Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015
Τάσος Λειβαδίτης - Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας (IV)
Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ, ὅταν μᾶς σκοτώνουν,
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015
Τάσος Λειβαδίτης - Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας (V)
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ' ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.
Κυριακή 14 Ιουνίου 2015
Βασιλική Δεδούση — Η Πανδώρα και το τραγούδι του γιατρού
Χορός
Μα της καρδιάς μου
τη χαρά,
ο Δίας την εφθόνεψε
και —συφορά μου
μεγάλη—
εκδίκηση γύρεψε.
Φτιαχτή γυναίκα,
πλάσμα αγέννητο,
χωρίς των θνητών του
αφαλού το σημάδι,
σκάρωσε,
και του αδερφού σου
τη χάρισε,
—γλυκιά ζωή γι
αυτόν, πικροζωή για μένα—.
Ιερέας
Ασύνετα την έκαμε
κυρά κι αρχόντισσά του,
και η δικιά σου
συμβουλή λόγια μονάχα,
γράμματα σκόρπια,
στη σειρά, μα νόημα κανένα.
Χορός
«Δώρο απ’ τους θεούς
να μην καταδεχτείς,
άδωρο κι ολέθριο θα ’ναι».
Ιερέας
Έτσι του είπες, μα
δε σ’ άκουσε
Το όνομά της,
Πανδώρα,
γητεύτρα πανέμορφη,
—ο νους να τα χάνει—
και —ώρα μισητή, ώρα
καταραμένη—
της παραδώσαν οι
θεοί ένα κουτί για προίκα.
Σαν τ’ άνοιξε, έτσι
απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
όλου του κόσμου τα
δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
αρρώστιες, πόνοι,
βάσανα
κι ό,τι κακό, κι
ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
Αρρώστιες, πλήθος
φοβερό,
ανίατες… έτσι ο Δίας
το ’θελε.
Απ’ το κουτί
ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
των θρήνων άθλια
βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
κατάρες για την τύχη
μας,
και βλαστημούσαν άπρεπα κορμιά βασανισμένα.
Χορός
Πώς σ’ ένα τόσο δα
κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
του κόσμου όλου τα
βάσανα
Γιατρός και γιάτρισσα
Ικέτες ταπεινοί τους
βωμούς των θεών αγγίζοντας,
γιατρειά, απαλλαγή,
λυτρωμό περιμέναμε.
Παρηγορήτρα ελπίδα,
αυτή μοναχά
τους άθλιους βροτούς
στη ζωή συγκρατούσε.
Εσύ ’σουν η ελπίδα
μας
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Γιατρός
Δάσκαλος γίνηκες σε
μαθητή απελπισμένα πρόθυμο.
Κι ολημερίς
πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
ή χάνομαι, για
μέρες,
για εφταήμερα και
για μηνούς ολάκερους,
σε φαραγγιών
φιδόδρομους
σε τόπους
βαλτωμένους.
Γιάτρισσα
Κλωνούς, φυλλάκια
και ριζά
βρίσκω, ξεραίνω,
τρίβω
και, στη χάση ή τη γέμιση,
της πάγχλωμης
αρχόντισσας,
της κυβενήτρας της
νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
μιλημένα σκαρώνω
γιατρικά,
με προσοχή και
σύνεση, με μέτρημα και γνώση
μιας και όσα δίνουνε
ζωή
και λύτρωση από
πόνους,
τα ίδια αυτά στον
ύπνο τον αιώνιο
βυθίζουν τους ανθρώπους.
Γιατρός
Με τη δροσιά της
χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
της μεγάλης ευθύνης
το βάρος φέροντας,
σκευάζω και φτιάχνω,
από μέντα, σκόρδο
δύσοσμο,
αγγελική και δυόσμο,
μάραθο, ρόδι,
δίκταμο,
τσουκνίδα, και
θυμάρι,
ρίγανη, δεντρολίβανο
κι απ’ άλλα χίλια
μύρια της γης δωρίσματα,
σκευάζω και φτιάχνω
σκόνες, και
αφεψήματα,
ματζούνια,
καταπλάσματα,
βάλσαμα κι άλλα
γιατρικά
να τα ’χω να
γιατρεύομαι
και να γιατροπορεύω.
Για τα νεφρά τα
άρρωστα,
για στομαχιού τους
πόνους
μου ’μαθες το
χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
και με τα δάκρυα
κλαίουσας
τον πυρετό να ρίχνω.
Για τον βαθύ το
βήχα,
που βασανίζει σωθικά
και τα καταταράζει
τον καταπράσινο χυμό
της ιερής μολόχας,
για τ’ ανακάτεμα του
στομαχιού το δυόσμο
—που ’ναι καλός και σαν τριφτεί σε μέλη πονεμένα—.
Γιάτρισσα
Για να κοιμούνται τα παιδιά
αρκεί μια τόση δα γουλιά
της υπνοφόρου μύκωνος
και ο Μορφέας φτερωτός
στην αγκαλιά τα παίρνει.
Για να κοιμούνται τα παιδιά
αρκεί μια τόση δα γουλιά
της υπνοφόρου μύκωνος
και ο Μορφέας φτερωτός
στην αγκαλιά τα παίρνει.
Σαν αφορμίζουν οι
πληγές,
με του ψωμιού τη
μούχλα
κλείνουν,
γιατρεύονται με μιας.
Του λιναριού το
σπόρο λιώνοντας
φτιάχνω γιατρικά
για τα γυναίκεια
πάθια,
τα έμμηνα.
