Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Γρηγόριος ο Θεολόγος - Οι δρόμοι της ζωής

Ποιος κι από πού ήρθα στη ζωή; Κι η γη σαν με σκεπάσει
κι αναστηθώ, ποιος θε να βγω από τη σκόνη πάλι;

Study for The Voyage of Life: Old Age Thomas Cole (1801-1848)






















Πού θα με πάει ο μέγας Θεός; Θα με γλιτώσει τάχα,
αφού μ᾽ ανάστησε από δω, σε γαληνό λιμάνι;
Πολλές οι στράτες της ζωής οι πολυπαθιασμένες
και κάθε μια φορτώνεται με τα δικά της πάθη.
Καλό δεν έχει ο άνθρωπος κακό που να μην κρύβει
και μόνο ας ήταν τα πικρά να μη νικούνε τόσο.
Ο πλούτος φίλος άπιστος, κι ο θρόνος μάταιη δόξα,
βάρος το να σε κυβερνούν κι είναι πεδούκλι η φτώχεια.
Η ομορφιά μιαν αστραπή με λίγη χάρη, η νιότη
του χρόνου κόχλασμα, πικρό τέλος του βίου τα γέρα.
Είναι τα λόγια φτερωτά κι η δόξα αέρας, αίμα
που πάλιωσ᾽ οι ευγενείς, η ορμή, και τ᾽ άγριου κάπρου.
Τα πλούτη προσβολή γεννούν, δεσμός ο γάμος, κι είναι
σκληρή φροντίδα τα παιδιά κι η ατεκνία αρρώστια.
Διδασκαλεία οι αγορές κακίας· η ηρεμία
Είν᾽ απραξία· των ταπεινών είναι και κάθε τέχνη.
Πικρό το ξένο το ψωμί. Μόχθος τη γη να οργώνεις.
Κι οι πιο πολλοί θαλασσινοί στον Άδη ταξιδεύουν.
Γκρεμός για σε η πατρίδα σου κι η ξενιτιά ντροπή σου.
Όλα τα εδώ για τους θνητούς, κόπος· κι όλα για γέλια,
άχνη, ίσκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή, φτερό κι ομίχλη,
όνειρο, κύματα, ροή, στο πέλαο αυλάκι, σκόνη.
Κύκλος που αδιάκοπα γυρνά, κυλώντας όμοια πάντα
μια στέκεται, μια προχωρεί, σπάζει και πάλι σμίγει
ώρες και μέρες και νυχτιές, θάνατοι, πόνοι, λύπες
μ᾽ αρρώστιες αλλά και χαρές, κακοτυχίες και τύχες.
Κι αυτό η σοφία σου τ᾽ όρισε, Πατέρα Λόγε, να ᾽ναι
όλα άστατα για να ᾽χομε του ακίνητου τον πόθο.

μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής
..................................................


Περί των του βίου οδών

τίς, πόθεν ἐς βίον ἦλθον; ἐπεὶ δέ με γαῖα καθέξει,
τίς πάλιν ἐκ κόνιος ἔσσομ᾽ ἀνιστάμενος;
πῆ δὲ φέρων στήσει με Θεὸς μέγας; ἦ ῥα σαώσει
ἔνθεν ἀναστήσας εὔδιον ἐς λιμένα;
πολλαὶ μὲν βιότοιο πολυτλήτοιο κέλευθοι,
ἄλλη δ᾽ ἀλλοίοις πήμασι συμφέρεται.
κοὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι καλόν, κακότητος ἄμικτον.
αἴθε δὲ μὴ τὰ λυγρὰ πλείονα μοῖραν ἔχεν!
ὁ πλοῦτος μὲν ἄπιστος, ὁ δὲ θρόνος, ὀφρὺς ὀνείρων·
ἄρχεσθαι δὲ μόγος, ἡ πενίη δὲ πέδη.
κάλλος δ᾽ ἀστεροπῆς, τυτθὴ χάρις, ἡ νεότης δὲ
βράσμα χρόνου, πολιή, λυπρὰ λύσις βιότου.
οἱ δὲ λόγοι πτερόεντες· ἀήρ, κλέος· αἷμα παλαιὸν
εὐγενέται, ῥώμη καὶ συὸς ἀγροτέρου.
ὑβριστὴς δὲ κόρος· δεσμός, γάμος· εὐτεκνίη δὲ
φροντὶς ἀναγκαίη· δυστεκνίη δέ, νόσος.
αἱ δ᾽ ἀγοραί, κακίης μελετήματα· ἠρεμίη δὲ
ἀδρανίη· τέχναι, τῶν χαμαὶ ἐρχομένων.
στεινὴ δ᾽ ἀλλοτρίη μᾶζα. τὸ δὲ γαῖαν ἀρόσσειν
μόχθος. ποντοπόρων τὸ πλέον εἰν Ἀΐδῃ.
ἡ πάτρη δέ, βέρεθρον ἑόν· ξενίη δέ τ᾽ ὄνειδος.
πάντα μόγος θνητοῖς τἀνθάδε. πάντα γέλως,
χνοῦς, σκιά, φάσμα, δρόσος, πνοιή, πτερόν, ἀτμίς, ὄνειρος,
οἶδμα, ῥόος, νηὸς ἴχνιον, αὖρα, κόνις,
κύκλος ἀειδίνητος, ὁμοίια πάντα κυλίνδων,
ἑστηώς, τροχάων, λυόμενος, πάγιος,
ὥραις, ἤμασι, νυξί, πόνοις, θανάτοισιν, ἀνίαις,
τερπωλῇσι, νόσοις, πτώμασιν, εὐδρομίαις.
καὶ τόδε σῆς, γενέτορ, σοφίης, Λόγε, ἀστατέοντα
30πάντα πέλειν, στασίμων ὥς κεν ἔχωμεν ἔρον

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Federico Garcia Lorca - Ο ίσκιος της ψυχής μου / La sombra de mi alma / My Soul’s Shadow

