κι είδε κόσμο στη μεγάλη
πόρτα του φονιά
Κι είδε και στο σπιτικό σου
-το θυμάμαι και πονώ –
έναν άγγελο να βγαίνει
μέσα απ’ τον καπνό.
Στα νερά του Ιορδάνη
βρήκε το Χριστό.
Η κόκκινη γυναίκα, αναγγέλλει τη συνάντηση του Οδοιπόρου με το μεθυσμένο κορίτσι:
Ήρθε καιρός που ο Οδοιπόρος θα δοκιμάσει μες την πόλη του κόσμου την κατακραυγή κι από το φόβο σ’ ένα λιμάνι θα βρεθεί. Κι ένα κορίτσι μεθυσμένο, πληγωμένο, μαζί του θα συναντηθεί κι εκείνος θα το λυπηθεί.
«Κρίση» λέει ο Χατζιδάκις. «Ο Οδοιπόρος τραγουδάει τη συνάντησή του με το μεθυσμένο κορίτσι».
Στο σταυρό στο Γολγοθά με πας
και φωτιά σκορπάς.
Τα φτερά που μούδωσες φορώ
κι όλο προχωρώ.
Στα καφενεία
τον κόσμο παίζουν στα χαρτιά.
Ποιος θα γλιτώσει
της νύχτας τη λαβωματιά.
Τον καιρό τον είδα σα φονιά
μια Πρωτοχρονιά.
Στο σταυρό στο Γολγοθά με πας
κι αστραπές σκορπάς
Τα παιδιά δε μούδωσαν να πιω
και πολύ διψώ.
Μα ποιος κερδίζει
σε χαλασμένη ζυγαριά;
Ποιος ταξιδεύει
χωρίς πυξίδα στο βοριά;
Οι ληστές σκορπίσαν τις χαρές
μες τις αγορές.
Και πάλι, η κόκκινη γυναίκα:
Μα το κορίτσι μεθυσμένο ήξερε τάχα να τον δει; Κι έτσι όπως έκλαιγε πάνω στο λόφο, ήταν με θλίψη ή από κρυφή οργή; Θα τον βοηθήσει ν’ αγαπήσει ή θα του πάρει τη ζωή;
«Το αίνιγμα» λέει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Δεν τραγουδάει κανείς, παίζει μονάχα η ορχήστρα, με εκείνο τον παράξενο και γοητευτικό ήχο που άκουγα για πρώτη φορά. Όταν τελείωσε το κομμάτι, ο Χατζιδάκις γύρισε προς τον Ελευθερίου’ «αυτό είναι το πρώτο μέρος, με τον οδοιπόρο και το μεθυσμένο κορίτσι» είπε. «Πώς σου φάνηκε;»
Ο Ελευθερίου έμεινε για λίγο ατάραχος, σα Βούδας. «Ο Μαρκόπουλος γράφει πιο ζωηρά, αυτός θα κάνει σουξέ!» είπε – και ξέσπασαν όλοι σε γέλια. «Θέλετε κάτι κύριε Χατζιδάκι;» ρώτησε ο Ζαχαριουδάκης, «Όχι τώρα, συνεχίζουμε! Παιδιά, μέρος δεύτερο, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης. Κύριε Σμυρναίε, το νου σας στο τρελό κορίτσι με τα μωβ!»
Όλοι συσπειρώθηκαν και ξεκίνησε το δεύτερο μέρος.
Αυτά είπε ο Ζαρατούστρας και καθένας μπορεί να λέει τα δικά του.
Για το Μεθυσμένο Κορίτσι το αίνιγμα παραμένει. Στ’ αλήθεια αναγνώρισε το σώμα του Αλκιβιάδη όταν συνάντησε πρώτη φορά τον Οδοιπόρο, ή τον θυμήθηκε σαν τούκοψε με το μαχαίρι το κεφάλι; Στ’ αλήθεια ήταν ένα κορίτσι λυπημένο που είχε διαλύσει τα όνειρά του και προσπαθούσε τώρα να τα συνδέσει ξανά με λεπτομέρειες ζωντανές ή έκρυβε μέσα του μια πρωτογονική κακία; Ο Αλκιβιάδης ήταν χορευτής ή χόρευε γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να εκφραστεί; Τέλος, το Μεθυσμένο Κορίτσι ήταν στ’ αλήθεια μεθυσμένο, ή εμείς το βλέπαμε έτσι, καθώς εκείνο λειτουργούσε φυσικά μέσα στους νόμους τους ονειρικούς; Αυτά δεν τα είπε ο Ζαρατούστρας κι έτσι ο καθένας λέει τα δικά του.
