Στὴν Ἑλένη Χαλκιούση
Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.
Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.
Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.
Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.
Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.
Καθώς ο ναύτης οδηγεί το πλοίο του μέσα στην ομίχλη, παρουσιάζεται μπροστά του μια οπτασία, με την οποία αρχίζει έναν νοερό διάλογο.
Στη συνεχεία περιγράφει την κοπέλα και τη ζωή μέσα στο πλοίο.
Το Πούσι, δε μας διηγείται συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια, ταυτόχρονα με τις προσωπικές του σκέψεις, οι οποίες συμβολίζονται από τα ναυτικά ιδιώματα.
Με την προσεκτική επιλογή των λέξεων, μας υποβάλλει την ψυχική του διάθεση.
Οι σκηνές που περιγράφει στο ΠΟΥΣΙ είναι σκοτεινές, νοσταλγικές, μονότονες, όπως και τα συναισθήματά του.
Οι σκηνές που περιγράφει στο ΠΟΥΣΙ είναι σκοτεινές, νοσταλγικές, μονότονες, όπως και τα συναισθήματά του.