Vision gift from the peaks of my soul...by IosifChezan
Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Έφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα
Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου
Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;


LA SOMBRA DE MI ALMA
La sombra de mi alma
Huye por un ocaso de alfabetos,
Niebla de libros
Y palabras.
¡La sombra de mi alma!
He llegado a la línea donde cesa
La nostalgia,
Y la gota de llanto se transforma
Alabastro de espíritu.
(¡La sombra de mi alma!)
El copo del dolor
Se acaba,
Pero queda la razón y la sustancia
De mi viejo mediodía de labios
De mi viejo mediodía
De miradas.
Un turbio laberinto
De estrellas ahumadas
Enreda mi ilusión
Casi marchita.
¡La sombra de mi alma!
Y una alucinación
Me ordeña las miradas.
Veo la palabra amor
Desmoronada.
¡Ruiseñor mío!
¡Ruiseñor!
¿Aún cantas?

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιγνατίου Τάφος

Konstantin Savitsky, monk 1897
Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχής
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.


Ανάλυση

Ιστορικοφανές ποίημα. Ο Ιγνάτιος/Κλέων είναι φανταστικό πρόσωπο. Η μεταβολή του κοσμικού ονόματος (εδώ, Κλέων) είναι κανόνας ιδίως για όσους ασπάζονται το μοναχικό σχήμα.


Ο Καβάφης στο ποίημα «Ιγνατίου Τάφος» προσεγγίζει το θέμα της υστεροφημίας, και ειδικότερα της επιθυμίας των ανθρώπων να διαμορφώνουν οι ίδιοι τον τρόπο με τον οποίο θα τους θυμούνται οι άλλοι άνθρωποι. Υπ’ αυτή την έννοια ο Ιγνάτιος αποκηρύσσει το παρελθόν του και τον νεανικό τρόπο ζωής του και δηλώνει απερίφραστα πως η πραγματική του ζωή ξεκίνησε μόνο όταν γνώρισε τον χριστιανισμό.

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.


Το ποίημα είναι ένα είδος επιτύμβιου που έρχεται να συνοψίσει τη ζωή του ανθρώπου που έχει πια πεθάνει και βρίσκεται ενταφιασμένος «εδώ», όπως υποδηλώνει η πρώτη λέξη του ποιήματος. 
Σ’ αυτόν τον Τάφο, λοιπόν, δεν βρίσκεται ο Κλέων που απέκτησε μεγάλη φήμη στην Αλεξάνδρεια -στην πλούσια Αλεξάνδρεια, όπου οι άνθρωποι δύσκολα αποκτούν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και δύσκολα γίνονται υπερόπτες, εφόσον οι περισσότεροι απολαμβάνουν πολυτελή διαβίωση-, για τα λαμπρά του σπίτια, τους κήπους, τα άλογα και τ’ αμάξια του, για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσε.
Εδώ, δεν είναι ενταφιασμένος ο εξαιρετικά πλούσιος Κλέων που συνήθιζε να ντύνεται με πολυτελέστατα ενδύματα και να απολαμβάνει έναν βίο αφιερωμένο στα υλικά αγαθά και στη χλιδή.

Άπαγε∙ εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος∙
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.


Σήκω φύγε, δηλώνει με αγανάκτηση ο ήρωας του ποιήματος, και δηλώνει πως εδώ δεν είναι πια εκείνος ο Κλεων∙ κι ακόμη περισσότερο ζητά τα 28 του χρόνια να σβησθούν και να ξεχαστούν. Τα 28 χρόνια που έζησε ως Κλέων και τα αφιέρωσε στα πλούτη και στις απολαύσεις, δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ενδεικτικά της προσωπικότητάς του και της αληθινής ταυτότητάς του.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα∙ αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχής
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.


Είμαι ο Ιγνάτιος, δηλώνει η αφηγηματική φωνή, και μας παρουσιάζει έτσι το χριστιανικό όνομα που έλαβε όταν έγινε «αναγνώστης», μισοκληρικός δηλαδή, κι αποφάσισε να αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού, ζώντας μακριά από την τρυφή του κοσμικού βίου. 
Ο Ιγνάτιος/Κλέων, βέβαια, «συνήλθε» πολύ αργά, εφόσον πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από τις αρχές του χριστιανισμού, δοσμένος στην κενότητα του υλικού πλούτου. Καίριας σημασίας το ρήμα «συνήλθα», μιας και φανερώνει πως ο Ιγνάτιος εκλαμβάνει τα χρόνια που πέρασε ως εθνικός ή έστω ως μη χριστιανός, σαν μια περίοδο κατά την οποία ήταν δοσμένος σε μια πλάνη, χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του και της δράσης του.
Ο Ιγνάτιος αργεί να συνέλθει από το δέλεαρ της ανέφελης ζωής του πλούτου και περνά έτσι μόλις δέκα μήνες ως χριστιανός. Ένα σύντομο διάστημα, το οποίο όμως είναι πολύ σημαντικό για τον ίδιο, εφόσον αυτοί οι δέκα μήνες ήταν μια περίοδος πραγματικής ευτυχίας, αφού τους πέρασε μέσα στη γαλήνη και στην ασφάλεια που του παρείχε ο Χριστός.
Προσέχουμε πως παρά το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν ήταν ένας αφοσιωμένος χριστιανός, εντούτοις δεν παύει να εκφράζει την εκτίμησή του για την ψυχική εκείνη γαλήνη που προσφέρει η θρησκεία αυτή στους πιστούς της. 
Η αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει ο Χριστιανισμός μέσα από τη διαβεβαίωση πως υπάρχει η προοπτική μιας αιώνιας ζωής μετά το θάνατο∙ η αίσθηση ασφάλειας που προκύπτει από την επίγνωση πως μια ανώτερη δύναμη βρίσκεται εκεί για να προφυλάξει τους ανθρώπους, όπως κι η ευκαιρία συνειδητοποίησης πως δεν έχουν ανάγκη τα υλικά αγαθά και τις λοιπές εκφάνσεις της ματαιότητας είναι στοιχεία που συγκινούν τον ποιητή.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Κωνσταντίνος Καβάφης - Τα Άλογα του Αχιλλέως