«Το μεθυσμένο κορίτσι, τραγουδάει ο νέος με τα μέταλλα» ανήγγειλε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Μες το κρύο μες τ’ αγιάζι
το κορίτσι μου βουλιάζει
το σκεπάζει τ’ αναφιλητό.
Χάθηκαν τα ξεροβόρια
σπάν’ τα ζάρια τρία αγόρια
το κορίτσι κλαίει σαν το Χριστό.
Μεθάει κι ανοίγει μια τρελή πηγή
το στόμα γίνεται πληγή
έχει το μίσος φτιάξει φυλαχτό
παίζει με το Θάνατο κρυφτό.
Έχει στα μαλλιά κορδέλες
στο κορμί της χίλιες βδέλλες
και στο πλάι το Χάροντα σκυφτό.
Απ’ τα μάτια της δυο στάλες
κι απ’ τα χείλη πέφτουν κι άλλες
ο καιρός χτυπάει σαν κεραυνός.
Ποιος της έδωσε μαχαίρι
ποιος αγέρας θα τη φέρει
για ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός.
Με το μαχαίρι κόβει τη σιωπή
κι είναι σαν πέτρα σκυθρωπή
μπλέκει τα χέρια κάνει προσευχή
ποιος θα της δώσει μιαν ευχή;
Μες το κρύο μες τ΄ αγιάζι
το κορίτσι μου τρομάζει
πεθαμένο τρέχει στη βροχή.
Σαν είδαν τα πουλιά το σώμα του Αλκιβιάδη κατά γης, φύγαν μακριά. Χωρίς να χαιρετίσουνε τους φίλους κι αδερφούς. Χωρίς να προφτάσουνε να δώσουνε μηνύματα για τους εχθρούς. Από τη μέρα εκείνη γιορτάζουμε «τη θλιβερά επέτειο της φυγής των»
«Η επέτειος. Τραγουδάει η κόκκινη γυναίκα» είπε ο Χατζιδάκις.
Σαν και χτες
τα πουλιά ξεκινήσαν
για του ανέμου τις πηγές
ανοιχτές
οι πληγές
μας σφραγίσανε για πάντα τις γιορτές.
Πες μου που-
πες μου που θα αράξουν τα πικρά
πουλιά
για να στείλω της αγάπης δυο
φιλιά
και να πλέξω μιαν ολόχρυση
ποδιά
να τυλίξω μες τον ύπνο τα
παιδιά…
που κοιτάν
τα πουλιά
σαν κινάν
κι όλο παν
μακριά
πέρα στο Νοτιά.
Μαγικές
ζωγραφιές
σαν τα όνειρα που πλάθουν συννεφιές
και στιγμές
θλιβερές
σαν τα όνειρα που σμίγουν τις ψυχές
Δεν μπορώ
να προβλέψω που θ’ αστράψει
ο ουρανός
που θα πέσει να ξαπλώσει
ο κεραυνός
τη στιγμή που θάχει αρχίσει
ο εσπερινός
και θ’ αρπάζει με θυμό
ένας γερανός…
τα παιδιά
που κοιτάν
τα πουλιά
καθώς φεύ-
γουν γυμνά
μες την παγωνιά.
Το τρελό κορίτσι με τα μωβ, δίνει μιαν αναπάντεχη διάσταση στη συνέχεια:
Το σώμα του Αλκιβιάδη ανασηκώθηκε. Απέκτησε κεφάλι αρχαϊκό και μπήκε ευθύς σ’ ένα περίπτερο για να πουλάει τσιγάρα. Μα η κάψα του καλοκαιριού και οι ρυθμοί που παίζαν οι γειτόνοι δεν τον άφηναν σε ησυχία. Γι’ αυτό τις νύχτες και ιδιαίτερα τις ώρες τις μικρές, έβγαζε όλα τα ρούχα του κι έτσι όπως ήτανε γυμνός, χόρευε στη μικρή πλατεία ατέλειωτα, ώσπου να ξημερώσει.
