Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Σοῦ στήνω μία καλύβα


Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς, ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Περασμένα Μεσάνυχτα


Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ’ ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν
αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από
τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ‘να τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

--------------
Το ποίημα «Περασμένα Μεσάνυχτα» ανήκει στη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» που κυκλοφόρησε το 1991, όταν ο ποιητής ήταν πια 80 ετών.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αναζήτησε πάντοτε στην ποίησή του την ομορφιά της ζωής, την πίστη σ’ ένα καλύτερο αύριο, αλλά και τον ευδαιμονισμό του παρόντος, αφήνοντας επίμονα έξω από τους στίχους του τη θλίψη και τον πόνο. 
Για τον Ελύτη η ποίηση ήταν το ασφαλές καταφύγιο όπου μπορούσε να τελεστεί το γιόρτασμα της ζωής, η χωρίς περιορισμούς παράδοση στη χαρά της νιότης και του ονείρου, το ιερό καταφύγιο όπου η δυστυχία και οι δυσκολίες της πραγματικότητας δεν είχαν μερίδιο. Ήταν για εκείνον ανώφελο να περνά ο πόνος της ζωής και στην ποίηση, αφού ούτως ή άλλως το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας ήταν δεδομένο και αναπόφευκτο για όλους.
Στο συγκεκριμένο ποίημα όμως, όπως προδίδει κι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», τα θρηνητικά τραγούδια του πιο ακρινού σημείου (ειδικότερα του πιο ακρινού σημείου της προβλήτας), ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με τις σκέψεις που γεννιούνται καθώς πλησιάζει το τέλος, καθώς έρχεται η στιγμή του ύστατου ταξιδιού. 
Η βιωματική υπόσταση αυτού του ποιήματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς μας προσφέρει τη δυνατότητα να εισέλθουμε στον προσωπικό χώρο του ποιητή τη στιγμή της ποιητικής δημιουργίας και να αισθανθούμε μαζί του τον προβληματισμό και τις ανησυχίες του.
Ο τίτλος του ποιήματος «Περασμένα Μεσάνυχτα» που σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σ’ έναν απλό χρονικό προσδιορισμό, αποκτά το πλήρες του νόημα και γίνεται ένα παράπονο και μια πικρή διαπίστωση, καθώς στον πρώτο στίχο διευρύνεται και γίνεται το μοτίβο που διατρέχει ολόκληρη τη ζωή του ποιητή: «Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή»
Η τριπλή επανάληψη αυτού του στίχου λειτουργεί ως πρόλογος για κάθε μία απ’ τις τρεις ενότητες του ποιήματος και προσδίδει ένα μελαγχολικό τόνο σ’ ολόκληρο το ποίημα. Σε μια εκ των υστέρων θέαση της ζωής του ο ποιητής νιώθει και αντιλαμβάνεται πως πάντοτε ήταν πολύ αργά για ό,τι θέλησε να κάνει, για ό,τι θέλησε να ζήσει. Διαπίστωση που λαμβάνει τραγικές διαστάσεις τώρα που βρίσκεται πια σε προχωρημένη ηλικία και δεν μπορεί παρά να δεχτεί πως απέχει ελάχιστα από το τέλος του.

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ’ ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν
αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...


Ο ποιητής αισθάνεται το κεφάλι του βαρύ σα να βρίσκεται σ’ έναν γαλαξία που έχει πιεστεί προς τα κάτω, σα να βρίσκεται σ’ έναν κόσμο που δεν κατόρθωσε ποτέ ν’ ανέλθει εκεί που έπρεπε. Μια ιδιαίτερα πλούσια σε συνειρμούς παρομοίωση, που αν ιδωθεί απ’ την οπτική ενός ανθρώπου κοντά στο τέλος του, υποδηλώνει μεταξύ άλλων και τον αναγκαστικό συμβιβασμό με τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης. 