ΞΑΝΘΟΣ και ΒΑΛΙΟΣ - Τα Θεϊκά άλογα του Αχιλλέα
Giorgio de Chirico 1963
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

Ιλιάδα, Ραψωδία Ρ (426-458)

426 ἵπποι δ᾽ Αἰακίδαο μάχης ἀπάνευθεν ἐόντες
κλαῖον, ἐπεὶ δὴ πρῶτα πυθέσθην ἡνιόχοιο
ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο.
ἦ μὰν Αὐτομέδων Διώρεος ἄλκιμος υἱὸς
430 πολλὰ μὲν ἂρ μάστιγι θοῇ ἐπεμαίετο θείνων,
πολλὰ δὲ μειλιχίοισι προσηύδα, πολλὰ δ᾽ ἀρειῇ·
τὼ δ᾽ οὔτ᾽ ἂψ ἐπὶ νῆας ἐπὶ πλατὺν Ἑλλήσποντον
ἠθελέτην ἰέναι οὔτ᾽ ἐς πόλεμον μετ᾽ Ἀχαιούς,
ἀλλ᾽ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥ τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ
435 ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
ὣς μένον ἀσφαλέως περικαλλέα δίφρον ἔχοντες
οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα· δάκρυα δέ σφι
θερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν
ἡνιόχοιο πόθῳ· θαλερὴ δ᾽ ἐμιαίνετο χαίτη
440 ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγὸν ἀμφοτέρωθεν.
μυρομένω δ᾽ ἄρα τώ γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
ἆ δειλώ, τί σφῶϊ δόμεν Πηλῆϊ ἄνακτι
θνητῷ, ὑμεῖς δ᾽ ἐστὸν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε;
445 ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ᾽ ἀνδράσιν ἄλγε᾽ ἔχητον;
οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
πάντων, ὅσσά τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
ἀλλ᾽ οὐ μὰν ὑμῖν γε καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν
Ἕκτωρ Πριαμίδης ἐποχήσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
450 ἦ οὐχ ἅλις ὡς καὶ τεύχε᾽ ἔχει καὶ ἐπεύχεται αὔτως;
σφῶϊν δ᾽ ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ὄφρα καὶ Αὐτομέδοντα σαώσετον ἐκ πολέμοιο
νῆας ἔπι γλαφυράς· ἔτι γάρ σφισι κῦδος ὀρέξω
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκωνται
455 δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ·
ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐνέπνευσεν μένος ἠΰ.
τὼ δ᾽ ἀπὸ χαιτάων κονίην οὖδας δὲ βαλόντε
ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς.


Μετάφραση

Του Αχιλλέα τ’ άλογα όντας μακριά απ’ τη μάχη

θρηνούσαν, μόλις ένιωσαν ο Πάτροκλος να πέφτει
στη σκόνη απ’ τον Έκτορα του αντροφονιά το χέρι.
Ο Αυτομέδοντας, ο γιος ο δυνατός του Διώρη,
με το γοργό μαστίγι του τα έσπρωχνε να φύγουν
κι άλλοτε με γλυκόλογα κι άλλοτε με φοβέρες∙
αλλ’ όπως στέκει ασάλευτη μια στήλη σ’ έναν τάφο
ενός άντρα που πέθανε ή και γυναίκας κάποιας,
έτσι έμεναν ασάλευτα στ’ αμάξι τους ζεμένα
σκύβοντας τα κεφάλια τους∙ τα δάκρυά τους στο χώμα
απ’ τα βλέφαρά τους θερμά κυλούσαν απ’ το κλάμα∙
ποθούσαν τον ηνίοχο∙ οι πλούσιες χαίτες τους
πλάι στο ζυγό σκονίζονταν ξεφεύγοντας τη ζεύγλα.
Όταν τα είδε να θρηνούν, τα πόνεσε ο Δίας,
κούνησε το κεφάλι του και στην καρδιά του είπε:
«Δύστυχα, τι σας δώσαμε στο βασιλιά Πηλέα,
θνητό, ενώ αγέραστα κι αθάνατα σεις είστε;
Τάχα πόνους για να ‘χετε με δύστυχους ανθρώπους;
Πιο δύστυχο απ’ τον άνθρωπο πλάσμα δεν είναι άλλο
απ’ όλα όσα σέρνονται στη γη και αναπνέουν.
Στο πλουμιστό αμάξι σας δε θ’ ανέβει ωστόσο
ο Πριαμίδης Έκτορας∙ δε θα του το αφήσω.
Δε του φτάνει που έχοντας τα όπλα καμαρώνει;
Στα γόνατά σας, στην καρδιά σας δύναμη θα σας δώσω,
τον Αυτομέδοντα μεμιάς να βγάλετε απ’ τη μάχη,
στα πλοία να τον φέρετε∙ σ’ αυτούς θα δώσω δόξα,
να σφάζουν, στα καλόσκαρμα πλοία ώσπου να φτάσουν
και δύσει ο ήλιος κι απλωθεί το ιερό σκοτάδι.»
Έτσι είπε και στα άλογα χάρισε ορμή μεγάλη.
Τίναξαν απ’ τις χαίτες τους στο έδαφος τη σκόνη
και μες σε Τρώες και Αχαιούς έσερναν το αμάξι.

Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος

Ανάλυση
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί ένα απόσπασμα από την Ιλιάδα για να συνθέσει το ποίημά του, τιμώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον μέγιστο των ποιητών, τον Όμηρο. Ο Καβάφης ακολουθεί στα βασικά του σημεία το ομηρικό κείμενο και φροντίζει να δώσει έμφαση σ’ εκείνα που φέρουν τα κεντρικά νοήματα που τον απασχολούν. Οι διαφοροποιήσεις, οπότε, όπου υπάρχουν, αποτελούν τους δείκτες ότι πρόκειται για κάποια ουσιώδη ιδέα που ο Καβάφης θέλει να τονίσει.

