Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Νίκος Γκάτσος — Αμοργός, Πόσο πολύ σε αγάπησα


Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.



Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.


Νίκος Γκάτσος
Αμοργός

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Νίκος Καρούζος — Σχέδιο για το μέλλον του ουρανού

Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος
της φωνής μου ψηλά
έφυγαν όλα τα πουλιά, μου τον χειμώνα
δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω
αγγίζοντας έρημος το γερασμένο τοίχο της βροχής
κι όπως έρχεται απ’ την αύριο
με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Λεν είναι, πια η Άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ
ας ανοίξω το βήμα κ’ εδώ λησμονημένος
να δείξω την αιωνιότητα.

Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω
πάνω απ’ τα γλυκύτερα
βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.

Ακούω τους ήχους των τύμπανων σου Μελλοντικέ
όμως λυτρώσου από μας
πίσω δεν πάει ο καιρός μονάχα σέβεται
το κορμί με τ’ άνθη του
ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.

Λησμόνησε μας.

Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του Θεού υπάρχεις
αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα
κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη
η μυρωμένη η πορτοκαλιά το ρόδι
ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.

Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου
τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.

Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα
ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους
ένα φως πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σε λάμψεις τη μουσική μου.

Μεγάλη η νύχτα κ’ η ποίηση
τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.

Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.
Πού είναι τα χρόνια των υακίνθων…

Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κ’ οι άνθρωποι
φαίνονταν ευεξήγητοι
σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!

Και τώρα να η μοίρα σου
στην πόλη μέσα τη φρικτή
μ’ ενάντιο σπίτι εναντίον άνεμο.

Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης —
μη με λησμονήσεις
πάνω του στα βραδινά πετρώματα
με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.

Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.
Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.

Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου
έχει περάσει πια το μεσονύχτι
κ’ εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη
είμ’ ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός
που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.

Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα
πνοή που να ‘βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου
δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες
έχω χαθεί κάποτε υπήρξα.
ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.

Σε ακούω Εκτυφλωτικέ —
πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο
ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων
υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.

Εγώ τότε τραγουδούσα:
Έρωτα με κατοίκησες πολύ
φύγε απ αυτό το σπίτι.

Δεν έχει ούτ’ ένα παράθυρο να βγει.
στα δέντρα η ερημιά μου
σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.

Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν
έρωτα μη σημαίνεις-πια.

Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.

Μη δείχνεις — είμαι ο ανώφελος το ξέρω
σώμα για θάνατο και θάνατο
που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δέντρου.

Η φωνή μου λυγίζει.

Αλλά δεν παραδίδομαι αντίκρυ
σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος
εγώ με όλο το αίμα μου
έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα
με τόσο σπαραγμό στα σύνορα μου.

Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.

Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.

Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν
— ένα τ’ ονομάζω.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Pablo Neruda - Το Γέλιο Σου - Your Laughter

Salvador Domingo Felipe Jacinto Dalí i Domènech - Butterfly Boat
This 'ship of dreams' is one of Dali's most famous butterfly paintings.
Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις
Πάρε μου τον αέρα, όμως
Μη μου παίρνεις το γέλιο σου…

Μη μου παίρνεις το ρόδο
Την αιχμή της λόγχης σου
Το νερό που αίφνης
Στη χαρά σου αναβλύζει
Το ξαφνικό το κύμα
Το αργυρό που σε γεννά…

Ο αγώνας μου σκληρός και επιστρέφω
Κάποιες φορές με μάτια
Κουρασμένα απ’ το να βλέπω
Τη Γη που δεν αλλάζει
Αλλά σαν μπω στο γέλιο σου
Ανεβαίνει ως τα ουράνια να με βρει
Και μου ανοίγει όλες
Τις πόρτες της ζωής…

Αγάπη μου, την πιο σκοτεινή
Την ώρα δείξε την αιχμή
Του γέλιου σου, κι αν αίφνης
Δεις το αίμα μου να βάφει
Τις πέτρες του δρόμου
Γέλα, γιατί το γέλιο σου
Θα είναι για τα χέρια μου
Σαν δροσερό σπαθί…
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου
Πρέπει το γέλιο σου να υψώσει
Τον αφρισμένο καταρράχτη του
Και με την Άνοιξη, αγάπη
Το γέλιο σου το θέλω σαν
Το λουλούδι που περίμενα
Τον κυανό ανθό, το ρόδο
Της εύηχης πατρίδας μου…

