Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Μάνος Ελευθερίου / Μάνος Χατζιδάκης
Ο Οδοιπόρος, το Μεθυσμένο Κορίτσι και ο Αλκιβιάδης
Ένας ποιητικός και μουσικός θησαυρός

Frederick Walker THE WAYFARERS 1866
Ο Οδοιπόρος περπατάει αδιάκοπα μέσα στη νύχτα. Προσπαθεί να μη θυμάται και να μη βλέπει γύρω του. Ξάφνου, σε κάποια ερημιά συναντάει το Μεθυσμένο Κορίτσι να κλαίει ολομόναχο. Το πλησιάζει και πάει να το χαϊδέψει, μα εκείνο ευθύς βγάζει από τον κόρφο του ένα μαχαίρι και σαν αστραπή του κόβει το κεφάλι. Πέφτοντας καταγής το σώμα του Οδοιπόρου, μεταμορφώνεται και γίνεται ο Αλκιβιάδης
Κι από τη στιγμή εκείνη ο Αλκιβιάδης ψάχνει μέσα του να βρει τον Οδοιπόρο. Το μεθυσμένο κορίτσι βυθίζεται σ’ ένα πηγάδι για να ενωθεί με το είδωλο ή του Οδοιπόρου ή του Αλκιβιάδη – αυτό ποτέ δεν θα το μάθει. Και ο Οδοιπόρος, αδιάκοπα θα τριγυρνά μέσα στο σώμα του Αλκιβιάδη και μέσα στα οράματα του βυθισμένου κοριτσιού.

Τα φώτα άναψαν και φώτισαν τους μουσικούς. Ο Χατζιδάκις χτύπησε ένα λεπτό ραβδάκι στο αναλόγιο που είχε μπροστά του και η ορχήστρα άρχισε να παίζει.


Μια μουσική παράξενη, που δεν την είχα ξανακούσει. Κοίταξα λοξά το Ζαχαριουδάκη, είχε γουρλώσει τα μάτια κι είχε μισανοίξει το στόμα, προσηλωμένος σ’ αυτό που άκουγε. Ο Μάνος Ελευθερίου είχε ανάψει την πίπα του και τον είχαν τυλίξει οι καπνοί. Μόλις τελείωσε η μουσική, ο προβολέας έπεσε πάνω σε μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα, η οποία άρχισε να αφηγείται:

Ο Οδοιπόρος είναι μονάχος μες τον κόσμο και αδιάκοπα γυρίζει στις πιο κρυφές και μακρινές γωνιές, σ’ ερημικές ακρογιαλιές, στους λόφους και στα δάση, στης πολιτείας τα στενά, με προορισμό του να χαθεί ένα πρωί ή κάποια νύχτα βροχερή. Ο Οδοιπόρος, χωρίς της μάνας την ευχή, θα εξαφανιστεί.

«Η μπαλάντα του οδοιπόρου» είπε δυνατά ο Μάνος Χατζιδάκις – και ο Γιάννης Δημητράς άρχισε να τραγουδάει.

Βλέπω πλήθος κόσμο να κυλά
μα ψυχή δε μου χαμογελά
τα κρεβάτια τ’ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά

Την αγάπη πέταξα σ’ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.

Ποιος προφήτης τώρα θ΄ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ’ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ΄ τον ουρανό;

Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές.
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι που πηγαίνω
για το χαμό.

Ξανά ο προβολέας στην κόκκινη γυναίκα:

Οι ποδηλάτες πάνω στα σπασμένα ποδήλατα, είναι άγγελοι από τον ουρανό που προσπαθούνε μάταια νάρθουν ανάμεσά μας, για να μας μεταφέρουν μηνύματα φίλων κι εχθρών που ξεχάστηκαν, από τον άλλο κόσμο. Μα τα σπασμένα ποδήλατα δεν κυκλοφορούν. Μόνο ο Οδοιπόρος ακούει τις φωνές των ξεχασμένων και τις γυρνάει σε μουσική έτσι καθώς περιδιαβάζει από τη νύχτα ως το πρωί.

«Τα σπασμένα ποδήλατα. Τραγουδάει το πράσινο κορίτσι» είπε ο Χατζιδάκις.

Μια γιορτή σε κάποια πόλη
έβρεξε παλιούς καημούς
και οι δώδεκα αποστόλοι
κάθισαν στους ποταμούς

Σαν ποδήλατα σπασμένα
που πεθαίνουν στη σκουριά
φύγαν οι καιροί για μένα
μέσα στην κακοκαιριά

Μες στον ύπνο μου διαβάτες
άγγελοι περαστικοί
τ’ ουρανού οι ποδηλάτες
χάθηκαν μια Κυριακή.

Και ξανά η κόκκινη γυναίκα:

Στον ποταμό τον Ιορδάνη εκεί που ο νους σου δεν το βάνει, αν συναντήσεις το ληστή μην τον αφήσεις να λουστεί, γιατί μαζί με το Χριστό θα κρεμαστεί.

Και μετά, στα νερά του Ιορδάνη, με το πράσινο κορίτσι.

Βγήκε νύχτα στο σεργιάνι
ξημερώνοντας γιορτή
και κοντά στον Ιορδάνη
βρήκε ένα ληστή.

Ήταν στ΄ όνειρο καβάλα
είχε ολόχρυσο σπαθί
μες τα μάτια του ψιχάλα
και παλιά βροχή

Στα νερά του Ιορδάνη
βρήκε ένα ληστή.

Είναι δύσκολο του λέω,
τέτοια μέρα που περνάς
έχεις μάνα στο νυχτέρι
σπίτι σου να πας.

Είναι μαύρο το κουβάρι
παλικάρι που κρατάς
την κλωστή που δεν αντέχει
μην τηνε τραβάς.

Βγήκε νύχτα στο σεργιάνι
για να βρει τη λησμονιά
κι είδε κόσμο στη μεγάλη
πόρτα του φονιά

Κι είδε και στο σπιτικό σου
-το θυμάμαι και πονώ –
έναν άγγελο να βγαίνει
μέσα απ’ τον καπνό.

Στα νερά του Ιορδάνη
βρήκε το Χριστό.

Η κόκκινη γυναίκα, αναγγέλλει τη συνάντηση του Οδοιπόρου με το μεθυσμένο κορίτσι:

Ήρθε καιρός που ο Οδοιπόρος θα δοκιμάσει μες την πόλη του κόσμου την κατακραυγή κι από το φόβο σ’ ένα λιμάνι θα βρεθεί. Κι ένα κορίτσι μεθυσμένο, πληγωμένο, μαζί του θα συναντηθεί κι εκείνος θα το λυπηθεί.

«Κρίση» λέει ο Χατζιδάκις. «Ο Οδοιπόρος τραγουδάει τη συνάντησή του με το μεθυσμένο κορίτσι».

Στο σταυρό στο Γολγοθά με πας
και φωτιά σκορπάς.
Τα φτερά που μούδωσες φορώ
κι όλο προχωρώ.

Στα καφενεία
τον κόσμο παίζουν στα χαρτιά.
Ποιος θα γλιτώσει
της νύχτας τη λαβωματιά.

Τον καιρό τον είδα σα φονιά
μια Πρωτοχρονιά.