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως∙


Ο Πάτροκλος μπαίνει στη μάχη με τα όπλα του Αχιλλέα, θέλοντας να προκαλέσει φόβο στους Τρώες: 
«Και δώσε μου τα όπλα σου στους ώμους μου να βάλω,
πως είμαι συ νομίζοντας μήπως αποχωρήσουν 
οι Τρώες κι έτσι οι δυνατοί Αργείοι αναπνεύσουν, 
που τώρα βασανίζονται∙ καλή κι η λίγη ανάσα. 
(Ιλιάδα, Π 40-43)». 

Η παρέμβαση, ωστόσο, του Απόλλωνα θα δώσει στον Έκτορα την ευκαιρία να σκοτώσει τον ηρωικό σύντροφο του Αχιλλέα, ο οποίος όμως δεν είναι εκεί για να αποτρέψει ή έστω να δει το θάνατο του Πατρόκλου. 
Έτσι, τα άλογα του Αχιλλέα είναι εκείνα που πρώτα θα δουν και πρώτα θα θρηνήσουν τον ανδρείο και δυνατό Πάτροκλο.
Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα χαρακτηριστικά του Πατρόκλου, που τον καθιστούν ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό και προσφιλές πρόσωπο, βαρύνουσα σημασία έχει το ότι ήταν ακόμη πολύ νέος, γεγονός που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη τραγικότητα στο χαμό του.

η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.


Τα άλογα του Αχιλλέα, όντας τα ίδια αθάνατα, αγανακτούν μπροστά σ’ αυτό το άθλιο έργο του θανάτου, που μόλις στέρησε τη ζωή ενός αγαπημένου σ’ αυτά ανθρώπου. 
Ο θρήνος των αθάνατων αλόγων έχει τη δική του ξέχωρη αξία, διότι σε αντίθεση με τους θρήνους των θνητών που εμπεριέχουν και το στοιχείο του φόβου για το δικό τους μελλούμενο θάνατο, εκείνα είναι απαλλαγμένα από ανάλογους φόβους κι η οδύνη τους προκύπτει έτσι εντελώς αγνή.
Τα αθάνατα άλογα αποτελούν, συνάμα, μια σαφή υπόμνηση του εξέχοντος εκείνου προνομίου της αθανασίας, που, μη μπορώντας οι άνθρωποι να το γευτούν ποτέ, φρόντισαν να το αποδώσουν στους θεούς τους και στα άλλα δημιουργήματα της λογοτεχνικής τους φαντασίας.

Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.


Η βίαιη αντίδραση των αλόγων αποτελεί εναργή έκφραση του εσωτερικού τους πόνου∙ τινάζουν τα κεφάλια τους, κουνούν τη μακριά τους χαίτη και χτυπούν τη γη με τα πόδια τους, θέλοντας έτσι να εκδηλώσουν την οδύνη που αισθάνονται για τον αγαπημένο τους Πάτροκλο. Το θέαμα, άλλωστε, του νεκρού προκαλεί μεγάλη ενόχληση στα αθάνατα άλογα που δεν γνωρίζουν και δεν πρόκειται να γνωρίσουν ποτέ μια τέτοια κατάσταση αφανισμού. Ο ποιητής φροντίζει με τις συνεχείς παύλες που καλούν τον αναγνώστη να κάνει παύσεις στην ανάγνωση, να δώσει ...
............
η συνέχεια εδώ: latistor

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Emily Dickinson - Η ποιήτρια του αποκλεισμού και της απομόνωσης
Βιογραφικά - The poet of exclusion


«Αφιέρωμα στην Emily Dickinson (ποιήματα & επιστολές)»


Η ποιήτρια του αποκλεισμού και της απομόνωσης

Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου

Κατά τη δεσπόζουσα άποψη, η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830 – 1886) ανήκει στην πιο σημαντική προσφορά της αμερικανικής λογοτεχνίας. Έζησε σε εκείνη τη σημαδιακή χρονική περίοδο του δέκατου ένατου αιώνα, όπου εντελώς ξαφνικά, άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα λογοτεχνικά έργα που εμφορούνταν από έναν ομοιόμορφο χαρακτήρα και ένα κοινό σύστημα αξιών.

Μέχρι τα εικοσιπέντε της, η Έμιλυ ήταν σαν όλες τις άλλες κοπέλες στα χωριά της Νέας Αγγλίας. Στις αρχές του 1850 ανήκε σε μια γενιά φιλαναγνωστών και φυσιολατρών που πήγαιναν εκδρομές στα δάση. Δείγματα απομόνωσης άρχισε να εκδηλώνει κατά το πέρασμά της δεκαετίας όλο και πιο συχνά και πιο απόλυτα.

............
Το 1862, έγραψε 366 ποιήματα μέσα σε ένα χρόνο, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν, 141 το 1863, 174 το 1864, 85 το 1865, και κάθε χρόνο έγραφε 10 με 50 ποιήματα ετησίως. Επομένως, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα της, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, που ήταν το πιο καθοριστικό ιστορικό γεγονός στη ζωή της.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Ντίκινσον απομονώθηκε τόσο πολύ κοινωνικά, ώστε άρχισε να γίνεται ένας «τοπικός θρύλος»
Το 1868 ο Χίγκινσον την προσκάλεσε να πάει στη Βοστόνη για να συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις, γυναικείων, λογοτεχνικών συντροφιών. Εκείνη του απάντησε σε μια επιστολή: «Αν θα σας ήταν απολύτως βολικό να ταξιδέψετε μέχρι εδώ πέρα στο Άμερστ θα χαιρόμουν πολύ, μα εγώ δεν διαβαίνω τον περίβολο του Πατέρα μου προς οποιοδήποτε σπίτι ή πόλη».
............
Άρχισε να παραμένει στο δωμάτιο της ακόμη κι όταν έρχονταν επισκέπτες και τους μιλούσε πίσω από την πόρτα αντί για πρόσωπο με πρόσωπο.