Ο Χατζιδάκις αναγγέλλει: «Ο Αλκιβιάδης. Τραγουδούν το κίτρινο κορίτσι και η κόκκινη γυναίκα μαζί»
Στην πλατεία
καίει ο πυρετός
Ένα αγόρι
πετάει σαν αητός.
Μας χαρίζει τραγούδια και καπνό
δεν μιλάει μα κοιτά τον ουρανό.
Στην πλατεία
γέρνουν οι μυρτιές
μα τ’ αγόρι
πηδάει μες τις φωτιές.
Το τραγούδι
σβήνει στον καιρό
μα τ’ αγόρι
κλέβει το χορό.
Το κεφάλι θα κόψω απ΄ το λαιμό
να το βλέπω μες στ’ όνειρο χλωμό.
Χελιδόνι
Φύγε στο Νοτιά
Ξημερώνει
έσβησε η φωτιά.
Το τρελό κορίτσι με τα μωβ, παίρνει πάλι το λόγο, για να μας δείξει το μεθυσμένο κορίτσι μέσα στον τρελό κόσμο. Ακολουθεί το τραγούδι «ο τρελός κόσμος», που το τραγουδάει και πάλι ο νέος με τα μέταλλα.
Ο κόσμος γύρω μας είναι τρελός. Φαντάζει σαν παλιές φωτογραφίες που μας κοιτάζουνε τυραννικά και μας προστάζουνε να θυμηθούμε αυτό που δεν ορίζουμε, ό,τι δεν μας ανήκει. Το Μεθυσμένο Κορίτσι οργίζεται και σκίζει τις φωτογραφίες σκοτώνοντας περαστικούς, πνίγοντας με τα χέρια της ευσπλαχνικούς κυρίους – πρόσωπα ανύπαρκτα, νεκρά για το δικό μας κόσμο τον φανταστικό. Τον μόνο κόσμο που έπλασε ο Θεός με τη βοήθεια των καπνών, των φυτών και των μυρωδικών.
Μαύρο παιδί
κανείς δε σ’ έχει δει.
Σημάδι μαγικό
και μάτι φονικό
σε βλέπω τώρα στον γκρεμνό
σώμα γυμνό.
Τι πιστεύεις
τι γυρεύεις
στον ουρανό;
Μια κραυγή
βάφει τον κόσμο με οργή
το παιδί θα πνιγεί
μεθαύριο την αυγή.
Μαύρη σκιά
φύγε μακριά.
Η φλόγα του κεριού
ξεγελά
μα σιωπηλά
καίει το κορμί
δίχως πάθος κι ορμή.
Μαύρο παιδί
ποια νύχτα σ’ έχει δει;
Τραγούδι και βροχή
χαμένη προσευχή
ο κόσμος έγινε πληγή
και τρέμει η γη.
τι πιστεύεις
τι γυρεύεις
χωρίς ψυχή;
Μια φωνή
άγρια τη νύχτα θρηνεί
κι έτσι σβήνει η γιορτή
σαν καμένο χαρτί.
Μαύρη σκιά
στάσου μακριά
Φωνάζουν οι τρελοί
και οι σοφοί
ότι ξανά
θα γεννηθεί
όποιος τώρα χαθεί.
Ο προβολέας φωτίζει και πάλι το τρελό κορίτσι με τα μωβ:
Μια στέρνα, ένα πηγάδι, απαιτεί προσήλωση και κοίταγμα προσεκτικό μέσα στ’ ακίνητο νερό μη τύχει και φανερωθεί ταγμένο πρόσωπο ιερό πίσω απ’ το είδωλό μας. Κι αν απ’ τα αστέρια που πηδούν σχηματισθείς εσύ, λατρευτικός, φανταστικός μες την ακίνητη διαφάνεια του νερού, τότε κι εγώ προσεκτικά θα βυθιστώ μες το πηγάδι, θα χαθώ, παντοτινά μαζί σου θα ενωθώ, ως την καινούρια αρχή του κόσμου, στο σκοτάδι.