Στο σταυρό στο Γολγοθά με πας
κι αστραπές σκορπάς
Τα παιδιά δε μούδωσαν να πιω
και πολύ διψώ.

Μα ποιος κερδίζει
σε χαλασμένη ζυγαριά;
Ποιος ταξιδεύει
χωρίς πυξίδα στο βοριά;

Οι ληστές σκορπίσαν τις χαρές
μες τις αγορές.

Και πάλι, η κόκκινη γυναίκα:
Μα το κορίτσι μεθυσμένο ήξερε τάχα να τον δει; Κι έτσι όπως έκλαιγε πάνω στο λόφο, ήταν με θλίψη ή από κρυφή οργή; Θα τον βοηθήσει ν’ αγαπήσει ή θα του πάρει τη ζωή;

«Το αίνιγμα» λέει ο Μάνος Χατζιδάκις. 

Δεν τραγουδάει κανείς, παίζει μονάχα η ορχήστρα, με εκείνο τον παράξενο και γοητευτικό ήχο που άκουγα για πρώτη φορά. Όταν τελείωσε το κομμάτι, ο Χατζιδάκις γύρισε προς τον Ελευθερίου’ «αυτό είναι το πρώτο μέρος, με τον οδοιπόρο και το μεθυσμένο κορίτσι» είπε. «Πώς σου φάνηκε;» 
Ο Ελευθερίου έμεινε για λίγο ατάραχος, σα Βούδας. «Ο Μαρκόπουλος γράφει πιο ζωηρά, αυτός θα κάνει σουξέ!» είπε – και ξέσπασαν όλοι σε γέλια. «Θέλετε κάτι κύριε Χατζιδάκι;» ρώτησε ο Ζαχαριουδάκης, «Όχι τώρα, συνεχίζουμε! Παιδιά, μέρος δεύτερο, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης. Κύριε Σμυρναίε, το νου σας στο τρελό κορίτσι με τα μωβ!»

Όλοι συσπειρώθηκαν και ξεκίνησε το δεύτερο μέρος.
Αυτά είπε ο Ζαρατούστρας και καθένας μπορεί να λέει τα δικά του.
Για το Μεθυσμένο Κορίτσι το αίνιγμα παραμένει. Στ’ αλήθεια αναγνώρισε το σώμα του Αλκιβιάδη όταν συνάντησε πρώτη φορά τον Οδοιπόρο, ή τον θυμήθηκε σαν τούκοψε με το μαχαίρι το κεφάλι; Στ’ αλήθεια ήταν ένα κορίτσι λυπημένο που είχε διαλύσει τα όνειρά του και προσπαθούσε τώρα να τα συνδέσει ξανά με λεπτομέρειες ζωντανές ή έκρυβε μέσα του μια πρωτογονική κακία; Ο Αλκιβιάδης ήταν χορευτής ή χόρευε γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να εκφραστεί; Τέλος, το Μεθυσμένο Κορίτσι ήταν στ’ αλήθεια μεθυσμένο, ή εμείς το βλέπαμε έτσι, καθώς εκείνο λειτουργούσε φυσικά μέσα στους νόμους τους ονειρικούς; Αυτά δεν τα είπε ο Ζαρατούστρας κι έτσι ο καθένας λέει τα δικά του.

«Το μεθυσμένο κορίτσι, τραγουδάει ο νέος με τα μέταλλα» ανήγγειλε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Μες το κρύο μες τ’ αγιάζι
το κορίτσι μου βουλιάζει
το σκεπάζει τ’ αναφιλητό.

Χάθηκαν τα ξεροβόρια
σπάν’ τα ζάρια τρία αγόρια
το κορίτσι κλαίει σαν το Χριστό.

Μεθάει κι ανοίγει μια τρελή πηγή
το στόμα γίνεται πληγή
έχει το μίσος φτιάξει φυλαχτό
παίζει με το Θάνατο κρυφτό.

Έχει στα μαλλιά κορδέλες
στο κορμί της χίλιες βδέλλες
και στο πλάι το Χάροντα σκυφτό.

Απ’ τα μάτια της δυο στάλες
κι απ’ τα χείλη πέφτουν κι άλλες
ο καιρός χτυπάει σαν κεραυνός.

Ποιος της έδωσε μαχαίρι
ποιος αγέρας θα τη φέρει
για ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός.

Με το μαχαίρι κόβει τη σιωπή
κι είναι σαν πέτρα σκυθρωπή
μπλέκει τα χέρια κάνει προσευχή
ποιος θα της δώσει μιαν ευχή;

Μες το κρύο μες τ΄ αγιάζι
το κορίτσι μου τρομάζει
πεθαμένο τρέχει στη βροχή.


Το τρελό κορίτσι με τα μωβ, που αντικατέστησε τη γυναίκα με τα κόκκινα, μας αφηγείται τη συνέχεια της ιστορίας:

Σαν είδαν τα πουλιά το σώμα του Αλκιβιάδη κατά γης, φύγαν μακριά. Χωρίς να χαιρετίσουνε τους φίλους κι αδερφούς. Χωρίς να προφτάσουνε να δώσουνε μηνύματα για τους εχθρούς. Από τη μέρα εκείνη γιορτάζουμε «τη θλιβερά επέτειο της φυγής των»

«Η επέτειος. Τραγουδάει η κόκκινη γυναίκα» είπε ο Χατζιδάκις.
Σαν και χτες
τα πουλιά ξεκινήσαν
για του ανέμου τις πηγές
ανοιχτές
οι πληγές
μας σφραγίσανε για πάντα τις γιορτές.

Πες μου που-
πες μου που θα αράξουν τα πικρά
πουλιά
για να στείλω της αγάπης δυο
φιλιά
και να πλέξω μιαν ολόχρυση
ποδιά
να τυλίξω μες τον ύπνο τα
παιδιά…

που κοιτάν
τα πουλιά
σαν κινάν
κι όλο παν
μακριά
πέρα στο Νοτιά.

Μαγικές
ζωγραφιές
σαν τα όνειρα που πλάθουν συννεφιές
και στιγμές
θλιβερές
σαν τα όνειρα που σμίγουν τις ψυχές

Δεν μπορώ
να προβλέψω που θ’ αστράψει
ο ουρανός
που θα πέσει να ξαπλώσει
ο κεραυνός
τη στιγμή που θάχει αρχίσει
ο εσπερινός
και θ’ αρπάζει με θυμό
ένας γερανός…

τα παιδιά
που κοιτάν
τα πουλιά
καθώς φεύ-
γουν γυμνά
μες την παγωνιά.

Το τρελό κορίτσι με τα μωβ, δίνει μιαν αναπάντεχη διάσταση στη συνέχεια:


Το σώμα του Αλκιβιάδη ανασηκώθηκε. Απέκτησε κεφάλι αρχαϊκό και μπήκε ευθύς σ’ ένα περίπτερο για να πουλάει τσιγάρα. Μα η κάψα του καλοκαιριού και οι ρυθμοί που παίζαν οι γειτόνοι δεν τον άφηναν σε ησυχία. Γι’ αυτό τις νύχτες και ιδιαίτερα τις ώρες τις μικρές, έβγαζε όλα τα ρούχα του κι έτσι όπως ήτανε γυμνός, χόρευε στη μικρή πλατεία ατέλειωτα, ώσπου να ξημερώσει.