Το ντύσιμο της Ντίκινσον έγινε μύθος στο κουτσομπολιό της μικρής πόλης. Με άλλα λόγια και οι φορεσιές που προτιμούσε συνέβαλαν στη διάδοση ότι η Έμιλυ ήταν «διαφορετική» από όλους τους άλλους. Ο αδελφός της και η οικογένεια του προσπάθησαν να την προστατέψουν με το να αρνούνται να μιλούν γι αυτήν στους ντόπιους. Όταν η Ντίκινσον συνάντησε τον Χίγκινσον, ήταν ντυμένη στα λευκά, κάτι που είχε γίνει συνήθειά της, περίπου από την εποχή που απεβίωσε, ο Γουάντσγουέρθ, (1861-1862). Αργότερα τα λευκά έγιναν το αποκλειστικό ντύσιμό της.
............
Το φόρεμα από μόνο του δεν θα έφτανε να δημιουργήσει έναν μύθο ανάμεσα στους ντόπιους γύρω από την Έμιλι. Ήταν ένα τυπικό, βαμβακερό φόρεμα που το φορούσε μέσα στο σπίτι κι όταν έκανε καθημερινά δουλειές. Ήταν αναμφίβολα ο αναχωρητισμός της υπερβολικός ή άνευ εμφανούς λόγου που συνέβαλε στο να δώσει την εντύπωση της «περίεργης». 
Για παράδειγμα το 1867 μιλούσε στους επισκέπτες της πίσω από μια πόρτα και γενικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής της απέφευγε να τους αντικρίσει. Έτρεχε μακριά από την μπροστινή είσοδο όταν άκουγε χτύπημα στην πόρτα. Ελάχιστοι ντόπιοι την είχαν δει τότε, και όποτε συνέβη αυτό ήταν πάντα λευκοντυμένη.

Η Έμιλι άφησε ρητή εντολή να κάψουν όλη την αλληλογραφία της μετά το θάνατό της, και η Λαβίνια (Lavinia Norcross Dickinson (1833-1899), αδελφή) ατυχώς την εκτέλεσε. Μπορούμε να φανταστούμε, όμως την έκπληξή της, όταν βρήκε περισσότερα από δυο χιλιάδες ποιήματα και σημειώσεις μέσα σε ένα σεντούκι μαζί με τη δαγεροτυπία (
η πρώτη μέθοδος φωτογράφησης) της Έμιλι όταν ήταν περίπου δεκαέξι ετών.
............
Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της Ντίκινσον, δηλαδή το 1890 δημοσιεύτηκαν τα Ποιήματά της. Η πρώτη αυτή συλλογή ποιημάτων της περιελάμβανε 115 ποιήματα.

Συνοψίζοντας το χρονικό των εκδόσεων των έργων της Ντίκινσον είναι σημαντικό, καθώς αυτές επηρέασαν την δημόσια αποδοχή της. Αφότου κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη συλλογή των ποιημάτων της το 1955, η σχετική ερευνητική δραστηριότητα απογειώθηκε. Επιπλέον το ενδιαφέρον για την ποίηση της Ντίκινσον αυξήθηκε, καθώς οι νεώτερες εκδόσεις των έργων της παρέμεναν πιο πιστές στο όραμα της συγγραφέως.
............
Το κύριο και βαρύτερο εμπόδιο στην απόδοση των ποιημάτων της Ντίκινσον είναι η υποχρέωση του μεταφραστή να σηκώσει μεμιάς το πέπλο της αμφισημίας που στολίζει τις λέξεις της. Η μοναδική αυτή αρετή της ποίησης της, που είναι η αμφισημία και η ταυτόχρονη λιτότητα, χάνεται τότε αμέσως, όπως και το πολύπλοκο παιχνίδι των συνειρμών. Η μετάφραση εξαρτάται από την ερμηνεία της ποίησης. Δεν είναι εντελώς γλωσσολογική η λειτουργία του ποιήματος. Τι σημαίνουν οι λέξεις του; Πως συνδέονται για τον ποιητικό σκοπό; Επειδή το κυριολεκτικό νόημα πολλές φορές, όπως εδώ, είναι ακαθόριστο, αναγκαζόμαστε να δώσουμε υπόσταση στην ποιητική υπόσταση που διαμορφώνει τα ατομικά νοήματα. Το κατά λέξη νόημα δεν μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί με γραμματικά και συντακτικά μέσα. Επιπλέον πολλά ποιήματα της Ντίκινσον είναι προσχέδια ή ημιτελή η ίδια δεν διαλέγει πάντα τη συγκεκριμένη «οριστική» λέξη, μας αφήνει πολλές επιλογές.

περισσότερα εδώ

Βιβλιογραφία
Emily Dickinson, «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά», 
εκδόσεις Gutenberg.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Νικηφόρος Βρεττάκος - Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί

Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Arthur Rimbaud - Le Dormeur du Val
Αυτός που κοιμάται στη ρεματιά


Είναι μια τρύπα χλωρασιάς όπου ένα ρυάκι ψάλλει
Στα χόρτα μπλέκοντας τρελά κουρέλια ασημωμένα
Και λάμπει απ' το περήφανο βουνό του πέρα ο ήλιος.
Είναι μια ρεματιά μικρή που αφρίζει απ' τις αχτίδες.

Ένας στρατιώτης μ' ανοιχτό στόμα, γυμνό κεφάλι
Και με το σβέρκο στο νωπό τον κάρδαμο χωμένο
Κοιμάται κι είναι ξαπλωτός στη χλόη κάτω απ' τα νέφη,
Ωχρός, σε κλίνη πράσινη όπου χρυσόφως βρέχει.

