Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Γιώργος Ρούσσος — Θάλασσα Πλατιά: Όνειρα τρελά που πετούν στο κύμα πάνω

Πιστεύω ότι η ζωγραφική είναι ποίηση και ότι η ποίηση είναι έμπνευση. Β. Βαγιάννης
Θάλασσα πλατιά, 
σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά, 
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά, 
την καρδιά μου τη μικρούλα τη φτωχειά.

Όνειρα τρελά 
που πετούν στο κύμα πάνω
φτάνουν στην καρδιά
και τα νιάτα μας ξυπνάνε 
όνειρα τρελά
και οι πόθοι φτερουγίζουν 
σαν πουλιά.

Έχω έναν καημό 
που με τρώει γλυκά 
και με λιώνει
έχω ένα καημό
θα 'ρθω να στον πω 
αδερφή μου εσύ θάλασσα που σ' αγαπώ.

Κύματα πουλιά 
στα ταξίδια σας που πάτε 
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι απο 'κει μακριά 
να μου φέρετε κι εμένα τη χαρά.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Οδυσσέας Ελύτης —Το δελφινοκόριτσο (1972)
Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε


Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
Μωρέ τού λέω πούν’ το μεσοφόρι σου
έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου

Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε

Αγόρι εγώ δεν έχω, μου αποκρίνεται
Βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται
Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
ξανανεβαίνει κι απ’ τη βάρκα πιάνεται

Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε

Θεέ μου, συγχώρεσέ με, σκύβω για να δω
κι ένα φιλί μου δίνει, το παλιόπαιδο
Σα λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση, / μύρια ποτήρια του νερού / φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα / στο περιγιάλι αστράφτουνε.

Greek Summer Rebecca Beal
XXX
“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,
τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,
σκοινιά, καράβια και φανάρια,
γλάροι, καθρέφτες και καρποί-
τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.

Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,
μύρια ποτήρια του νερού
φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα
στο περιγιάλι αστράφτουνε.

Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,
κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”

XXXIX
“Στα μεγάλα κόσκινα του καλοκαιριού,
κοκκινίζεις του ήλιου το κριθάρι,
το φλουρί, το κεχριμπάρι
παίζει στο λαιμό σου,
παίζει στα δυο σου χέρια
και στο κούτελό σου.

Κι όλο κοσκινίζεις
και ψωμί δε φτιάχνεις.
Πώς χορταίνει κι αυγαταίνεις;
Πώς χορταίνουνε τα δέντρα σου
και τα πρόβατά σου;

Κι ο γιαλός, ο αστραφτερός
σα γαλάζιος σκύλος
κάθεται στα πισινά του
και σαλεύει την ουρά του,
και του ρίχνεις μια ματιά
στα πεταχτά
και χορταίνει, – πώς χορταίνει
τέτοιος σκύλος;

Μες στον κάμπο η κόκκινη εκκλησιά
και στη ράχη ο άσπρος μύλος.

Και προτού το δείλι γείρει
έφτιαξες τον ήλιο όλο μελοπίτες
και κουλούρες του χορού
για τους κυνηγούς και τ’ άτια του νερού
για της Άγιας Πελαγίας το πανηγύρι.”
Γιάννης Ρίτσος, 
«Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού», Κέδρος

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η «Θλίψη» της Ποίησης



Μικρά Έψιλον - Οδυσσέας Ελύτης
«Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά...»

Γ. Σεφέρης (απόσπασμα-Μυθιστόρημα)


Και τώρα; Ποιὸς θὰ σηκώσει τὴ θλίψη τούτη ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας;

Τάσος Λειβαδίτης - Αποσπάσματα
Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.