Ο Χατζιδάκις αναγγέλλει: «Ο Αλκιβιάδης. Τραγουδούν το κίτρινο κορίτσι και η κόκκινη γυναίκα μαζί»

Στην πλατεία
καίει ο πυρετός
Ένα αγόρι
πετάει σαν αητός.

Μας χαρίζει τραγούδια και καπνό
δεν μιλάει μα κοιτά τον ουρανό.

Στην πλατεία
γέρνουν οι μυρτιές
μα τ’ αγόρι
πηδάει μες τις φωτιές.

Το τραγούδι
σβήνει στον καιρό
μα τ’ αγόρι
κλέβει το χορό.

Το κεφάλι θα κόψω απ΄ το λαιμό
να το βλέπω μες στ’ όνειρο χλωμό.

Χελιδόνι
Φύγε στο Νοτιά
Ξημερώνει
έσβησε η φωτιά.

Το τρελό κορίτσι με τα μωβ, παίρνει πάλι το λόγο, για να μας δείξει το μεθυσμένο κορίτσι μέσα στον τρελό κόσμο. Ακολουθεί το τραγούδι «ο τρελός κόσμος», που το τραγουδάει και πάλι ο νέος με τα μέταλλα.

Ο κόσμος γύρω μας είναι τρελός. Φαντάζει σαν παλιές φωτογραφίες που μας κοιτάζουνε τυραννικά και μας προστάζουνε να θυμηθούμε αυτό που δεν ορίζουμε, ό,τι δεν μας ανήκει. Το Μεθυσμένο Κορίτσι οργίζεται και σκίζει τις φωτογραφίες σκοτώνοντας περαστικούς, πνίγοντας με τα χέρια της ευσπλαχνικούς κυρίους – πρόσωπα ανύπαρκτα, νεκρά για το δικό μας κόσμο τον φανταστικό. Τον μόνο κόσμο που έπλασε ο Θεός με τη βοήθεια των καπνών, των φυτών και των μυρωδικών.

Μαύρο παιδί
κανείς δε σ’ έχει δει.

Σημάδι μαγικό
και μάτι φονικό
σε βλέπω τώρα στον γκρεμνό
σώμα γυμνό.

Τι πιστεύεις
τι γυρεύεις
στον ουρανό;

Μια κραυγή
βάφει τον κόσμο με οργή
το παιδί θα πνιγεί
μεθαύριο την αυγή.

Μαύρη σκιά
φύγε μακριά.

Η φλόγα του κεριού
ξεγελά
μα σιωπηλά
καίει το κορμί
δίχως πάθος κι ορμή.

Μαύρο παιδί
ποια νύχτα σ’ έχει δει;

Τραγούδι και βροχή
χαμένη προσευχή
ο κόσμος έγινε πληγή
και τρέμει η γη.

τι πιστεύεις
τι γυρεύεις
χωρίς ψυχή;

Μια φωνή
άγρια τη νύχτα θρηνεί
κι έτσι σβήνει η γιορτή
σαν καμένο χαρτί.

Μαύρη σκιά
στάσου μακριά

Φωνάζουν οι τρελοί
και οι σοφοί
ότι ξανά
θα γεννηθεί
όποιος τώρα χαθεί.
Ο προβολέας φωτίζει και πάλι το τρελό κορίτσι με τα μωβ:
Μια στέρνα, ένα πηγάδι, απαιτεί προσήλωση και κοίταγμα προσεκτικό μέσα στ’ ακίνητο νερό μη τύχει και φανερωθεί ταγμένο πρόσωπο ιερό πίσω απ’ το είδωλό μας. Κι αν απ’ τα αστέρια που πηδούν σχηματισθείς εσύ, λατρευτικός, φανταστικός μες την ακίνητη διαφάνεια του νερού, τότε κι εγώ προσεκτικά θα βυθιστώ μες το πηγάδι, θα χαθώ, παντοτινά μαζί σου θα ενωθώ, ως την καινούρια αρχή του κόσμου, στο σκοτάδι.

«Οράματα. Τραγουδούν το κορίτσι και η κόκκινη γυναίκα» λέει ο Χατζιδάκις.

Φως και νερό
στο πηγάδι κοιτώ
τ’ άστρα μετρώ στο βυθό
το πρόσωπό σου προσπαθώ
να θυμηθώ.

Στο βυθό
θα βρεθούμε εσύ κι εγώ.

Φως και κρασί
το πηγάδι κι εσύ.

Μες στο νερό ταραχή
του κόσμου γίνεται η αρχή
απ’ την ψυχή.

Στο βυθό
θα σε βρω και θα χαθώ.

Το τρελό κορίτσι με τα μωβ μας αφηγείται το τέλος της ιστορίας, όπου κυριαρχεί ο φόβος. Ακούγεται και το τελευταίο τραγούδι, από τον νέο με τα μέταλλα.

Βυθίστηκε το μεθυσμένο κορίτσι στο νερό. Για πάντα χάθηκε. Τι απόμεινε στους παγωμένου δρόμους; Μονάχα ο φόβος. Τώρα που το κορίτσι δεν κυκλοφορεί πήραν κουράγιο οι λογικοί και κυβερνούν αυτούς που έχουν το θάρρος να ονειρεύονται. Τώρα που το κορίτσι χάθηκε απ’ τους δρόμους, κυκλοφορεί πανίσχυρος στην πολιτεία ο Φόβος.

Φόβος φόβος
Το βλέμμα αυτό – που με τυραννά
του κοριτσιού – που μόνο γυρνά
δίχως νόμο – μες το δρόμο.

Μ’ ένα πάθος εχθρικό
το πλήθος γύρω σου νεκρό
σε προσπερνάει
με πανικό.

Δεν υπάρχω ούτε μπορώ
τα χείλια σου να ξαναβρώ
να σε φιλήσω
και να σωθώ.

Φόβος φόβος
Χίλια πόδια χίλια χέρια
πληγωμένα καλοκαίρια
απ’ το φόβο
μες το φόβο.

Κι αν το αίμα ξεχειλίσει
σαν ποτάμι θα κυλήσει
μες το φόβο
απ’ το φόβο.

Οι βροχές δεν σταματούν
χιλιάδες μάτια σε κοιτούν
σ’ αναγνωρίζουν
και σε ρωτούν.

Αν υπάρχεις κι αν μπορείς
να βρεις το δρόμος σου νωρίς
μη σε προφτάσει
και σε δικάσει
η οργή της Γης.
Στάσου φύγε
Γειά σου μόνος

Θα…χα…θώ…

Μόλις έσβησαν οι τελευταίες νότες, ακούστηκε ένα δυνατό χειροκρότημα, από τον Μάνο Ελευθερίου. 
Αυθόρμητα χειροκροτήσαμε κι εγώ με τον Ζαχαριουδάκη – και το αφεντικό που παρακολουθούσε τόση ώρα χωρίς να τον έχουμε πάρει είδηση. 
Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές είχαν καρφώσει τα μάτια τους στον συνθέτη. «Καλά…» είπε ο Χατζιδάκις, «δυο τρία σημεία που πρέπει να προσέξουμε, θα σας τα πω μετά. Διάλειμμα τώρα!»