Με τα ποδάρια στα πλατιά σπαθόχορτα κοιμάται
Κάνει έναν ύπνο ως άρρωστο παιδί χαμογελώντας,
Φύση, νανούριζέ τονε θερμά πολύ. Κρυώνει.

Δε φέρνουν στα ρουθούνια του τρεμούλιασμα τα μύρα.
Κοιμάται με το χέρι στο στήθος μες στον ήλιο,
Ατάραχος. Και στο δεξί πλευρό του έχει δύο τρύπες.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)
Από τον τόμο Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, Εκδ. Καστανιώτης



Le Dormeur du Val
C'est un trou de verdure où chante une rivière
Accrochant follement aux herbes des haillons
D'argent ; où le soleil, de la montagne fière,
Luit : c'est un petit val qui mousse de rayons.

Un soldat jeune, lèvre bouche ouverte, tête nue,
Et la nuque baignant dans le frais cresson bleu,
Dort ; il est étendu dans l'herbe sous la nue,
Pâle dans son lit vert où la lumière pleut.

Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme
Sourirait un enfant malade, il fait un somme :
Nature, berce-le chaudement : il a froid.

Les parfums ne font pas frissonner sa narine ;
Il dort dans le soleil, la main sur sa poitrine
Tranquille. Il a deux trous rouges au côté droit. 


Arthur Rimbaud
(20 Οκτωβρίου 1854 – 10 Νοεμβρίου 1891)

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Thomas Sterns Eliot - Έρημη χώρα - The Waste Land


«Είπαν εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Χώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα ήταν αλήθεια, αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών».
Η ποιητική σωτηρία που μας προσφέρει ο Eliot συντροφεύεται από την πένα του Γιώργου Σεφέρη. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής (στον οποίο ανήκει ο πρόλογος) γνώρισε, θαύμασε, μελέτησε τον Thomas Sterns Eliot και μετέφρασε την Έρημη Χώρα.


Ε΄ ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ

Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε
ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά
βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα
πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με λίγη υπομονή

Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να
στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που
δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να
πλαγιάσει ούτε να καθίσει
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και
γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών
Αν είχε νερό
Χωρίς τα βράχια

Αν ήταν τα βράχια
Μαζί με νερό
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούρνα μες στα βράχια
Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξ
Αλλά δεν έχει νερό

Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στό πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι
σου
Γλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;

................................


V. What the Thunder Said


After the torchlight red on sweaty faces
After the frosty silence in the gardens
After the agony in stony places
The shouting and the crying
Prison and palace and reverberation
Of thunder of spring over distant mountains
He who was living is now dead
We who were living are now dying
With a little patience
Here is no water but only rock
Rock and no water and the sandy road
The road winding above among the mountains
Which are mountains of rock without water
If there were water we should stop and drink
Amongst the rock one cannot stop or think
Sweat is dry and feet are in the sand
If there were only water amongst the rock
Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit
Here one can neither stand nor lie nor sit
There is not even silence in the mountains
But dry sterile thunder without rain
There is not even solitude in the mountains
But red sullen faces sneer and snarl
From doors of mudcracked houses


If there were water
And no rock
If there were rock
And also water
And water
A spring
A pool among the rock
If there were the sound of water only
Not the cicada
And dry grass singing
But sound of water over a rock
......................

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - Η περιπέτεια

Vincent van Gogh Woman Sewing
«Και θα μπορούσε κάποτε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
…πως γυρισμός δεν υπάρχει…»

Ανάλυση
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη διακρίνεται για την έντονη αίσθηση τραγικότητας που μεταδίδει στον αναγνώστη∙ αίσθηση που προκύπτει από την τάση του δημιουργού να ελέγχει τη ζωή του ατόμου σ’ ένα προχωρημένο σημείο της, όταν πια το μεγαλύτερο μέρος της έχει βιωθεί και δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αλλαγών. Η προσέγγιση αυτή δίνει μια θέαση της πραγματικότητας πλήρως στερημένη από το αίσθημα της ελπίδας, το μόνο ουσιαστικά αίσθημα που κατορθώνει να κρατά τους ανθρώπους μπροστά στις πλείστες δυσκολίες και απογοητεύσεις που συναντούν στη ζωή τους.

Στο ποίημα «Η περιπέτεια» ο Λειβαδίτης κατορθώνει με χαρακτηριστική λιτότητα λόγου να παρουσιάσει σε λίγες μόλις γραμμές το απόλυτο αδιέξοδο που βιώνει η ηρωίδα. 
Η συγκλονιστική περιπέτεια της γυναίκας του ποιήματος συνίσταται επί της ουσίας σε μια εσωτερική διαδρομή, σε μια γοργή ανασκόπηση των χρόνων που έχουν περάσει, και φυσικά στην άξαφνη συνειδητοποίηση, στην απρόσμενη κατανόηση, πως η ζωή της έχει πια διαμορφωθεί και δεν μπορεί να την αλλάξει. Ο εγκλωβισμός της ηρωίδας στο στενόχωρο πλαίσιο μιας ζωής γεμάτης με πόνο και στερήσεις είναι όχι μόνο συντελεσμένος, αλλά και χωρίς διαφυγή.

Η συγκλονιστική περιπέτεια της ηρωίδας ξεκινά όταν της πέφτει η βελόνα στο πάτωμα. Ένα απλό συμβάν που την αναγκάζει να διακόψει την εργασία της, το ράψιμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή απασχολούσε ή έστω κρατούσε αδρανή τη σκέψη της, και την ωθεί αθέλητα, καθώς ψάχνει για τη βελόνα, να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος.
«εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει»
Η αναζήτηση της βελόνας -για να συνεχιστεί η κοπιώδης και κακοπληρωμένη εργασία- φέρνει στη σκέψη της γυναίκας τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής∙ φέρνει στη σκέψη και τα σφάλματα, τα λάθη και τους κακούς υπολογισμούς, που της στέρησαν τη ζωή που κάποτε επιθυμούσε. Μαζί τους έρχεται κι η θύμηση των αγαπημένων ανθρώπων που πέθαναν, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα των στοιχείων που συνθέτουν το επώδυνο πλέγμα της ζωής της.

