Στροφή
Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.
Σκόρπια Φύλλα
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.
Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.
Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.
από τη Διαγώνιο, 2, 1961
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: Ο Ποιητής του Επέκεινα αλλά και του «Εδώ και Τώρα»,
όπως τον θυμούνται οι φίλοι και μαθητές του