«Οράματα. Τραγουδούν το κορίτσι και η κόκκινη γυναίκα» λέει ο Χατζιδάκις.
Φως και νερό
στο πηγάδι κοιτώ
τ’ άστρα μετρώ στο βυθό
το πρόσωπό σου προσπαθώ
να θυμηθώ.
Στο βυθό
θα βρεθούμε εσύ κι εγώ.
Φως και κρασί
το πηγάδι κι εσύ.
Μες στο νερό ταραχή
του κόσμου γίνεται η αρχή
απ’ την ψυχή.
Στο βυθό
θα σε βρω και θα χαθώ.
Το τρελό κορίτσι με τα μωβ μας αφηγείται το τέλος της ιστορίας, όπου κυριαρχεί ο φόβος. Ακούγεται και το τελευταίο τραγούδι, από τον νέο με τα μέταλλα.
Βυθίστηκε το μεθυσμένο κορίτσι στο νερό. Για πάντα χάθηκε. Τι απόμεινε στους παγωμένου δρόμους; Μονάχα ο φόβος. Τώρα που το κορίτσι δεν κυκλοφορεί πήραν κουράγιο οι λογικοί και κυβερνούν αυτούς που έχουν το θάρρος να ονειρεύονται. Τώρα που το κορίτσι χάθηκε απ’ τους δρόμους, κυκλοφορεί πανίσχυρος στην πολιτεία ο Φόβος.
Φόβος φόβος
Το βλέμμα αυτό – που με τυραννά
του κοριτσιού – που μόνο γυρνά
δίχως νόμο – μες το δρόμο.
Μ’ ένα πάθος εχθρικό
το πλήθος γύρω σου νεκρό
σε προσπερνάει
με πανικό.
Δεν υπάρχω ούτε μπορώ
τα χείλια σου να ξαναβρώ
να σε φιλήσω
και να σωθώ.
Φόβος φόβος
Χίλια πόδια χίλια χέρια
πληγωμένα καλοκαίρια
απ’ το φόβο
μες το φόβο.
Κι αν το αίμα ξεχειλίσει
σαν ποτάμι θα κυλήσει
μες το φόβο
απ’ το φόβο.
Οι βροχές δεν σταματούν
χιλιάδες μάτια σε κοιτούν
σ’ αναγνωρίζουν
και σε ρωτούν.
Αν υπάρχεις κι αν μπορείς
να βρεις το δρόμος σου νωρίς
μη σε προφτάσει
και σε δικάσει
η οργή της Γης.
Στάσου φύγε
Γειά σου μόνος
Θα…χα…θώ…
Μόλις έσβησαν οι τελευταίες νότες, ακούστηκε ένα δυνατό χειροκρότημα, από τον Μάνο Ελευθερίου.
Αυθόρμητα χειροκροτήσαμε κι εγώ με τον Ζαχαριουδάκη – και το αφεντικό που παρακολουθούσε τόση ώρα χωρίς να τον έχουμε πάρει είδηση.
Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές είχαν καρφώσει τα μάτια τους στον συνθέτη. «Καλά…» είπε ο Χατζιδάκις, «δυο τρία σημεία που πρέπει να προσέξουμε, θα σας τα πω μετά. Διάλειμμα τώρα!»
Ο Χατζιδάκις προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν ο Ελευθερίου. Κάθισε, έβαλε ένα τσιγάρο στην πίπα του και το άναψε. «Ώστε ο Μαρκόπουλος γράφει πιο ζωηρά, ε; θα το θυμάμαι!» Γέλασαν όλοι, ακόμα κι εγώ.
Ξαφνικά ο Χατζιδάκις στράφηκε προς το μέρος μου.
«Σου άρεσε εσένα;» με ρώτησε.
«Πολύ» απάντησα, με ειλικρίνεια.
«Για πες μου τότε, τι κατάλαβες;»
Έμεινα άναυδος, αλλά στο τέλος ψιθύρισα την αλήθεια:
«τίποτα…»
Γέλασαν όλοι – κι εγώ κοκκίνισα, αλλά δεν παρεξηγήθηκα.
«Όταν το ξανακούσω, θα καταλάβω!» είπα με αυτοπεποίθηση.