Μα όσο μεγάλη κι αν είναι η απογοήτευσή της, όσο έντονος κι αν είναι ο πόνος που συνταράσσει την ψυχή της, δεν έχει τη δυνατότητα της παύσης ή της ολοκληρωτικής παραίτησης. 
Το φόρεμα πρέπει να παραδοθεί, η δουλειά της πρέπει να συνεχιστεί∙ ακόμη κι αν η ζωή δεν της προσέφερε την ευτυχία που η ίδια προσδοκούσε, συνεχίζει ωστόσο να εγείρει τις δύσκολες αξιώσεις της, μέσα από τις αδιάκοπες υποχρεώσεις και τις ανάγκες της καθημερινής διαβίωσης. Όπως ο Χριστός έφτασε ως τη σταύρωση, παρόλο που για μια στιγμή θέλησε να αποφύγει την ύστατη αυτή θυσία, έτσι κι η γυναίκα -η κάθε γυναίκα- οφείλει να επιτελέσει το ρόλο της μέχρι τέλους.
«σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα
πως γυρισμός δεν υπάρχει…»


Η ηρωίδα του ποιήματος αντιλαμβάνεται αίφνης πως δεν υπάρχει πια γυρισμός. Η ζωή της είναι αυτή που είναι, με όλα τα λάθη, με όλες τις πικρίες και τις απογοητεύσεις, με όλες τις στερήσεις και τις δυσκολίες, και δεν έχει πια τη δυνατότητα να την αλλάξει. Είναι πλέον αργά να ξεφύγει απ’ ό,τι συνιστά τη ζωή της, κι αυτή η επίγνωση λειτουργεί ως ένας επιπλέον λόγος, ένας καίριος λόγος, που κορυφώνει την απελπισία της. Παγιδευμένη πλήρως σε μια ζωή που δεν την φαντάστηκε και δεν τη θέλησε έτσι, σε μια ζωή που διαμορφώθηκε χρόνο το χρόνο, επιλογή την επιλογή και -ατυχώς- λάθος το λάθος, οφείλει να υπηρετήσει -είτε το θέλει είτε όχι- το αποτέλεσμα των επιλογών της, αλλά και των τυχαίων συγκυριών.
Ο ποιητής αντικρίζει με συμπόνια και κατανόηση τη ζωή αυτής της γυναίκας, και μέσω αυτής τη ζωή πολλών ανθρώπων, χωρίς ωστόσο να επιτρέπει τη δυνατότητα κάποιας αισιόδοξης ματιάς. Εγκλωβίζει την ηρωίδα του σε μια αδιέξοδη κατάσταση, στερώντας της το δικαίωμα της ελπίδας, το περιθώριο μιας ουσιαστικής αλλαγής, κι αυτό όχι γιατί θεωρητικά δεν υπάρχει πάντοτε η προσδοκία του απρόσμενου, αλλά γιατί στην πραγματικότητα πολύ συχνά το επώδυνο και το δύσκολο είναι το μόνο που έχουμε να ζήσουμε.
Έτσι, το τετελεσμένο και το αναπόφευκτο της δυστυχίας που βιώνει η ηρωίδα του ποιήματος, τίθεται περισσότερο ως μια ιστορία -μια συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία- που θα πρέπει να έχουν υπόψη τους οι αναγνώστες του ποιήματος, ώστε εγκαίρως και χωρίς δισταγμούς να προβαίνουν στις αλλαγές και τις αποφάσεις εκείνες που θα μπορούσαν να τους διασώσουν από ανάλογα αδιέξοδα βιώματα. Άλλωστε, τίποτε δεν μπορεί επί της ουσίας να αλλάξει, αν δεν γίνει έστω μια πρώτη αλλαγή, αν δεν γίνει εκείνη η βασική συνειδητοποίηση πως τα πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.

latistor

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Τάσος Λειβαδίτης - Φύλλα ημερολογίου
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές...


Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.

Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό «μη με λησμόνει».

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καζαντζάκης – η Αμυγδαλιά

Στην ακροαματική διαδικασία στο εφετείο του Ναυπλίου, κατά τη δίκη του Ανδρέα Δελμούζου, όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας μας έδειξαν μεγάλη συμπαράσταση τόσο στον Δελμούζο, όσο και στους συνεργάτες του. 
Vincent van Gogh’s “Almond Tree in Blossom”
Ο δικός μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, που τότε υπέγραψε με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης, έστειλε επιστολή συμπαράστασης στον μεγάλο και κυνηγημένο παιδαγωγό μαζί με το παρακάτω ποίημα:
Του αγαπημένου μου Α. Δελμούζου

Κι αν όλοι τρέμουν σκλάβοι μεσ’ στα χιόνια,
λεύτερη εγώ μεσ’ στ’ όνειρό μου κραίνω
τη γνώμη μου άφοβα και με άνθια ραίνω
το χώμα μου και νοιώθω χελιδόνια
να μου σπαθίζουν την καρδιά κι αηδόνια
να μου βαράν τη μέση. Απ’ το σκασμένο
φλούδι μου θριαμβικό χυμάει, ζεμένο
σε γέρανους, περδίκια, σπουργιτόνια
το ψίκι της κλεμένης Πριγκιπέσας.
Να, τους ανθούς μου ασώτεψα να διώξω
το φόβο από τις άνανθες κορφές σας,
ώ Φρόνιμοι, τανυώντας τ’ άγιο τόξο
της τρέλας. Τί αν μαδώ χλωμή στ’ αγιάζι;
Φέρνω το Μήνυμα και δε με νοιάζει!


Πέτρος Ψηλορείτης, Απρίλης 1914
Περ. Γράµµατα, Αλεξάνδρεια, τόµ. 2, φυλλ. 23-24, 1913-1914

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Κώστας Κρυστάλλης - Στὸ Σταυραητό
Βιογραφικά

Wildlife - Colin Woolf
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.

Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!




ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Με τον Κώστα Κρυστάλλη η ελληνική ποίηση, που ως τότε ήταν κυρίως ψεύτικη, ρομαντική και κλαψιάρικη, βρήκε μια καινούρια νότα, εύρωστη, λεβέντικη και γνήσια ελληνική.

Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης· του βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν μιά σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο.

H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερις προτομές (στην Πεντέλη, στην Αρτα, στα Γιάννενα και στή Λάρισα).
Στην προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις είκοσι έξι χρονών.

Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, από οικογένεια που είχε προσφέρει πολλά στην υπόθεση της πατρίδας. Οταν τελείωσε το δημοτικό, κατέβηκε στα Γιάννενα, να μπεί στη Ζωσιμαία Σχολή. Στην πόλη αυτή έμενε και ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος άλλοτε, που άρχισε όμως να ξεπέφτει μετά το 1881.

Ενας πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας ζήτησε τότε από το γερο-Κρυστάλλη, να του δώσει τον Κώστα να τον στείλει γιά δωρεάν σπουδές στο Βουκουρέστι. Με την πρόταση αυτή ο πατέρας πληγώθηκε στην εθνική φιλοτιμία του, και μάλιστα εράπισε τον πράκτορα.
Τα ίδια πατριωτικά αισθήματα είχε και ο νεαρός μαθητής-ποιητής, ο οποίος είχε τελειώσει τότε ένα πρωτόλειο «επύλλιον», με τον τίτλο: «Αι Σκιαί του Αδου».

H ποιητική αυτή σύνθεση, μολονότι άτεχνη, παλλόταν από πατριωτική έξαρση. Ο πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί. Κατάγγειλε τo έργο στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή, o oποίος διέταξε τη σύλληψη του νεαρού Κρυστάλλη. Οι συμμαθητές του της Ζωσιμαίας τον βοήθησαν να κρυφτεί, και ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, τα Χριστούγεννα του 1888, κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα και να καταφύγει στην Αθήνα.
H αγωνιώδης προσπάθεια του να πετύχει κάποια υποτροφία, για να τελειώσει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δεν έφερε αποτέλεσμα. Και επειδή πλέον αντιμετώπιζε θέμα πείνας, αναγκάστηκε να εργαστεί επί δύο χρόνια ως τυπογράφος σ' ένα σκοτεινό υπόγειο. Αργότερα εργάστηκε γιά μερικούς μήνες ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάν. Δαμβέργη και ύστερα ως υπάλληλος των εκδοτηρίων στους Σιδηροδρόμους Πελοποννήσου. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στην Άρτα τον Απρίλιο του 1894, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών.
Μόνος, αβοήθητος, άρρωστος, χωρίς εφόδια, αλλά με τεράστια πίστη και ζήλο, ο νεαρός αυτός εξόριστος, ένα χωριατόπουλο άπραγο, χαμένο στη μεγάλη Αθήνα, πέτυχε να φέρει ένα ρυάκι δροσερό νερό, από τη βουνίσια ομορφιά μέσα στην αδιάφορη Αθήνα. Πέτυχε να επιβάλει τις ποιμενικές αναμνήσεις του, να μας γνωρίσει το κάλλος της αγροτικής ζωής, να μας ξυπνήσει την πατριωτική φλόγα και να δημιουργήσει μιά δική του παράδοση, που του εξασφάλισε ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Αναστημένος στη σκλαβιά, ύμνησε την ελευθερία. Και χάνοντας τίς ομορφιές της ορεινής Ηπείρου, που δεν επρόκειτο να ξαναδεί, (οι Τούρκοι τον είχαν καταδικάσει ερήμην 25 χρόνια εξορία στό φεζάν), έκανε τραγούδι τη νοσταλγία του. Υπάρχει πολύ πάθος και πολλή αλήθεια μέσα στους στίχους του, γι' αυτό και μας δίνουν μιά γνήσια συγκίνηση.

Η εργατικότητα του εξάλλου υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες του βίου του, έγραψε μέσα σε μιά πενταετία τόσα, όσα άλλοι χρειάστηκαν ολόκληρη ζωή γιά να τα γράψουν.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το επύλλιον», «Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» (1889). Τα «Αγροτικά» (1891), τον «Τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» (1893).

Τα «Αγροτικά» τιμήθηκαν με έπαινο στον Α' φιλαδέλφειο Διαγωνισμό και ο «Τραγουδιστής» με πρώτο και θερμότατο έπαινο στον Β' φιλαδέλφειο διαγωνισμό.

H κρίση θεωρήθηκε άδικη. Μα έδωσε την ευκαιρία στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας να ξεσπαθώσουν με ενθουσιασμό υπέρ του Κρυστάλλη. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε το άρθρο του Βλάση Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολη», που έπιανε ολόκληρη την πρώτη σελίδα της εφημερίδας.

Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε ακόμα με το διήγημα και δημοσίευσε τη συλλογή: «Πεζογραφήματα» (1894), όπου βλέπουμε επίσης να μοσκοβολάει η νοσταλγία γιά τη χαμένη πατρίδα και η απλότητα της βουνίσιας ψυχής. Μιά εκτεταμένη ιστορικο-λαογραφική μελέτη γιά τους «Βλάχους της Πίνδου» (τό υλικό της οποίας ο Κρυστάλλης ετοίμαζε από μαθητής) μας δείχνει τις σημαντικές δυνατότητες του, που δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν. Οι τελευταίες ποιητικές συνθέσεις του: (Γκόλφω, Ψωμαπάτης) έμειναν μισοτελειωμένες.

Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά (κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά του, όταν έμαθε ότι ήταν φυματικός). 
Μία πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο: «Ο Τσέλιγκας».
Από την σελίδα vlahoi.net :
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