Παρά την πληθώρα των ιδεών και των ονείρων, παρά την ακατάλυτη διάθεση για ζωή, έρχεται πάντοτε η στιγμή που οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πως δεν έχουν πια τα περιθώρια για νέες ελπίδες και νέα σχέδια.
Οι άνθρωποι, που είναι κοντά στη στιγμή του θανάτου τους, κοιμούνται με το πρόσωπό τους γαλήνιο κι αγνό «ασημένιο», έχοντας πια εξαγνιστεί από τα πάθη της νεότητας. Άγιοι πλέον, χωρίς τις επιθυμίες και τις μικρότητες των προηγούμενων χρόνων, κατευθύνονται απ’ τον αέρα της ζωής και του χρόνο προς τον κάβο του «Μεγάλου Κύκνου», προς το ακρωτήρι του θανάτου.
Ένα ύστατο ταξίδι, κοινό για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να έχει πια σημασία ποιος ευτύχησε κατά τη διάρκεια της ζωής του και ποιος όχι, μιας και όλοι οι άνθρωποι φτάνουν ίσοι μπροστά στο θάνατο.
Ας σημειωθεί πως ο ύπνος των ανθρώπων λειτουργεί σε δύο επίπεδα, στο συμβολικό που ...

........
η συνέχεια εδώ: latistor

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης - Aιώνας εμπορίου


H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Γιῶργος Σεφέρης — Ο βασιλιάς της Ασίνης - The King Of Asine - Poem by Giorgos Seferis

Ασίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ


Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλη τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα ταραγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι ’38 – Αθήνα, Γεν. ’40

Ο Σεφέρης κάτω από την προσωπίδαΣτοχασμοί πάνω στον "Βασιλιά της Ασίνης"


Ανάλυση
Ο Γιώργος Σεφέρης πραγματεύεται στο εξαίρετο αυτό ποίημα, που ανήκει στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Ο φόβος πως, μετά το πέρας της ζωής, δεν απομένει τίποτε από τη δράση ενός ανθρώπου, τίποτε από τις σκέψεις, από τα συναισθήματα και από τη με κόπο διαμορφωμένη προσωπικότητά του, διατρέχει τους στίχους του ποιητή και υποβάλλει μια αίσθηση ματαιότητας. Το κενό κάτω από τη χρυσή προσωπίδα του ξεχασμένου βασιλιά της Ασίνης λειτουργεί ως κυρίαρχο μοτίβο του ποιήματος, καθώς ο ποιητής συνειδητοποιεί πως πέραν του παρόντος δεν υφίσταται καμία άλλη διασφάλιση, καμία άλλη συνέχεια για ό,τι συνιστά τη ζωή και την ύπαρξη ενός ανθρώπου.

Η Ασίνη βρίσκεται στην Αργολίδα, κοντά στην Επίδαυρο και δίπλα στο χωριό Τολό. Η παραθαλάσσια μυκηναϊκή της ακρόπολη ανασκάφηκε το 1922-26. Ο ποιητής αντλεί την αναφορά στην Ασίνη, την οποία θέτει εισαγωγικά στο ποίημά του, από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπου η περιοχή μνημονεύεται, μαζί με την Ερμιόνη, ως λιμάνι του Άργους και της Τίρυνθας.

Ιλιάδα, Β, 559-560:
Οἳ δ᾽ Ἄργός τ᾽ εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν
Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας
........................
περισσότερα εδώ: latistor

The King Of Asine - Poem by Giorgos Seferis

All morning long we looked around the citadel*
starting from the shaded side, there where the sea,
green and without luster—breast of a slain peacock—
received us like time without an opening in it.
Veins of rock dropped down from high above,
twisted vines, naked, many-branched, coming alive
at the water’s touch, while the eye following them
struggled to escape the tiresome rocking,
losing strength continually.

On the sunny side a long empty beach
and the light striking diamonds on the huge walls.
No living thing, the wild doves gone
and the king of Asine, whom we’ve been trying to find for
two years now,
unknown, forgotten by all, even by Homer,
only one word in the Iliad and that uncertain,
thrown here like the gold burial mask.
You touched it, remember its sound? Hollow in the light
like a dry jar in dug earth:
the same sound that our oars make in the sea.
The king of Asine a void under the mask
everywhere with us everywhere with us, under a name:
“Α sί ν η ν te... Α sί ν η ν te...”
and his children statues
and his desires the fluttering of birds, and the wind
in the gaps between his thoughts, and his ships
anchored in a vanished port:
under the mask a void.
..................
more

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Νίκος Καρούζος - Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου


Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.

Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου...
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.




Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Νίκος Καρούζος — «Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος.»