Ο Μάνος Ελευθερίου χτύπησε την πίπα του στο πλάι του τραπεζιού, άδειασε τα καμένα και άρχισε να την ξαναγεμίζει. «Θα καταλάβεις ένα μέρος» είπε ήσυχα. «Ένα πρώτο επίπεδο. Μετά, με τον καιρό, θα καταλαβαίνεις όλο και περισσότερα». Ο Μάνος Χατζιδάκις γέλασε και είπε: «Στο τέλος θα καταλαβαίνει περισσότερα κι από εμάς που το γράψαμε! Δεν είναι τίποτα πολύπλοκο Μάνο, θέλει απλώς άσκηση, όπως όλα τα ακριβά πράγματα! Με συγχωρείτε τώρα, πάμε πάλι πρόβα…»
Ο Ζαχαριουδάκης μου έγνεψε να φύγουμε. «Θα μείνω. Θέλω να το καταλάβω!» του είπα.
*
Μια πρώτη μορφή του έργου τελείωσε τις πρωινές ώρες της 25ης Οκτωβρίου 1973 και ολοκληρώθηκε στην οριστική του μορφή στις 16 Ιανουαρίου 1974,σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Έχουν περάσει κιόλας 32 χρόνια. Η ακρόαση του έργου υπήρξε για μένα μια συγκλονιστική αποκάλυψη: ένας ποιητικός και μουσικός θησαυρός, ένα από τα πολλά κορυφαία επιτεύγματα του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι, μια υψηλή αισθητική απόλαυση – και συνάμα μια ασυνήθιστα τολμηρή πρόσκληση για κατάδυση στα βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης τραγωδίας, για αναζήτηση αυτογνωσίας – χωρίς δεδομένο το χάπυ έντ. Μάλλον, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει χάπυ έντ.
.................
διαβάστε περισσότερα εδώ: Η καλύβα ψηλά στο βουνό
Μια στέρνα, ένα πηγάδι, απαιτεί προσήλωση και κοίταγμα προσεκτικό μέσα στ’ ακίνητο νερό μη τύχει και φανερωθεί ταγμένο πρόσωπο ιερό πίσω απ’ το είδωλό μας. Κι αν απ’ τα αστέρια που πηδούν σχηματισθείς εσύ, λατρευτικός, φανταστικός μες την ακίνητη διαφάνεια του νερού, τότε κι εγώ προσεκτικά θα βυθιστώ μες το πηγάδι, θα χαθώ, παντοτινά μαζί σου θα ενωθώ, ως την καινούρια αρχή του κόσμου, στο σκοτάδι.
«Οράματα. Τραγουδούν το κορίτσι και η κόκκινη γυναίκα» λέει ο Χατζιδάκις.
Φως και νερό
στο πηγάδι κοιτώ
τ’ άστρα μετρώ στο βυθό
το πρόσωπό σου προσπαθώ
να θυμηθώ.
Στο βυθό
θα βρεθούμε εσύ κι εγώ.
Φως και κρασί
το πηγάδι κι εσύ.
Μες στο νερό ταραχή
του κόσμου γίνεται η αρχή
απ’ την ψυχή.
Στο βυθό
θα σε βρω και θα χαθώ.
Το τρελό κορίτσι με τα μωβ μας αφηγείται το τέλος της ιστορίας, όπου κυριαρχεί ο φόβος. Ακούγεται και το τελευταίο τραγούδι, από τον νέο με τα μέταλλα.
Βυθίστηκε το μεθυσμένο κορίτσι στο νερό. Για πάντα χάθηκε. Τι απόμεινε στους παγωμένου δρόμους; Μονάχα ο φόβος. Τώρα που το κορίτσι δεν κυκλοφορεί πήραν κουράγιο οι λογικοί και κυβερνούν αυτούς που έχουν το θάρρος να ονειρεύονται. Τώρα που το κορίτσι χάθηκε απ’ τους δρόμους, κυκλοφορεί πανίσχυρος στην πολιτεία ο Φόβος.
Φόβος φόβος
Το βλέμμα αυτό – που με τυραννά
του κοριτσιού – που μόνο γυρνά
δίχως νόμο – μες το δρόμο.
Μ’ ένα πάθος εχθρικό
το πλήθος γύρω σου νεκρό
σε προσπερνάει
με πανικό.