Ο Χατζιδάκις προχώρησε προς το τραπέζι που καθόταν ο Ελευθερίου. Κάθισε, έβαλε ένα τσιγάρο στην πίπα του και το άναψε. «Ώστε ο Μαρκόπουλος γράφει πιο ζωηρά, ε; θα το θυμάμαι!» Γέλασαν όλοι, ακόμα κι εγώ. 

Ξαφνικά ο Χατζιδάκις στράφηκε προς το μέρος μου. 
«Σου άρεσε εσένα;» με ρώτησε. 
«Πολύ» απάντησα, με ειλικρίνεια. 
«Για πες μου τότε, τι κατάλαβες;» 
Έμεινα άναυδος, αλλά στο τέλος ψιθύρισα την αλήθεια: 
«τίποτα…» 
Γέλασαν όλοι – κι εγώ κοκκίνισα, αλλά δεν παρεξηγήθηκα. 
«Όταν το ξανακούσω, θα καταλάβω!» είπα με αυτοπεποίθηση.

Ο Μάνος Ελευθερίου χτύπησε την πίπα του στο πλάι του τραπεζιού, άδειασε τα καμένα και άρχισε να την ξαναγεμίζει. «Θα καταλάβεις ένα μέρος» είπε ήσυχα. «Ένα πρώτο επίπεδο. Μετά, με τον καιρό, θα καταλαβαίνεις όλο και περισσότερα». Ο Μάνος Χατζιδάκις γέλασε και είπε: «Στο τέλος θα καταλαβαίνει περισσότερα κι από εμάς που το γράψαμε! Δεν είναι τίποτα πολύπλοκο Μάνο, θέλει απλώς άσκηση, όπως όλα τα ακριβά πράγματα! Με συγχωρείτε τώρα, πάμε πάλι πρόβα…»

Ο Ζαχαριουδάκης μου έγνεψε να φύγουμε. «Θα μείνω. Θέλω να το καταλάβω!» του είπα.
*
Μια πρώτη μορφή του έργου τελείωσε τις πρωινές ώρες της 25ης Οκτωβρίου 1973 και ολοκληρώθηκε στην οριστική του μορφή στις 16 Ιανουαρίου 1974,σημειώνει ο Μάνος Χατζιδάκις.

Έχουν περάσει κιόλας 32 χρόνια. Η ακρόαση του έργου υπήρξε για μένα μια συγκλονιστική αποκάλυψη: ένας ποιητικός και μουσικός θησαυρός, ένα από τα πολλά κορυφαία επιτεύγματα του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι, μια υψηλή αισθητική απόλαυση – και συνάμα μια ασυνήθιστα τολμηρή πρόσκληση για κατάδυση στα βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης τραγωδίας, για αναζήτηση αυτογνωσίας – χωρίς δεδομένο το χάπυ έντ. Μάλλον, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει χάπυ έντ.

.................
διαβάστε περισσότερα εδώ: Η καλύβα ψηλά στο βουνό

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Pablo Neruda - Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια/PUEDO escribir los versos mαs tristes esta noche.
Tonight I can write the saddest lines


20
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.

Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».

Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.

Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.

Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πώς να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.

Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.

Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει. . .
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά, πέρα.
Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .

Την αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δέντρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.

Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της, τ' αστραφτερό της σώμα.
Τ' ατέλειωτα μάτια της.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.

Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .

Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ.



20
PUEDO escribir los versos mαs tristes esta noche.

Escribir, por ejemplo: "La noche estα estrellada,
y tiritan, azules, los astros, a lo lejos".

El viento de la noche gira en el cielo y canta.

Puedo escribir los versos mαs tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella tambiιn me quiso.

En las noches como ιsta la tuve entre mis brazos.
La besι tantas veces bajo el cielo infinito.

Ella me quiso, a veces yo tambiιn la querνa.
Cσmo no haber amado sus grandes ojos fijos.

Puedo escribir los versos mαs tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.

Oir la noche inmensa, mαs inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocνo.

Quι importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche estα estrellada y ella no estα conmigo.

Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.

Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazσn la busca, y ella no estα conmigo.

La misma noche que hace blanquear los mismos
αrboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.

Ya no la quiero, es cierto, pero cuαnto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oνdo.

De otro. Serα de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.

Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto el amor, y es tan largo el olvido.

Porque en noches como ιsta la tuve entre mis
brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.

Aunque ιste sea el ϊltimo dolor que ella me causa,
y ιstos sean los ϊltimos versos que yo le escribo.



20
Tonight I can write the saddest lines.

Write, for example,'The night is shattered
and the blue stars shiver in the distance.'

The night wind revolves in the sky and sings.

Tonight I can write the saddest lines.
I loved her, and sometimes she loved me too.

Through nights like this one I held her in my arms
I kissed her again and again under the endless sky.

She loved me sometimes, and I loved her too.
How could one not have loved her great still eyes.

Tonight I can write the saddest lines.
To think that I do not have her. To feel that I have lost her.

To hear the immense night, still more immense without her.
And the verse falls to the soul like dew to the pasture.

What does it matter that my love could not keep her.
The night is shattered and she is not with me.

This is all. In the distance someone is singing. In the distance.
My soul is not satisfied that it has lost her.

My sight searches for her as though to go to her.
My heart looks for her, and she is not with me.

The same night whitening the same trees.
We, of that time, are no longer the same.

I no longer love her, that's certain, but how I loved her.
My voice tried to find the wind to touch her hearing.

Another's. She will be another's. Like my kisses before.
Her voide. Her bright body. Her inifinite eyes.

I no longer love her, that's certain, but maybe I love her.
Love is so short, forgetting is so long.

Because through nights like this one I held her in my arms
my sould is not satisfied that it has lost her.

Though this be the last pain that she makes me suffer
and these the last verses that I write for her.

Pablo Neruda

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Μαρία Πολυδούρη - Ένα βράδυ στο Σταθμό

Jeff Rowland painting
Τί θλιβερὸ πράμμα ὁ Σταθμός,
ποὺ μόλις νἄχῃ φύγει τὸ τραῖνο.
Οὔτε στιγμή, μόλις ποὺ ἐδῶ
στὶς ράγιες του βαριὰ σταματημένο
καὶ πηγαινόρχονταν γοργά,
ἀνίδεα γελώντας ταξειδιῶτες.
Κι᾿ ὅσοι ποὺ μείνανε κι᾿ αὐτοὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ὄψη τους σὰν τότες.
Ἡ ἄδεια θέση κι᾿ ἡ σιωπὴ
μέσ᾿ στὸ Σταθμὸ ποὺ τοὔφυγε τὸ τραῖνο.
Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ μείνανε σκορποῦν
κ᾿ ἔχουν τὸ βῆμα τὸ ἀποφασισμένο
ὅσων τὴ μοίρα ἀκολουθοῦν.
Κάθε φορὰ τοὺς φεύγει κι᾿ ἀπὸ κάτι
καὶ κεῖνοι μένουν στὸ Σταθμὸ
λυγίζοντας τὸ θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στὰ ἴδια θαρρετοὶ
δῆθεν κ᾿ ἡ πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμὲ
ὅμως κι σένα ἀπόψε θ᾿ ἀγαπήσω.
Γιατί τὸ «χαῖρε» ἦταν γλυκὸ
καθὼς τὸ χέρι σειόταν στὸν ἀέρα
ἀπ᾿ τὸ μαντήλι πιὸ λευκὸ
κι᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀνθό, σὰ φῶς ποὺ ἔφευγε πέρα,
ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἰδῆ ποτὲ
τόσο γαλήνια ὡραῖο τ᾿ ὅραμά σου,
Καταραμένε χωρισμέ.
Μοῦ τρέμουνε τὰ χείλη στὄνομά σου.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Μιχάλης Κατσαρός - Μὴ φύγεις

Don t leave me alone hqwallbase
Μὴν κλαῖς π᾿ ἀκόμα
δὲ μᾶς ἔφυγες ἀπ᾿ τὸν ἀέρα
τὸ δρόμο σου ῾τοιμάζουνε
ἀπὸ πέρα.