«Αγάπησα πολύ τη δυναμική πεπρωμενοκρατία του Nietzsche, τις θυελλοφόρες κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισιάς που κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευόμενη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας ―δηλαδή μοναχικά κι ανώφελα― τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης χώθηκα στη γαλαρία του Freud, ως ένα σημείο γοητευμένος. Έτρωγα το χρόνο για να ’βγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος.»

Νίκος Καρούζος - Μικρό αυτοχρονικό

«Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος. Είχε συνάξει λίγα φύλλα ένα κλαδί γεμάτο φως είχε πονέσει. Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος αγγίζει νέους ουρανούς η προσευχή του μάχη. 
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο».
Νίκος Καρούζος

----------------------
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926, όπου και παρέμεινε ως τα γυμνασιακά του χρόνια. Έρχεται στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική, σχεδόν κυνηγημένος στη διάρκεια του Εμφύλιου. Εξόριστος το 1947 στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο. 
Πρώτες δημοσιεύσεις («Σίμων ο Κυρηναίος», περιοδικό «ο αιώνας μας», 1949) και γνωριμία με τον Κόντογλου. Ακολουθούν η «Επιστροφή του Χριστού», οι «Νέες Δοκιμές» και το «Σημείο». Αρχίζει η συνεργασία με τα περιοδικά Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Διαγώνιο, Νέα Εστία, Ευθύνη κ. ά. Το 1955 εκδίδονται τα «Είκοσι Ποιήματα». 
Στη συνέχεια οι «Διάλογοι» και το !961, η συλλογή «Ποιήματα», χρονιά όπου παίρνει το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και την επομένη για τη συλλογή «Η έλαφος των άστρων», το Α΄ Βραβείο Ποίησης της «Ομάδας των Δώδεκα». Το 1964 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Υπνόσακκος».
Η κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τον βρίσκει στο Άγιο Όρος. Συλλαμβάνεται για δηλώσεις κατά των πρωταίτιων. Το 1969 κυκλοφορούν τα «Πενθήματα» και ακολουθούν τα «Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες Αντινομίες» και «Χορταριασμένα Χάσματα». 
Το 1977 Κυκλοφορεί η συλλογή «Δυνατότητες και Χρήση της Ομιλίας», όπου παρατηρείται μια στροφή στον ερμητικό λόγο. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές «Ο Ζήλος του μη-Σχετικού με Παροράματα», «Μονολεκτικοί και Ολιγόλεκτα», «Φαρέτριον», «Αναμνηστική Λήθη», «Αντισεισμικός Τάφος», «Συντήρηση Ανελκυστήρων» και «Χρόνος». 
Για το ποίημα «Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπείρα, του απονέμεται το 1988 το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Ποίησης. 
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Του χορηγείται η λεγόμενη «μικρή σύνταξη» από το Υπουργείο Πολιτισμού, προκαλώντας τη δικαιολογημένη αντίδρασή του. Διάγνωση καρκίνου, έκθεση έργων του, έκδοση των ποιημάτων «Ερυθρογράφος» και «Λογική Μεγάλου Σχήματος». Νοσηλεύεται σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Ο θάνατος τον βρίσκει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στο νοσοκομείο «Υγεία». Εκδίδονται τα τελευταία του ποιήματα με τίτλο: «Ευρέσεις από Κυανό Κοβάλτιο».

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Κωνσταντίνος Καβάφης - Ενδύματα

Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου. 
Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα. 
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη. Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία. 
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη. Όλως διόλου τελειωμένη. 
Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. 
Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ’ εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
--------------------
Το «Ενδύματα» είναι ένα από τα τρία πεζά ποιήματα που έχει συνθέσει ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Το θέμα του είναι ένα από τα ιδιαιτέρως προσφιλή στον ποιητή και αφορά το πέρασμα του χρόνου και την αναπόληση της νεότητας. Τα ενδύματα του τίτλου κυριαρχούν στο σύντομο αυτό ποίημα και συμβολίζουν με τις εναλλαγές των χρωμάτων τους τις διάφορες ηλικιακές περιόδους του ανθρώπινου βίου.
«Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου. Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.»
Πρόθεση του ποιητή είναι να φυλάξει τα ενδύματα της ζωής του σ’ ένα κιβώτιο ή σ’ ένα έπιπλο παρόμοιας χρήσης φτιαγμένο από έβενο∙ φτιαγμένο από το πολύτιμο αυτό υλικό προκειμένου να είναι σαφής η ιδιαίτερη αξία του επίπλου. Η διαφύλαξη, άλλωστε, των αναμνήσεων του παρελθόντος -την οποία ο Καβάφης συνήθως εμπιστεύεται στην ίδια του την τέχνη και στους στίχους του- συνιστά μια παρακαταθήκη απροσμέτρητης σημασίας.
Οι ηλικιακές περίοδοι φανερώνονται στο πλαίσιο του ποιήματος μέσα από τα διάφορα χρώματα των ενδυμάτων. Έτσι, τα κυανά ρούχα, τα βαθυγάλαζα δηλαδή, έρχονται να δηλώσουν την παιδική ηλικία, ενώ τα κόκκινα ρούχα την ηλικία της εφηβείας και της πρώτης νεότητας, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται από τον ποιητή ως τα πιο ωραία από όλα. Τα κίτρινα ενδύματα αποδίδουν τα χρόνια της ωριμότητας, ενώ τα ξεθωριασμένα κυανά ρούχα μας φέρνουν στην αρχή πια του γήρατος.

Ξέχωρη έμφαση δίνεται, φυσικά, στα κόκκινα ενδύματα, στα χρόνια δηλαδή κατά τα οποία η βίωση του έρωτα, η ένταση των συναισθημάτων και η ζωτικότητα του σώματος φέρνουν τη ζωή του ανθρώπου σε μια εσωτερική κορύφωση. Η νεότητα χαρακτηρίζεται εύλογα, λοιπόν, ως η ωραιότερη απ’ όλες της ηλικίες, αφού είναι εκείνη που χαρίζει τον έρωτα σ’ όλη του την πληρότητα, με το σώμα και την ψυχή να βρίσκονται στην ιδανική ακμή τους.

Τα κόκκινα ενδύματα, ωστόσο, δίνουν τη σειρά τους στα κίτρινα, στην ηλικία που διαδέχεται τη νεότητα κι η οποία έρχεται να προσφέρει δικές τις κορυφώσεις, αφού συνοδεύεται από την πνευματική ωρίμανση και το καταλάγιασμα της ερωτικής έντασης. Μια περίοδος δημιουργικότητας και ήρεμης βίωσης της ζωής.

«Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη. Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.»
Ο ποιητής σκοπεύει να συγκεντρώσει τα ενδύματα όλων των ηλικιών και να τα φυλάξει με την ευλάβεια, με το βαθύ σεβασμό, που αναλογεί στα χρόνια, στις πράξεις και στις εμπειρίες που πέρασαν∙ με τον σεβασμό που αντιστοιχεί σε ό,τι μας αφήνει η ζωή στο πέρασμά της, τις μνήμες τις χαρμόσυνες, μα και τις οδυνηρές∙ τις μνήμες των γεγονότων που μας διαμόρφωσαν και καθόρισαν σταδιακά την πορεία της ζωής μας. Σκοπεύει να τα φυλάξει με ευλάβεια, αλλά και με πολλή λύπη, εφόσον τα ενδύματα αυτά αντιστοιχούν σε χρόνια που το πέρασμά τους δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Κάθε ανάμνηση του παρελθόντος αντιστοιχεί και σε μια περίοδο της ζωής που δεν πρόκειται -και δεν μπορεί- να επιστρέψει ποτέ ξανά.
Το έπιπλο με τα ενδύματα αυτά θα το ανοίγει ο ποιητής όταν θα φορά πια μαύρα ρούχα, όταν θα έχει φτάσει πλέον στην ηλικία εκείνη του προχωρημένου γήρατος όπου τίποτε άλλο δεν είναι εφικτό για το άτομο πέρα από την αναπόληση του παρελθόντος. Ο ποιητής, μάλιστα, προκειμένου να καταστήσει όσο γίνεται πιο παραστατική τη θλίψη που συνοδεύει αυτή την περίοδο της επιβεβλημένης αδράνειας, δηλώνει πως πέρα από τα μαύρα ρούχα που θα φορά, θα κατοικεί σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Η κυριαρχία του μαύρου χρώματος φανερώνει τόσο την έλλειψη εκείνων των στοιχείων που προσέφεραν άλλοτε στο άτομο τη δυνατότητα κάποιας ευδαιμονίας όσο και την άμεση σύνδεση αυτής της ηλικίας με τον επερχόμενο θάνατο. Μόνη ενασχόληση, επομένως, για τον ηλικιωμένο ποιητή θα είναι να ανατρέχει ξανά στα ενδύματα των περασμένων χρόνων και να τα κοιτά με χαρά, με πόθο, αλλά και με απελπισία. Με χαρά για τις ευτυχισμένες μνήμες του παρελθόντος και για την ευλογημένη υπενθύμιση πως κάποτε υπήρξε κι εκείνος μέρος ενεργό αυτού του κόσμου, μα και με απελπισία, εφόσον θα γνωρίζει πως πλέον τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμβεί ξανά, αφού η ζωή του θα πλησιάζει πια προς την ακούσια ολοκλήρωσή της. 

«Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.»
Η μεγάλη γιορτή της ζωής με τις προκλήσεις, τις δυσκολίες, τις ευτυχίες, τα πάθη και τους έρωτες θα είναι τότε απόλυτα τελειωμένη, εφόσον ο ποιητής θα βρίσκεται στην περίοδο του γήρατος. Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κάποιος πως ακόμη και τα χρόνια αυτά ενέχουν τη δυνατότητα κάποιας -μειωμένης έστω- δράσης, ικανής να προσφέρει χαρά στον άνθρωπο, μα ο ποιητής είναι απόλυτος ως προς τον τρόπο που αντικρίζει τα χρόνια του προχωρημένου γήρατος, γι’ αυτό και επαναλαμβάνει εμφατικά δύο φορές τη σχετική φράση «όλως διόλου τελειωμένη».
«Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ’ εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.»
Η καταληκτική εικόνα του ποιήματος αποδίδει με συμβολικό τρόπο τα χρόνια της σωματικής και πνευματικής κατάρρευσης, όταν πια οι άνθρωποι έχουν εξαντλήσει πλήρως κάθε περιθώριο ζωής. Έτσι, ό,τι απομένει από τη μεγάλη γιορτή είναι η ακαταστασία που άφησαν οι καλεσμένοι -συνειρμικά αυτή η εικόνα μας παραπέμπει και στις πληγές που αφήνουν οι άνθρωποι με το πέρασμά τους στην ψυχή άλλων ανθρώπων. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα, τα κεριά καμένα ως το τέλος και όλο το κρασί πιωμένο∙ στοιχεία που δίνουν με ενάργεια την εικόνα του τέλους, την εικόνα της πλήρους εγκατάλειψης.

Όλοι καλεσμένοι θα έχουν φύγει∙ όλα τα πρόσωπα που συνέδεσαν τη ζωή τους με τη ζωή του ποιητή θα έχουν πια αποχωρήσει είτε για να απομονωθούν κι οι ίδιοι σε σκοτεινά σπίτια, αναπολώντας πιθανώς τη δική τους διαδρομή, είτε για να κοιμηθούν. Τα πρόσωπα της ζωής του ποιητή, όπως και κάθε ανθρώπου άλλωστε, καταλήγουν κι εκείνα στην απόλυτη αδράνεια του γήρατος, στην αναμονή του τέλους, ή αφήνονται στο κάλεσμα του ύπνου∙ ενός ύπνου που δεν μπορεί παρά να συμβολίζει εδώ το θάνατο, το οριστικό και αναπόφευκτο τέλος της ζωής.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Γιῶργος Σεφέρης — Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ.Σ
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
24 Οκτωβρίου 1963: Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.


Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.


Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες*.


Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.


Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα»* φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»*
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.


Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης*
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.


Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.


Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936

--------------------
* βαρκαρόλες: τραγούδια που συνηθίζουν οι βενετσιάνοι γονδολιέρηδες
* σωσίτριχα: φάρµακα για την τριχόπτωση
* ορώµεν ... νεκροίς: βλέπουµε ν’ ανθίζει νεκρούς το Aιγαίο
* αργάτης: βαρούλκο που ανελκύει ή ποντίζει την άγκυρα

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Bertolt Brecht — Άλλαξε τον κόσμο, το’ χει ανάγκη

Change the World; It Needs It
Ändere die Welt, sie braucht es!
Nairobi, 9 September 2015 - Hussein Malla, a 9 year old boy from Kenya, is the regional winner for Africa of the 24th International Children's Painting Competition, organized by the United Nations Environment Programme (UNEP) and the Foundation for Global Peace and Environment (FGPE)
Mε ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Tι βρωμιά δε θα ‘κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;

Aν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Bυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.