Δεν υπάρχω ούτε μπορώ
τα χείλια σου να ξαναβρώ
να σε φιλήσω
και να σωθώ.
Φόβος φόβος
Χίλια πόδια χίλια χέρια
πληγωμένα καλοκαίρια
απ’ το φόβο
μες το φόβο.
Κι αν το αίμα ξεχειλίσει
σαν ποτάμι θα κυλήσει
μες το φόβο
απ’ το φόβο.
Οι βροχές δεν σταματούν
χιλιάδες μάτια σε κοιτούν
σ’ αναγνωρίζουν
και σε ρωτούν.
Αν υπάρχεις κι αν μπορείς
να βρεις το δρόμος σου νωρίς
μη σε προφτάσει
και σε δικάσει
η οργή της Γης.
Στάσου φύγε
Γειά σου μόνος
Θα…χα…θώ…
Αυθόρμητα χειροκροτήσαμε κι εγώ με τον Ζαχαριουδάκη – και το αφεντικό που παρακολουθούσε τόση ώρα χωρίς να τον έχουμε πάρει είδηση.
Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές είχαν καρφώσει τα μάτια τους στον συνθέτη. «Καλά…» είπε ο Χατζιδάκις, «δυο τρία σημεία που πρέπει να προσέξουμε, θα σας τα πω μετά. Διάλειμμα τώρα!»
Ο Χατζιδάκις προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν ο Ελευθερίου. Κάθισε, έβαλε ένα τσιγάρο στην πίπα του και το άναψε. «Ώστε ο Μαρκόπουλος γράφει πιο ζωηρά, ε; θα το θυμάμαι!» Γέλασαν όλοι, ακόμα κι εγώ.
Ξαφνικά ο Χατζιδάκις στράφηκε προς το μέρος μου.
«Σου άρεσε εσένα;» με ρώτησε.
«Πολύ» απάντησα, με ειλικρίνεια.
«Για πες μου τότε, τι κατάλαβες;»
Έμεινα άναυδος, αλλά στο τέλος ψιθύρισα την αλήθεια:
«τίποτα…»
Γέλασαν όλοι – κι εγώ κοκκίνισα, αλλά δεν παρεξηγήθηκα.
«Όταν το ξανακούσω, θα καταλάβω!» είπα με αυτοπεποίθηση.
Ο Μάνος Ελευθερίου χτύπησε την πίπα του στο πλάι του τραπεζιού, άδειασε τα καμένα και άρχισε να την ξαναγεμίζει. «Θα καταλάβεις ένα μέρος» είπε ήσυχα. «Ένα πρώτο επίπεδο. Μετά, με τον καιρό, θα καταλαβαίνεις όλο και περισσότερα». Ο Μάνος Χατζιδάκις γέλασε και είπε: «Στο τέλος θα καταλαβαίνει περισσότερα κι από εμάς που το γράψαμε! Δεν είναι τίποτα πολύπλοκο Μάνο, θέλει απλώς άσκηση, όπως όλα τα ακριβά πράγματα! Με συγχωρείτε τώρα, πάμε πάλι πρόβα…»
Ο Ζαχαριουδάκης μου έγνεψε να φύγουμε. «Θα μείνω. Θέλω να το καταλάβω!» του είπα.
*
Μια πρώτη μορφή του έργου τελείωσε τις πρωινές ώρες της 25ης Οκτωβρίου 1973 και ολοκληρώθηκε στην οριστική του μορφή στις 16 Ιανουαρίου 1974,σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Έχουν περάσει κιόλας 32 χρόνια. Η ακρόαση του έργου υπήρξε για μένα μια συγκλονιστική αποκάλυψη: ένας ποιητικός και μουσικός θησαυρός, ένα από τα πολλά κορυφαία επιτεύγματα του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι, μια υψηλή αισθητική απόλαυση – και συνάμα μια ασυνήθιστα τολμηρή πρόσκληση για κατάδυση στα βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης τραγωδίας, για αναζήτηση αυτογνωσίας – χωρίς δεδομένο το χάπυ έντ. Μάλλον, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει χάπυ έντ.
.................
διαβάστε περισσότερα εδώ: Η καλύβα ψηλά στο βουνό