Μὴν κλαῖς στὸν οὐρανὸ θὰ πᾶς
καὶ μᾶς ἐδῶ μᾶς παρατᾶς.

Πάρε μαζί σου ἀπ᾿ τὴ γῆ μας
τὸ περιστέρι πού ῾ναι ψυχή μας.

Πάρε ἐλιὰ φιλιά, πάρε τὰ κάλλη
ἀπὸ τὴ γῆ μας τὴ μεγάλη.

Μὴν κλαῖς, μὴ φύγεις, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.

Στὸν οὐρανὸ βαρύθυμος πλανᾶς
τὰ βήματά σου
εἴμαστε μεῖς παιδιά σου,

Μὴ φύγεις μή, μὴ μᾶς παρατᾶς
εἴμαστε γιοί σου καὶ μᾶς ἀγαπᾶς.

από «Τα τραγούδια του νέου πατέρα» 

***********
Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη ἐκτέλεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Jalal-Al-Din Rumi - Στον κήπο του Αγαπημένου

The painting Lamp of Silence is series “Essence of Love”
(απόσπασμα)

Αγαπημένε μου, γίνε για μένα
Σαν τις φλόγες που χορεύουν με τον Έρωτα
Πυρά μες στην πυρά…
Αγαπημένε μου, αυτό γίνε για μένα.
Το κερί μου λιώνει με καημό
Κλαίει κέρινα δάκρυα.
Το φυτίλι καίγεται-
Αγαπημένε μου, αυτό γίνε για μένα.
Εμείς που βαδίσαμε το μονοπάτι του Έρωτα
Δεν κλίνουμε μάτι όλη νύχτα.
Στην ταβέρνα των μεθυσμένων
Ο τυμπανιστής χτυπάει το τύμπανο-
Αγαπημένε μου, αυτό γίνε για μένα.
Στη μαυρίλα της νύχτας
Οι εραστές ξαγρυπνούν
Μην τους μιλάτε για ύπνο
Το μόνο που θέλουν
Είναι να βρίσκονται μαζί μας-
Αγαπημένε μου, αυτό γίνε για μένα.
Η Ένωση είναι ένας μανιασμένος ποταμός
Που χύνεται κατ’ ευθείαν στη θάλασσα
Απόψε η Σελήνη δίνει φιλιά στα αστέρια…
Ό,τι αγγίζω ό,τι βλέπω
Γίνεται φωτιά της αγάπης-
Αγαπημένε μου, αυτό γίνε για μένα.
…………………………………………………………..
Χτύπησα την πόρτα
Εκείνου που αγκαλιάζει την αγάπη.
Άνοιξε, με είδε να στέκω εκεί
Κι άρχισε να γελάει.
Με τράβηξε μέσα.-
Έλιωσα όπως η ζάχαρη, στην αγκαλιά εκείνου του Εραστή
Εκείνου του Μάγου του Κόσμου.


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Μαρκόπουλος-Ξυλούρης)

Σχεδίασμα A΄

1.
Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κι’ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι στὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο στὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει· ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό· ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντὴ καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάμω δέηση, καὶ ἰδοὺ μὲς στὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κι’ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνὴ ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου ἄρχισε:

«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη στὸν ὦμο,―
Κι’ ἀπ’ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,

Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»

2.
Παράμερα στέκει
Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει·
Ἀργὰ τὸ τουφέκι
Σηκώνει καὶ λέει:
«Σὲ τοῦτο τὸ χέρι
Τί κάνεις ἐσύ;
Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει
Πὼς μοῦ εἶσαι βαρύ.»

Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
Στοῦ πόνου τὴ γῆ
Καὶ βρίσκει σπυράκι
Καὶ μάνα φθονεῖ.


3.
Γρικοῦν νὰ ταράζη
Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα
Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει
T’ ἀντίλαλου πέρα·
Καὶ ξάφνου πετιέται
Μὲ τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γρικιέται,
Κι’ ὁ κόσμος βροντᾶ.


4.
Ἀμέριμνον ὄντας
T’ Ἀράπη τὸ στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
Στοῦ Μάρκου τὸ χῶμα·
Διαβαίνει, κι’ ἀγάλι
Ξαπλώνετ’ ἐκεῖ
Ποῦ ἐβγῆκ’ ἡ μεγάλη
Τοῦ Μπάιρον ψυχή.

 
5.
Προβαίνει καὶ κράζει
Τὰ ἔθνη σκιασμένα.


6.
Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη!
Δὲ σκούζει σκυλί!


7.
Καὶ ἡ μέρα προβαίνει,
Τὰ νέφια συντρίβει·
Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει
Κι’ ἀστέρι δὲν κρύβει.

Σχεδίασμα B΄
 
1.
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ ἔχω γῶ στὸ χέρι;
Ὁπού σὺ μούγινες βαρὺ κι’ ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
 
2.
Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ’ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:
 
H ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ’ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλη τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
H ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
 O Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
Κι’ ὂσ’ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ’ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.
Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Καὶ μὲς στὴ θάλασσα βαθιὰ ξαναπετιέται πάλι,
Κι’ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ’ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς στῆς λίμνης τὰ νερά, ὂπ’ ἔφθασε μ’ ἀσπούδα,
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποῦ εὐωδίασε τὸν ὕπνο τῆς μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ὥρα γλυκιὰ κι’ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι’ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
H μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κραίνει·
Ὅποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.


3.
Ἐνῶ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁπού κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψη ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁπού βγαίνει μέσ’ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμη ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.

«Σάλπιγγα, κόψ’ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴ κόψουν τὴν ἀντρεία.»
..........
η συνέχεια εδώ
------------------

Σχεδίασμα Γ΄
 
1.
Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
Κι’ ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
Μὲ λογισμὸ καὶ μ’ ὄνειρο, τί χάρ’ ἔχουν τὰ μάτια,
Τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ’ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
Ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ’ ἀθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα,
Ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ’ ὅλα τὰ κάλλη πόχει,
Ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ’ναι κρυμμένα·
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν’ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
Κι’ εὐθὺς ἐγὼ τ’ Ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ’χ’ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
 
(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλη τὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγιοῦ).