Γέλα με τη νύχτα
Με τη μέρα ή με το φεγγάρι
Γέλα με τους στριφογυριστούς
Δρόμους του νησιού
Γέλα μ’ αυτό το αδέξιο
Αγόρι που σε αγαπάει
Όμως όταν εγώ ανοίγω
Τα μάτια και τα κλείνω
Όταν τα βήματα μου φεύγουν
Κι όταν γυρνούν
Να μου αρνηθείς ψωμί, αέρα
Φως και Άνοιξη
Αλλά το γέλιο σου ποτέ
Γιατί θα πέθαινα…


Your Laughter

Take bread away from me, if you wish,
take air away, but
do not take from me your laughter.

Do not take away the rose,
the lance flower that you pluck,
the water that suddenly
bursts forth in joy,
the sudden wave
of silver born in you.

My struggle is harsh and I come back
with eyes tired
at times from having seen
the unchanging earth,
but when your laughter enters
it rises to the sky seeking me
and it opens for me all
the doors of life.

My love, in the darkest
hour your laughter
opens, and if suddenly
you see my blood staining
the stones of the street,
laugh, because your laughter
will be for my hands
like a fresh sword.

Next to the sea in the autumn,
your laughter must raise
its foamy cascade,
and in the spring, love,
I want your laughter like
the flower I was waiting for,
the blue flower, the rose
of my echoing country.

Laugh at the night,
at the day, at the moon,
laugh at the twisted
streets of the island,
laugh at this clumsy
boy who loves you,
but when I open
my eyes and close them,
when my steps go,
when my steps return,
deny me bread, air,
light, spring,
but never your laughter
for I would die.

Pablo Neruda

Pablo Neruda - Σφιγμένη ψυχή - Clenched Soul

Girl Standing On Windy Grass Field Watching The Sunset
Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και σκέπαζε τον κόσμο.


Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στα χάη.

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.

Λέγε μου, που ήσουνα;
Με τι κόσμο;
Και τι τους έλεγες;
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου;

Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.

Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.


από τα ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ

σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή


Clenched Soul

We have lost even this twilight.
No one saw us this evening hand in hand
while the blue night dropped on the world.

I have seen from my window
the fiesta of sunset in the distant mountain tops.

Sometimes a piece of sun
burned like a coin in my hand.

I remembered you with my soul clenched
in that sadness of mine that you know.

Where were you then?
Who else was there?
Saying what?
Why will the whole of love come on me suddenly
when I am sad and feel you are far away?

The book fell that always closed at twilight
and my blue sweater rolled like a hurt dog at my feet.

Always, always you recede through the evenings
toward the twilight erasing statues.

Pablo Neruda

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου

Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς 
αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
Wheatfield with Crows, 1890 by Vincent Van Gogh
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, ΙΙΙ, εκδ. Κέδρος

Τάσος Λειβαδίτης — Πανάρχαιη αντιδικία

     Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα, και 
μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζι-
ού - κανείς; αστείοι που είμαστε – αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύ-
χτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, 
αλλά Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να 
βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο...
    Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και 
άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδιζε 
με την καινούργια μέρα του.

Από την ενότητα «ΔΑΦΝΕΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ» 
της ποιητικής σύνθεσης «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Γιάννης Ρίτσος — «Ο ποιητής»

Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δεν μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα
Από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής «Τα αρνητικά της σιωπής», που ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε στο Καρλόβασι, που από το 1954 –όταν παντρεύτηκε τη Σαμιώτισσα Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου– έως τον θάνατό του, πέρασε τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του.
Yiannis Ritsos by Sofie
Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

Καρλόβασι, 17.VII. 87

Ανάλυση
Ο τίτλος του ποιήματος αποκαλύπτει την ιδιότητα του προσώπου για το οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα∙ του προσώπου που κατορθώνει να έρχεται σε συνεχή επαφή με το σκοτάδι, χωρίς ποτέ να επηρεάζεται από αυτό∙ του προσώπου που ακόμη και μετά το θάνατό του θα είναι σε θέση να στηρίζει με θέρμη τους συνανθρώπους του στον δύσκολο αγώνα της ζωής.

«Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,
το χέρι του δεν μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του
είναι αδιάβροχο στη νύχτα.»


Μια πρώτη βασική προσφορά του ποιητή είναι το γεγονός ότι κατορθώνει να διατηρεί την αισιοδοξία, την πίστη και την ελπίδα του, έστω κι αν έρχεται διαρκώς σ’ επαφή με τις πλέον επώδυνες και σκοτεινές πτυχές της ζωής. 
Έτσι, παρά το γεγονός ότι «βρέχει» συνεχώς το χέρι του στο σκοτάδι του ανθρώπινου βίου, αυτό δεν μαυρίζει ποτέ∙ αυτό διατηρεί τη φωτεινότητά του, την οποία και κατορθώνει να περνά στους στίχους του. 
Σε μια ζωή γεμάτη αντιξοότητες και προβλήματα, το χέρι του ποιητή, το χέρι με το οποίο συνθέτει το έργο του, παραμένει «αδιάβροχο στη νύχτα», παραμένει επίμονα ανεπηρέαστο από τις δυσκολίες, και συνεχίζει να μεταδίδει φως και αισιοδοξία στους στίχους που γράφει.

«Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.»


Χάρη στην ικανότητά του να παραμένει αλώβητος από την επαφή του με τις δυσκολίες της ζωής και το σκοτάδι, ο ποιητής θα αφήσει πίσω του ως συνεχιστή της προσωπικής του προσπάθειας το έργο του, το οποίο θα αποτελεί μια διαρκή κατάφαση σε όλα εκείνα τα ιδανικά που συνεχώς διαψεύδονται. 
Το έργο του θα μοιάζει με ένα γλυκύτατο χαμόγελο που θα λέει με επιμονή «ναι» σε όλες τις ελπίδες των ανθρώπων, έστω κι αν αυτές μοιάζουν ανέφικτες ή μάταιες. Το έργο του ποιητή θα μείνει εδώ για να διατηρεί ζωντανή την ελπίδα στους ανθρώπους, καθώς όσο κι αν μοιάζουν δυσεπίτευκτα τα ιδανικά του ανθρωπισμού και της δικαιοσύνης, οι άνθρωποι δεν πρέπει στιγμή να σταματούν τον αγώνα τους γι’ αυτά.
Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο ποιητής αντιστάθηκε σε όλη του τη ζωή στο σκοτάδι και στις αντιξοότητες και δεν τους επέτρεψε να στερήσουν το φως και την αισιοδοξία από το έργο του, έτσι κι οι άλλοι άνθρωποι θα πρέπει να διατηρούν μέσα τους την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου, έστω κι αν ό,τι αντικρίζουν γύρω τους είναι η αδικία και η εκμετάλλευση. 
Μόνο, άλλωστε, αν συνεχίσουν να παλεύουν αδιάκοπα για τα ιδανικά τους θα υπάρξει κάποτε η δυνατότητα να γίνουν αυτά πραγματικότητα και να αναμορφώσουν πλήρως τον κόσμο.

περισσότερα εδώ: latistor

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἀποκατάσταση

Σ’ ἕναν κόσμο πού τίποτα δέν ξέρει ἀπό φῶς,
ἦταν βέβαιο πώς δέν θά μέ γνώριζαν.
Εἶχα ἔρθει ἀπ’ τό μέλλον μέ πρόσωπο
ἀλλιώτικο κ’ ἐκεῖ πού ὁ πόλεμος λεγόταν
εἰρήνη, δέν εἶχα τόπο. Ὡστόσο τό μέλλον
ἐκεῖνο θά ρθεῖ. Κ’ οἱ πύλες θ’ ἀνοίξουν,
συνοδευόμενη ἀπό παιδικές φυσαρμόνικες,
νά περάσει ἡ πομπή μέ τήν ποίηση-ἀγάπη
πού ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα δέν θά πάψει
νά ραίνει τό χῶμα μέ φῶς

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΑΜΑΞΙ, 2000