Τότε χτύπησαν την πόρτα.
Εγώ,αφελής όπως πάντα, πήγα κι άνοιξα. 
Κι έτσι μια καινούρια θλίψη μπήκε στον κόσμο.
~Τάσος Λειβαδίτης~
Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει(απόσπασμα)
Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ 
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους..ποὺ ὁδηγοῦνε ἄγνωστο ποῦ…
~Τάσος Λειβαδίτης~


Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου(αποσπάσματα) 


''κι η μουσική, σκέφτομαι,
είναι η θλίψη εκείνων
που δεν πρόφτασαν ν' αγαπήσουν...''
~Τάσος Λειβαδίτης~


Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Είναι κάτι βράδια που μόνον ένας στεναγμός μας χωρίζει απ’ τον Παράδεισο
κι άλλοτε ανατέλλει η σελήνη απ΄το λόφο σα μεγάλη ευτυχία
περοπλανήσεις στη νύχτα κι οι γρίλιες απ΄όπου μισοείδαμε το εσώ-
ρουχο μιας γυναίκας που κοιμόταν
κι άξαφνα στη στροφή του δρόμου η θλίψη ενός φανοστάτη μας
πλημμύριζε με δάκρυα.
Κανείς δε μας περίμενε όταν γυρίσαμε
ΑΒΕΒΑΙΟ-Γιάννης Ρίτσος
Έκει που τελειώνει το χώμα , αρχίζει ο ουρανός -έλεγε-
εκεί που αρχίζει ο ουρανός αρχίζει η θλίψη .

Είταν μονάχος, δεν είταν λυπημένος,
μια και μπορούσε να κοιτάει τα σύννεφα ,
μια και τα σύννεφα είταν ρόδινα ,
μια και τ' βρισκε ωραία τα σύννεφα.

Ύστερα , ανάμεσα απ' τα δάκτυλα της νύχτας ,
ένα αστέρι τον κοίταζε κατάματα. Δεν τον πίστεψε .
(Βύρων Λεοντάρης, «Έως…», Νεφέλη) Απόσπασμα 


«… Μοιράζεται το φταίξιμο στο πάρε – δώσε των ανθρώπων

μα η λύπη είναι του καθενός, λύπη του άλλου,
ο πόνος που δώσαμε πίσω δεν παίρνεται.

Άλλο σημάδι πως υπήρξαμε δεν έχουμε
καθώς περνάμε τώρα στη μεγάλη θλίψη
και κλάμα αδάκρυτο τα μάτια μας ραγίζει.»
Οδυσσέας Ελύτης - ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(απόσπασμα).

Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό...
Οδυσσέας Ελύτης «Καλημέρα Θλίψη» [Μαρία Νεφέλη]
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Γεια σου θλίψηΚαλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ’ ανοίξω μάτι...
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης
αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι ωραίαέτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό - ιταλικό μού φαίνεται - βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου- αφού το θέλεις -τη θλίψη τού πρασίνου βλέμματός σου
τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πληγμένη μέσα στα μακρυά μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου

Από τη συλλογή, Η επιστροφή των πουλιών (1946) 


του Νίκου Εγγονόπουλου

Τα μάτια της Μαργαρίτας


Ν.Βρεττάκος
Βρήκα μέσα στα μάτια σου τις νύχτες να κυλάνε μεγάλους ποταμούς σιωπής, όπως στα έξι μου χρόνια. 
Της θλίψης την αστροφεγγιά, βρήκα μέσα στα μάτια σου.


Τα Θολά Ποτάμια, Α , 192 Ν.Βρεττάκος
Έβρεχε η θλίψη σα νερό
μέσα στις πολιτείες!
Έβρεχε απελπισία
και ψήλωνε η λάσπη πάνω στης γης!
Και τα ποτάμια πλάταιναν! Και τα ποτάμια μάλωναν
Ποίημα του Ισραηλινού ποιητή Αμίρ Ορ


-ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-

Μετάφραση, Αναστάσης Βιστωνίτης

Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη. 
Αυτό που υπήρχε και το είδαμε έχει φύγει, 
πέρασε απ’ τα μάτια μας και χάθηκε 
και μ’ ένα ακόμα φθινόπωρο μας βάρυνε το στήθος.
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη, 
μα όταν οι εραστές παίρνουν ο καθείς τον δρόμο του 
φλέγεται η καρδιά χωρίς να καίγεται, 
ξεριζώνεται δίχως τις ρίζες της να χάνει, 
πολύ βαριά να την αντέξουμε.
Οι αποσκευές μου (Αλεξάνδρα Μπακονίκα)
Απανθρωπιές και τραγωδίες δεν μου είναι άγνωστες. Δια πυρός και σιδήρου τις έζησα. Αν με ψάξεις θα βρεις τα βαθιά τους σημάδια. Σκοτάδια, καταχνιές και θλίψεις τα κουβαλάω στις αποσκευές μου.
Έχω πιστοποιητικά, συστατικές επιστολές για δοκιμασίες που άντεξα. Παίρνω, λοιπόν, το δικαίωμα να στραφώ και να βιώσω τα φωτεινά και τα χαρούμενα. Το συναπάντημα, το βύθισμά μου στη χαρά –που τόσο σπάνια συμβαίνει– είναι δικαίωμα και κερδισμένος χρόνος. Δεν έχω ενοχές για τις εξάρσεις της χαράς.
(1994)Ελένη, Οδ. Ελύτης -απόσπασμα

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη 
Που δε βλέπει τίποτε 
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύ- 
 πημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο 
Γιατί έγινε κιόλας 
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος 
με τη βροχή δάκρυα και λόγια 
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!


Ὁ σταχτὺς θάνατος


Μ. Λουντέμης

Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί- 
θαρροῦσα ὡς τώρα... 
πῶς ὅλα τὰ πράματα βαδίζουν στὴ γῆ 
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα. 
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη. 
Ἡ Θλίψη χλωμή. 
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος 
Ο Θάνατος μαῦρος. 
Ἔτσι θαρροῦσα...
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου, 
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα. 
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα. 
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα... 
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα. Ἔτσι νόμιζα. 

Αναρτήθηκε από Pyroessa

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Τα μοναχικά βήματα. Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο

Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;
Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ’ τα χρόνια…
Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα…
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δύο πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.
Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση… ποιοί είμαστε; … άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.
Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου… μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
Ω γενιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους… μείναμε στη μέση… η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ’ όλα τα ρολόγια.
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε… μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ’ ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία, τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ’ αλησμόνητο πρωινό.
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο.
Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες…
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα…
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση… ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Μενέλαος Λουντέμης — Βαριά προσβολή

Με χτύπησαν στη ράχη
με ρόπαλο βαριά
και σφυχτικά μαστίγια
με σιδερένιες γροθιές.
Μα εγώ δε βόγκηξα.
Γιώργος Φαρσακίδης - Μακρόνησος
Με χτύπησαν κατάμουτρα
με πέτρες και με κοντακιές
και με σιδερένιες γροθιές.
Και δεν έβγαλα άχνα.

Μα μια μέρα
με χτύπησαν
– γλυκά και προστατευτικά –
στη ράχη…
Και τότε σήκωσα άγρια φωνή!

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης — Βρέχει στη φτωχογειτονιά «Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά άναψες τον καημό μου είσαι μικρός και δε χωράς τον αναστεναγμό μου»

Jiaur Rahman Village Life
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου.

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου.

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Jacques Prévert — Στο μεγάλο ποτέ - Au grand jamais. Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα θα σ᾽αγαπώ

Edv. Munch, Στάχτες. 1894. Εθνική Πινακοθήκη Νορβηγίας. Όσλο.

Ακόμα ένα ποίημα του Ζακ Πρεβέρ που αφηγείται μία συνηθισμένη ερωτική ιστορία, από αυτές που βίωσαν και βιώνουν καθημερινά όσοι ερωτεύθηκαν... 
Μία ερωτική ιστορία της καθημερινότητας με χιλιοειπωμένες στερεότυπες φράσεις που ανταλλάσσουν μία γυναίκα και ένας άνδρας...