2.
Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοὶ ― στέκομαι καὶ κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι’ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.―
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
Καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ’ ἄστρα σὰ πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι’ οἱ βράχοι.
 
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
Κι’ ἀλιά! σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν·
Ἀθάνατη ’σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;».

Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ’π’ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
Καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
Ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκλήσι.
Τὸ μίσος ὅμως ἔβγαλε καὶ κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαρού, τ’ ἀγκίστρι π’ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξης ἄμε.»

.............
η συνέχεια εδώ 

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Βιτσέντζος Κορνάρος - Ο Ερωτόκριτος (αποσπάσματα)

Ερωτοκριτος και Αρετούσσα, Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
[…]
Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το ’χου θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το ’καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
[…]
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα ’χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα

κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τα ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.

( Ερωτόκριτος, επιμ. Στ. Αλεξίου, Ερμής 1990)


Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε 
από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα.

Η υπόθεση εδώ
Ηράκλειο, Πλατεία Κορνάρου: Ο έφιππος Ερωτόκριτος 
αποχαιρετά την αγαπημένη του Αρετούσα.
Ανάλυση
Ο ποιητής δηλώνει πως θα αφηγηθεί τα περιστατικά που σχετίζονται με την «αμάλαγη φιλιά», την αγνή φιλία, μιας κόρης κι ενός νέου. Ειδικότερα, για την άδολη και χωρίς καμιά ασχήμια αγάπη ανάμεσα στην Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο.
Ό,τι παρακινεί τον ποιητή σ’ αυτή την αφήγηση είναι η διαρκής εναλλαγή των ανθρώπινων πραγμάτων, η ταραχή του πολέμου, μα κι η δύναμη του έρωτα. 
Όπως, μάλιστα, το διατυπώνει ο ίδιος, τον εκίνησαν τα γυρίσματα του Κύκλου και του Τροχού της ζωής και της τύχης, που διαρκώς ανεβοκατεβαίνουν, κι άλλοτε πηγαίνουν ψηλά κι άλλοτε πέφτουν βαθιά. 
Τον κίνησαν, συνάμα, τα πράγματα του Καιρού -του χρόνου- που δεν γνωρίζουν ποτέ ανάπαυση, και συνεχώς εναλλάσσονται ανάμεσα στο καλό και το κακό∙ η ταραχή του πολέμου, οι εχθρότητες κι οι δυσκολίες, μα και στον αντίποδα, οι δυνάμεις του έρωτα κι η χάρη της φιλίας.
Στους πρώτους στίχους ο ποιητής επιθυμεί να παρουσιάσει τους λόγους που τον οδήγησαν να καταπιαστεί με την αφήγηση αυτής της ιστορίας, οπότε η χρήση του α΄ προσώπου υποδηλώνει την προσωπική εμπλοκή και εκφράζει το υποκειμενικό στοιχείο στην επιλογή του θέματος.
Ο ποιητής, ωστόσο, δεν είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, οπότε τα διαδραματιζόμενα δεν αποτελούν προσωπικά του βιώματα για να τα διηγηθεί σε α΄ πρόσωπο. Έτσι, η συνέχεια της ιστορίας δίνεται σε γ΄ πρόσωπο, κερδίζοντας σε αντικειμενικότητα και δημιουργώντας την αίσθηση πως ο αφηγητής είναι παντογνώστης.

Το τρυφερό κλωνάρι, η νεαρή σε ηλικία Αρετούσα, καθώς μεγαλώνει αποκτά όλες εκείνες τις αρετές που, κατά τα πρότυπα της εποχής, αναλογούν σε μια κοπέλα. Είναι όμορφη, με χάρη, γνώση και γλυκύτητα. Είναι, παράλληλα, ευγενική, τακτική και πολύ χαριτωμένη. Έμφαση, βέβαια, δίνεται στην ομορφιά και το εξωτερικό της κάλλος, που σε συνδυασμό με τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της, καθιστούν την Αρετούσα περιλάλητη και κοσμαγάπητη.
Στην περιγραφή του Ερωτόκριτου το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η σύνεση κι η πνευματική του ωριμότητα. Έτσι, αν και επρόκειτο για έναν νέο δεκαοκτώ χρονών, τονίζεται πως είχε τη γνώση και τη λογική μεγάλου ανθρώπου (γερόντου), γεγονός που καθιστούσε τα λόγια και τις συμβουλές του τροφή πνευματική για εκείνους που τον άκουγαν. Συνάμα, ο Ερωτόκριτος επαινείται για την αρετή και την αρχοντιά του, καθώς και για τις πλείστες χάρες που τον κοσμούσαν.

Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το ’χου θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.


Η Αρετούσα χαρακτηρίζεται γλυκιά, ώστε να γίνει σαφές πως παρά την εξαιρετική της ομορφιά δεν έχει παρασυρθεί σε συμπεριφορές έπαρσης και αλαζονείας. Ο ποιητής θέλει να δημιουργήσει μιαν ισόρροπη εικόνα της κοπέλας, όπου το εξωτερικό κάλλος συνταιριάζεται αρμονικά με την καλοσύνη του χαρακτήρα.

ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα

Ο Ερωτόκριτος χαρακτηρίζεται ως πηγή αρετής και φλέβα αρχοντιάς, προκειμένου να δοθούν δύο βασικά και σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Έτσι, ο νέος παρουσιάζεται ως εξαιρετικά ενάρετος, αλλά και αρχοντικός στην παρουσία και τη συμπεριφορά του -παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εξίσου πλούσιος με την Αρετούσα. Το ενάρετο του χαρακτήρα του τονίζεται, ώστε να γίνει εξαρχής ευνοϊκά δεκτός απ’ τους αναγνώστες, παρά το τόλμημά του να ερωτευτεί την κόρη του βασιλιά.

Οι περιγραφές των δύο ηρώων κινούνται στο πλαίσιο των κοινωνικών στερεοτύπων της εποχής, καθώς τους αποδίδονται οι αρετές εκείνες που ταιριάζουν στο φύλο τους. Έτσι, η Αρετή διακρίνεται για την εξωτερική της ομορφιά και για τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της, ενώ ο Ερωτόκριτος για τη σύνεση και την ωριμότητά του, όπως και για την αρετή και την αρχοντιά του.
Σε ό,τι αφορά την κοπέλα δίνεται έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση και το χαρακτήρα, χωρίς να παραγνωρίζεται ωστόσο και η γνώση της. Ενώ, στην περιγραφή του Ερωτόκριτου τονίζεται πρωτίστως η ωριμότητα κι οι πνευματικές του ικανότητες. Η εμφάνιση του νέου δεν σχολιάζεται ως προς την ομορφιά, καθώς αυτό δεν ενδιαφέρει τόσο. Τονίζονται, ωστόσο, η αρχοντιά που αποπνέει, αλλά και οι πολλές χάρες που τον κοσμούν.

latistor

Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:
Ενότητα Α
Ενότητα Β
Ενοτητα Γ
Ενότητα Δ
Ενότητα Ε

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο
Τραγουδάω εσάς που πέσατε κάτω απ’ τις σφαίρες


Eastman Johnson Circa 1872 The Wounded Drummer Boy

(απόσπασμα)

[...] Τραγουδάω εσάς που πέσατε κάτω απ’ τις σφαίρες
και βουτηγμένοι στο αίμα σας σηκώνατε το χέρι και δείχνα-
τε στους άλλους να προχωρήσουν
κι αφού είχαν όλοι προσπεράσει πια κ’ είχατε μείνει καταμό-
ναχοι πεσμένοι στο δρόμο
ακούγοντας τη βουή και τα ντουφέκια του πλήθους που προ-
χωρούσε
σφίγγατε πάνω στο στήθος σας μια χούφτα χώμα απ’ την
αγαπημένη πατρίδα
και πεθαίνατε. Τραγουδάω εσάς.