(Στο τέλος του έργου, ο Xορός συμπληρώνει:)


Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης 
Aπό το θεατρικό έργο «H απόφαση» - Die Massnahme -, 1930)

***************
Change the World; It Needs It

With whom would the just man not conspire
In the interests of justice?
What medicine would taste too bad
To a dying man?
What vile act would you not commit,
In order to extirpate vile acts?
If you could at last change the world,
Would you step up and do it?
Who are you?
Wade in filth
Embrace the butcher, but
Change this world: She cries out for it!
Continue this tale!
We will not hear you much longer
As judgmental. But rather as
The apprentice.

Bertolt Brecht, Ändere die Welt: sie braucht es! from Die Maßnahme, sc v (1930) in Gesammelte Werke in acht Bänden, vol. i, pp. 651-52 (E. Hauptmann ed. 1967) (S.H. transl.)

***************
Ändere die Welt, sie braucht es!

Mit wem säße der Rechtliche nicht zusammen
Dem Recht zu helfen?
Welche Medizin schmeckte zu schlecht
Dem Sterbenden?
Welche Niedrigkeit begingest du nicht, um
Die Niedrigkeit auszutilgen?
Könntest du die Welt endlich verändern, wofür
Wärest du dir zu gut?
Wer bist du?
Versinke in Schmutz
Umarme den Schlächter, aber
Ändere die Welt: Sie braucht es!

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Alfred Tennyson — Οδυσσέας - 'Ulysses'

Λίγο το κέρδος,
για έναν ράθυμο βασιλιά
Στην ήρεμη αυτή κόχη, μέσα στις άγονες
ξέρες, δίπλα σε γερασμένη γυναίκα.
Όλο να μοιράζω άνισους νόμους,
Σε μια άγρια ράτσα,
Που αποθηκεύει, τρώει και κοιμάται
Και καθόλου δε με νιώθει.
Δεν μπορώ να ησυχάσω από το ταξίδι:
Την ζωή θα πιω μέχρι τελευταίας σταγόνας:
Όλες τις φορές που περίσσεια απόλαυσα,
περίσσεια υπέφερα, τόσο με αυτούς που μ' αγαπάνε
όσο και μόνος, στα ακρογιάλια, και όταν οι άνεμοι
τάραζαν το μαύρο πέλαγος: Απέκτησα όνομα:
Γιατί πάντα περιπλανιέμαι με πεινασμένη καρδιά.
Πολλά έχω δει και μάθει, πόλεις ανθρώπων
και ήθη, κλίματα, συμβούλια, κυβερνήσεις,
Εγώ δεν ήμουν τελευταίος, αλλά τιμημένος από όλους
Και ήπια την ευχαρίστηση της μάχης
με τους συντρόφους μου, Μακριά ,

Στους κάμπους της ανεμοδαρμένης Τροίας.
Είμαι κομμάτι από όλα όσα έχω συναντήσει.
Ωστόσο η εμπειρία είναι μια αψίδα, μέσα από το άνοιγμά της
λάμπει ο αταξίδευτος κόσμος,
τα σύνορα του οποίου σβήνονται
για πάντα, μόλις πλησιάζω.
Πόσο βαρετό να διακόπτεις,
και να φτάνεις στο τέρμα!
Να σκουριάζεις αστίλβωτος, να μην λάμπεις από την χρήση!
Σαν να ήταν ζωή να αναπνέεις μόνο!
Η ζωές συσσωρεύονται,
Η μια πάνω στην άλλη, είμαστε όλοι τόσο μικροί,
και από μένα τον ένα λίγα μένουν:
Όμως κάθε ώρα που σώζεται από την αιώνια σιωπή,
Κάτι περισσότερο είναι, κομιστής νέων πραγμάτων.
Και αχρείο θα ήταν, αν για τρεις ήλιους
αποθηκεύσω και θησαυρίσω τον εαυτό μου,
αυτό το γκρίζο πνεύμα που λαχταρά
εινα ακολουθήσει την γνώση,
όπως ένα πεφταστέρι
πέρα από το τελευταίο όριο της ανθρώπινης σκέψης.