Στο μεγάλο ποτέ 

Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε

Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά

Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή

Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου

Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις

Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία

Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις

Δεν θέλω τίποτα να ξέρω

Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις

Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου

Τρομερή η πλεονεξία-σου

Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη

Καλά λέει εκείνος και φεύγει

Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα

Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω

Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες

Να τώρα είμ' ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδια να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη

Λοιπόν υπάρχει ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται τον μεγάλο-του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνάει μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνάει μια
άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου
πίσω από μια αφίσα ...
...............
Σας αφήνω να τελειώσετε εσείς την ιστορία του Ζακ Πρεβέρ.


Ζακ Πρεβέρ, Ποιήματα, μετάφραση
Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, έκδ. 4η, έκδ. Θεωρία, Αθήνα 1982, σσ. 150 -157.

Poéme / Poémes d'Jacques Prévert

Au grand jamais 

A la grande nuit au petit jour au grand jamais au petit toujours je t'aimerai

Voilà ce qu'il lui chantait

Son cœur à elle lui battait froid
Je voudrais que tu n'aimes que moi

Il lui disait qu'il était fou d'elle
et qu'elle était par trop raisonnable de lui
Au grand jamais au petit toujours au grand jour et à la petite nuit

Bien sûr
si je te dis je t'aime
je t'aime à en mourir

c'est un peu aussi pour en vivre
Et je ne veux pas dire que je n'aime que toi
que je n'aime pas partir
partir pour revenir
que je n'aime pas rire

et qu'à tes tendres plaintes je ne préfère pas ton sourire

N'aime que moi
dit-elle
ou alors ça ne compte pas

Essaie de comprendre
Comprendre ça ne m'intéresse pas
Tu as raison il ne s'agit pas de comprendre il s'agit de savoir

Je ne veux rien savoir
Tuas raison
il ne s'agit pas de savoir

il s'agit de vivre d'être d'exister
Tout ça n'existe pas
je veux que tu m'aimes
et que tu n'aimes que moi
mais je veux que les autres t'aiment

et que tu te refuses à elles
à cause de moi

Terriblement avide
Est-ce ma faute je suis comme ça

Bon dit-il et il s'en va
Au grand jamais au petit jour à la grande nuit au petit toujours

Ce n'est pas la peine de revenir
Elle a jeté les valises par la fenêtre et il est dans la rue seul avec les valises

Voilà maintenant que je suis tout seul comme un chien

sous la pluie puis il constate qu'il ne pleut pas c'est dommage c'est moins réussi enfin on ne peut pas avoir tous les soirs une tempête de

neige et le décor n'est pas toujours dramatique à souhait
L'homme laisse tomber les valises les chemises le rasoir électrique les flacons

et les mains dans les poches le col de pardessus relevé il fonce dans le brouillard il n'y a pas de brouillard mais l'homme pense

J'abandonne les bagages je fonce dans le brouillard
Alors il y a du brouillard
et l'homme est dans le brouillard
et pense à son grand amour
et remue les riolons du souvenir
et presse le pas parc© qu'il fait froid

et passe un pont et revient sur ses pas et passe un autre
pont et ne sait pas pourquoi
Des hommes et des femmes sortent d'un cinéma où

derrière une affiche il y a un prélat
Et la foule s'en va la lumière s'éteint le prêtre reste là

Qu'est-ce qu'il peut bien foutre derrière cette affiche ce prêtre-là
Comme l'homme le regarde le prêtre disparaît
mais passe de temps en temps la tête
comme le petit capucin de la petite maisonnette des très

rustiques baromètres une tête plate et livide comme une lune malade comme un trop vieux blanc d'œuf sur une assiette très

sale
Et puis après tout qu'est-ce que ça peut me foutre
Ce cinéma

c'est peut-être sa boîte de nuit à ce prêtre