Τραγουδάω όλους εσάς που αντισταθήκατε
τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους
τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα
τραγουδάω το αίμα που σ’ όλα τα γεωγραφικά σημεία είναι
κόκκινο.

Με το λαρύγγι μου πεταμένο έξω φαρδύ, σαν προκυμαία
τραγουδάω την παγκόσμια αδερφοσύνη.

Μα απόψε, αδέρφια, δεν είμαι ποιητής.
Απόψε δε θέλω να ’μαι ποιητής.
Απόψε είμαι ο τυμπανιστής μιας απέραντης στρατιάς
με δύο δισεκατομμύρια μαχητές ακροβολισμένους
μές στη
νύχτα.


Και προχωράμε.

Από τη συλλογή Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 
Αθήνα, Κέδρος, 1956


Παρατηρήσεις
Το ποίημα ανήκει στη μοντέρνα ποίηση.
- Οι στίχοι του ποιήματος είναι ελεύθεροι.
- Στο ποίημα δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
- Το ποίημα δεν χωρίζεται σε στροφές με ίσο αριθμό στίχων και γενικότερα δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο κανόνα ως προς τη διαμόρφωση των στροφών.

Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο είναι ο ίδιος ο ποιητής,
ο οποίος για λίγο -για απόψε- δεν είναι πια ποιητής, αλλά ο τυμπανιστής μιας παγκόσμιας στρατιάς που μάχεται για τον τερματισμό των πολέμων∙ που μάχεται για την επικράτηση μιας παγκόσμιας αδελφοσύνης.

Ο ποιητής γίνεται ο μπροστάρης όλων εκείνων των ανθρώπων που θυσίασαν τη ζωή τους στον πόλεμο για να υπερασπιστούν τους συνανθρώπους τους∙ γίνεται ο μπροστάρης όλων εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι όποιου χρώματος κι αν είναι, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκουν αντιστέκονται στη μανία του πολέμου και διεκδικούν το δικαίωμα στην ειρηνική και χωρίς εθνικές και φυλετικές διακρίσεις συνύπαρξη.
- Τραγουδάω εσάς που πέσατε κάτω απ’ τις σφαίρεςκαι βουτηγμένοι στο αίμα σας σηκώνατε το χέρι και δείχνα-τε στους άλλους να προχωρήσουν- σφίγγατε πάνω στο στήθος σας μια χούφτα χώμα απ’ τηναγαπημένη πατρίδακαι πεθαίνατε.
Το πρώτο ενικό πρόσωπο συνδέεται με το ιδιαίτερο χρέος που έχει ο ποιητής, ως λειτουργός της ποιητικής τέχνης, αλλά και ως άνθρωπος να αναδείξει μέσω του έργου του τις πανανθρώπινες εκείνες αξίες που θα θέσουν οριστικό τέρμα στον παραλογισμό του πολέμου και θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να συνυπάρξουν σε μια ειρηνική κατάσταση∙ σε μια παγκόσμια αδερφοσύνη. Ο ίδιος, μάλιστα, αποποιείται προσωρινά το ρόλο του ποιητή μόνο και μόνο για να αντικρίσει τον εαυτό του ως τον τυμπανιστή μιας απέραντης παγκόσμιας στρατιάς, που δίνει την ιερή μάχη για την επικράτηση της ειρήνης.

Στον καταληκτικό στίχο του ποιήματος ο Λειβαδίτης επιλέγει το α΄ πληθυντικό πρόσωπο προκειμένου να καταστήσει σαφές πως συγκαταλέγει συνειδητά τον εαυτό του σ’ αυτή την παγκόσμια στρατιά ανθρώπων κάθε φυλής και κάθε χρώματος που μάχεται για την ειρήνη. Ο ποιητής στον σημαντικό αυτό αγώνα δεν διεκδικεί κάποιον διακριτό ρόλο για τον εαυτό του, είναι κι εκείνος ένας από τους πολλούς, ένας από το συλλογικό «εμείς» των ανθρώπων που θέλουν να δουν τον τερματισμό του πολέμου.

Φράσεις του ποιήματος παραπέμπουν στην παγκόσμια αδελφοσύνη.
- και δείχνατε στους άλλους να προχωρήσουν- τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους- τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα- τραγουδάω το αίμα που σ’ όλα τα γεωγραφικά σημεία είναι κόκκινο- Μα απόψε, αδέρφια, δεν είμαι ποιητής.- Απόψε είμαι ο τυμπανιστής μιας απέραντης στρατιάς με δύο δισεκατομμύρια μαχητές ακροβολισμένους μες στη νύχτα

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Μαρία Πολυδούρη - Βιογραφικά
Ζωή ανυποταξίας, έρωτα και θλίψης

 
«… Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι…
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη
»

(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» - «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…»)

Σκέψεις-λόγοι της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη, που στις 29 Απριλίου 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών, έφυγε από τη ζωή, μια ζωή γεμάτη ποίηση, έρωτα και θλίψη.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 1 Απριλίου 1902. Ήταν κόρη του φιλόλογου καθηγητή Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Μετά τις μεταθέσεις του πατέρα της στο Γύθειο και στα Φιλιατρά, το 1916 η Μαρία επιστρέφει στην Καλαμάτα.
Το 1918, τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Παρά τη μικρή της ηλικία, ενδιαφέρεται πολύ για κοινωνικά θέματα όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία, ή το γυναικείο ζήτημα και η χειραφέτηση της γυναίκας, παλεύοντας να σπάσει όλο το απίστευτο βάρος κοινωνικών προκαταλήψεων και κοινωνικών «καθηκόντων» ολόκληρων αιώνων. Ήταν μία από τις γυναίκες που έστειλαν τηλεγράφημα…στον Πρόεδρο της Βουλής επί Ελευθερίου Βενιζέλου και ζητούσαν παροχή ψήφου στις γυναίκες.
Αυτά βέβαια τα όφειλε στους γονείς της, που είχαν ανάψει την φλόγα της αναζήτησης και της κριτικής σκέψης σε όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα της ασχολείτο και εκείνη με το γυναικείο ζήτημα, ενώ ο πατέρας της ήθελε τις κόρες του ελεύθερες.
Η «καλή κοινωνία» της Καλαμάτας θα αναστατωθεί από τις πεποιθήσεις της Μαρίας και όλοι, άντρες και γυναίκες, θα τα βάλουν με την «περίεργη» που φέρνει …. αναστάτωση στα «σπιτικά»!!!