Γιατρός
Να ξεχωρίζω μ’
έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
φίλτρα να φτιάχνω
από βολβούς
από τα σπόρια
σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
και μ’ όλ’ αυτά
—κι άλλα πολλά που
δεν τα φανερώνω—
αμίλητα φίλτρα
σκαρώνω
να πιάνουν φλόγα τα
κορμιά,
να συνταιριάζουν οι
θνητοί
—ακόμα και οι
αταίριαστοι—
ν’ σμίγουν οι
αθρώποι
και να
σφιχταγκαλιάζονται,
να μη χαθεί το γένος
μας
κι αφανιστεί η φυλή μας.
Χορός ανδρών και γυναικών
Χάρη σε σένα και
πάλι το γένος μας σώθηκε
και στη ζωή κρατήθηκε
και ως τα τώρα πρόκοψε
με της φωτιάς τη
θεία δύναμη
που γνώση δίνει και
το νου λευτερώνει,
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μας
Βασιλική Π. Δεδούση
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015
Βασιλική Δεδούση — Το τραγούδι του γεωργού
Van Gogh Σταροχώραφα Κατά Το Θερισμό
|
(Γεωργός – και η σύντροφός του)
Γεωργός
Τα μυστικά της Δήμητρας
μου ’μαθες
και γίνηκα της γης
τρυφερός εραστής,
και παιδευτής
ακούραστος.
Μου ’πες:
«Στον ουρανό η
ματιά σου πάντα.
Τ’ Αυγερινού το
κάλεσμα,
του Αποσπερίτη τ’
αθόρυβο διάβα
μη χάνεις,
των εποχών τις
αλλαγές μάθε ν’ ακούς,
να οσμίζεσαι απ’ των
ανέμων την ανάσα
και τ’ αλλιώτικο
φύσημα».
Γυναίκα
Μου πες: «Μάθε ν’
ανθίζεσαι,
πότ’ είν’ η ώρα, για
σπορά,
για θερισμό, για
λίχνισμα και γι άλεσμα
και γι αμπελιού τον
τρύγο,
για λιόκαρπου το
μάζωμα
και πότε πρέπει σ’
οψιγιά
ν’ απλώνεις τα σταφύλια».
Γεωργός
Και γίνανε τα φοβερά
των εποχών γυρίσματα
φίλοι και σύμμαχοί
μου.
Με χαλινάρια, με ζυγούς
τ’ άγριο ταυρί το
μέρεψα,
και τ’ άτι το
ατίθασο
φίλος μου γίνηκε
και γλήγορό μου
πόδι.
Της μάνας Γαίας
φροντιστής,
μ’ αυλάκια
καλοφρόντιστα ποτίζοντας το χώμα,
καρπίζω τ’ άγονα,
στα λεπτόγαια σπέρνω,
στα χρυσοτόπια της
Δήμητρας
κυμματισμοί ευλογίας
αέρινης,
των κόπων μου τα
δώρα.
Αγρίμια δάμασα,
συντρόφους
οικόσιτους, βοηθούς ακάματους
στο σκληρό της γης
τ’ όργωμα τα ’καμα.
Το χέρι μου τ’
αδύναμο,
με τ’ αλετριού το
σίδερο και του μυαλού τη φλόγα,
εγίνηκε κατακτητής
και στέριωσα και
πρόκοψα.
Γυναίκα
Γεμάτη η αυλή μου
μερωμένα ζωντανά,
όλα στη δούλεψή μου,
πλέριες οι αποθήκες
μου,
με ξηροκάρπια και
τροφές
για τους βαριούς
χειμώνες.
Χορός
Κι αυτά χάρη σε
σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη
μας.
Βασιλική Π. Δεδούση
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015
Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα,
ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.
Κυριακή 7 Ιουνίου 2015
Νικηφόρος Βρεττάκος - Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!...
...Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
...Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.
Μὴν ἀγγίζετε!
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!
Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-
κεῖνα τὰ χρόνια, μοῦ ῾χε ὁ Θεὸς
φυλάξει τὰ δέντρα. Ἦταν ἀστέρια στὸν οὐρανό...
Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος στεκόταν ἀνέπαφος...
Ἦταν ὁ κόσμος τοῦτος τόσο ὄμορφος, ποὺ μπέρδευε εὔκολα
κανεὶς τὰ φαινόμενα...
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-κεῖνα τὰ χρόνια,
δὲν πλανιότανε οὔτε ὑποψία κακῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα.
Ἀπόκριση
στὸν ποιητὴ Θανάση Παπαθανασόπουλο
Ὁ ἥλιος μοιράζεται σὲ κομμάτια
μέσα στοὺς ποιητές. Εἶναι τὸ ἀντίδωρο
ποὺ ὁ Θεὸς διανέμει στοὺς ἐντολεῖς του.
Συμμετέχουμε στὴν ὑπόθεση τοῦ φωτός.
Ἐνῶ φτιάχνουν ἐκεῖνοι, πουλοῦν, διακινοῦν
ὅπου γῆς κι ὅπου ἄνθρωποι ὅπλα
κι ἀποθηκεύουν αἷμα σκοτώνοντας ὄνειρα
ἐμεῖς προσπαθοῦμε:
Νὰ φτιάξουμε
ἕναν οὐρανὸ μὲ λίγες λέξεις.
Σάββατο 6 Ιουνίου 2015
Νίκος Γκάτσος — Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Εκεί που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι
μύστεςκι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015
Μελισσάνθη - Πιστεύω
Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ'οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ'οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο.
μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος!
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ' ἐνεργεῖ.
ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατί ἡ 'Αγάπη εἶναι προσευχὴ καὶ πράξη!
Γιατί ἡ 'Αγάπη εἶναι ἡ μυστικὴ ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαiω ὅλα τὰ δάκρυα -
γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oἶvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος!
Κ' ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
Πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατί ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)