Το 1920, η Μαρία Πολυδούρη, μετά το θάνατο των γονέων της, τους οποίους χάνει μέσα σε διάστημα 40 ημερών, αποφασίζει να μείνει στην Αθήνα και να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της. Έτσι το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.

Η μετάθεσή της στη Νομαρχία Αττικής, ήταν η «μοιραία κίνησή» της, αφού εκεί γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, μετατεθείς και εκείνος εκεί από την Σύρο.
Από τότε η ζωή της και το έργο της είχαν τη σφραγίδα του.
Οι ζωές τους έγιναν ζωές συνυφασμένες. Η επικοινωνία τους στην κυριολεξία ποιητική. Στη σκέψη όλων, μέχρι και σήμερα ακόμα, όπου Πολυδούρη και Καρυωτάκης, όπου Καρυωτάκης και Πολυδούρη.

Η σχέση τους, μια σχέση σφοδρή, γεμάτη πάθος, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια τότε ανίατη. 

Με το ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα» ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στην Πολυδούρη το φοβερό μυστικό του.

Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

Η Πολυδούρη ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της εποχής της, με μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ηλικία της, προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε και βλέπουμε την ψυχολογική διάθεση της Πολυδούρη να αποτυπώνεται στο ποίημα «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα» του 1922.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.


Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Μαρία Πολυδούρη. 

Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη.
Έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική
άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει
μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί.


Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος. Αργότερα, ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το μικρόβιο της σύφιλης) και το συμπεριέλαβε στην συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1927.

Το 1923, η Μαρία αδιαφορώντας για την υγεία της παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι - τόπος παραθερισμού τότε- όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, με τον οποίο διατήρησε μια φιλική σχέση, ενώ η ίδια εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του.

Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα «Η τελευταία», το οποίο η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα.
 

Το 1924, μπαίνει στη ζωή της ο Αριστοτέλης Γεωργίου ένας όμορφος νέος, πλούσιος δικηγόρος, ο οποίος την ερωτεύθηκε και στις αρχές του 1925 αρραβωνιάστηκαν. Η σκέψη όμως της Πολυδούρη ήταν μόνο στον Καρυωτάκη.
Λόγω των συχνών απουσιών της, απολύθηκε από τη Νομαρχία και το 1925 σταματά τις σπουδές της στη Νομική. Πηγαίνει στη Φτέρη Αιγίου και εκεί γράφει μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ωστόσο με τον τίτλο «Μυθιστόρημα» περιλαμβάνεται στα «Απάντα» της.

Το 1925 γράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην Σχολή Κουνελάκη.
Το 1926 παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι, ενώ την ίδια χρονιά ξαφνιάζοντας τους πάντες διαλύει τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ.
Την 1η Φεβρουαρίου 1928 εισέρχεται στο νοσοκομείο Σαριτέ, με γνωμάτευση φυματίωσης. Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Την έβαλαν στη τρίτη θέση σε ένα δωματιάκι που προοριζόταν για τους κατάκοιτους. 
Εκεί θα μάθει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, άρρωστος κι αυτός τότε, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στο «Σωτηρία» θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία.

Στὸν κ. Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη ἡ ὥρα ἐδῶ ποὺ ἐστάθη
μὲ μία δεσποτικιὰ γαλήνη, κάτι
ἔχει βαρύ, μ᾿ ἀγγίζει σὰν τὸ μάτι
τοῦ ἄγριου μοιραίου ποὺ λάθεψα πὼς χάθη.

Ὁ λογισμός μου τώρα ἀδυνατίζει
καὶ σκύβει σὰν ὁ ἔνοχος μπροστά σου.
Καμμιὰ φωνὴ νὰ μοῦ φωνάζη, στάσου.
Οὔτε μία ἐλπίδα, ἐντός μου νὰ φωτίζῃ.

Καὶ δὲν ἀντέχω, θὰ τ᾿ ἀκούσῃς ὅλα,
τίποτα δὲν ἐσκέπασεν ἡ λήθη.
Θὰ σοῦ τὰ πῶ σὰν ἕνα παραμύθι
καρδιά μου ἐρημικὴ κι᾿ ὀνειροπόλα.

Κύτταξε τὸ βραδάκι αὐτὸ ποὺ κλείνει
τόση γαλήνη κι᾿ ὅταν ἀντικρύζη
τὸν κάμπο εἶνε σὰ χάδι, δὲ δροσίζει
ὅμως, μία νοσταλγία μέσα μας χύνει...

Μαντεύω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη σου τί θλίψη
πικρὴ σὲ τρώει φτωχὴ καρδιά μου κ᾿ ἔρμη.
Τῆς ὕπαρξής σου σοὔκλεψαν τὴ θέρμη
κ᾿ ἡ δρόσο τοῦ καημοῦ σοὔχει ἀπολείψει.

Λουλούδι ποὺ τὸ φῶς σ᾿ εἶχε ἀγαπήσει
ἔμεινες μοναχὰ μὲ τὴ λαχτάρα,
ποὺ ἀργὰ γίνηκε φλόγα καὶ κατάρα
τίποτα πιὰ ᾿πὸ σὲ νὰ μὴν ἀφήση.

Εἶδα τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λιγοστεύη
τότε καὶ σένα ἀγάλια νὰ χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμᾶσαι; Πρέπει νὰ ὑπομένης
καὶ σοὔδειξα τὴ σκέψη ποὺ πιστεύει.

Ἦταν ὡραῖα κάποτε, θυμᾶσαι;
τὴν ἐκαμάρωσες καὶ σὺ καρδιά μου.
Ἄχ, ἡ ἁρμονία πὼς ὤρμησε βαθιά μου
τότε. Μὰ σὲ εἶδα πάλι νὰ λυπᾶσαι...

Τώρα, γιὰ σένα εἶνε ὅλα τελειωμένα.
Καὶ τὴ στερνὴ πνοούλα ἔχεις ἀφήσει.
Ἡ σκέψη μου ποὺ μάταια ἔχει ἀνθίσει
Μαδάει σὲ νεκράνθια σπαραγμένα.


Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος, Χονδρογιάννης. Της συμπαραστάθηκε με πολύ αγάπη η ποιήτρια Μυρτιώτισσα.

Το 1928 η Πολυδούρη εκδίδει την συλλογή της «Τρίλιες που σβήνουν» και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην «Σωτηρία» εκδίδει την δεύτερη συλλογή της «Ηχώ στο Χάος».
Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια, με πρωτοβουλία του Άγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων, που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου. Αρνείται τον έρανο που είχε ανοίξει το «Βήμα».

Έφυγε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 με ενέσεις μορφίνης που ζήτησε να της "περάσει" ένας αφοσιωμένος θαυμαστής της ο Βασίλης Γεντέκος. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο τάφος της δεν υπάρχει πλέον, αφού η αδελφή της Βιργινία έκανε εκταφή των οστών τον Σεπτέμβριο του 1933.

Ο Άγγελος Τερζάκης («Ο ματωμένος λυρισμός» - Εφημερίδα «Το Βήμα», 19 Απριλίου 1961) γράφει για την κηδεία της Πολυδούρη: «… Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής».
 
η συνέχεια εδώ: teiopoteion