Αυτός είναι ο γιός μου, ο δικός μουΤηλέμαχος
Στο οποίο αφήνω το νησί και το σκήπτρο,
Πολυαγαπημένος από μένα,
επιφορτισμένος με το έργο αυτό,
Με σύνεση ξέρει τον λαό να ηρεμεί,
Και να του δείχνει το καλό και το χρήσιμο.
Άμεμπτος είναι, στο κέντρο της σφαίρας
των κοινών υποχρεώσεων, προορισμένος να μην αποτύχει
Όταν χρειάζεται, τρυφεράδα και την πρέπουσα λατρεία
Στους θεούς του σπιτιού θα απονείμει,
Όταν θα λείπω. Εκείνος στην δουλειά του κι εγώ στην δική μου.
Εκεί βρίσκεται το λιμάνι. Το καράβι σηκώνει πανιά
Εκεί σκοτεινιάζει η μαύρη ανοιχτή θάλασσα. Οι ναυτικοί μου,


Ψυχές δοκιμασμένες και πολύπαθες, μαζί μου έχουν σκεφτεί
Και εύθυμα καλωσόριζαν την αστραπή και την λιακάδα
Και αντιστάθηκαν με ελεύθερη καρδιά και ελεύθερο το μέτωπο
Μα εσείς κι εγώ έχουμε γεράσει.

..............
συνέχεια εδώ
Μετάφραση Σ. Ανδρουλάκης

*****************
Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι, για να δούμε τη βασική πηγή της έμπνευσης του Τένισον:

— Αδέλφια μου, που από εκατό
κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση
στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια
του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,
τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,
στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.
Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·
σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε,
μα γνώση κι αρετή ν' ακολουθάτε!

(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη)


It little profits that an idle king,
By this still hearth, among these barren crags,
Match'd with an aged wife, I mete and dole
Unequal laws unto a savage race,
That hoard, and sleep, and feed, and know not me.
I cannot rest from travel: I will drink
Life to the lees: All times I have enjoy'd
Greatly, have suffer'd greatly, both with those
That loved me, and alone, on shore, and when
Thro' scudding drifts the rainy Hyades
Vext the dim sea: I am become a name;
For always roaming with a hungry heart
Much have I seen and known; cities of men
And manners, climates, councils, governments,
Myself not least, but honour'd of them all;
And drunk delight of battle with my peers,
Far on the ringing plains of windy Troy.
I am a part of all that I have met;
Yet all experience is an arch wherethro'
Gleams that untravell'd world whose margin fades
For ever and forever when I move.
How dull it is to pause, to make an end,
To rust unburnish'd, not to shine in use!
As tho' to breathe were life! Life piled on life
Were all too little, and of one to me
Little remains: but every hour is saved
From that eternal silence, something more,
A bringer of new things; and vile it were
For some three suns to store and hoard myself,
And this gray spirit yearning in desire
To follow knowledge like a sinking star,
Beyond the utmost bound of human thought.

This is my son, mine own Telemachus,
To whom I leave the sceptre and the isle,—
Well-loved of me, discerning to fulfil
This labour, by slow prudence to make mild
A rugged people, and thro' soft degrees
Subdue them to the useful and the good.
Most blameless is he, centred in the sphere
Of common duties, decent not to fail
In offices of tenderness, and pay
Meet adoration to my household gods,
When I am gone. He works his work, I mine.

There lies the port; the vessel puffs her sail:
There gloom the dark, broad seas. My mariners,
Souls that have toil'd, and wrought, and thought with me—
That ever with a frolic welcome took
The thunder and the sunshine, and opposed
Free hearts, free foreheads—you and I are old;
Old age hath yet his honour and his toil;
Death closes all: but something ere the end,
Some work of noble note, may yet be done,
Not unbecoming men that strove with Gods.
The lights begin to twinkle from the rocks:
The long day wanes: the slow moon climbs: the deep
Moans round with many voices. Come, my friends,
'T is not too late to seek a newer world.
Push off, and sitting well in order smite
The sounding furrows; for my purpose holds
To sail beyond the sunset, and the baths
Of all the western stars, until I die.
It may be that the gulfs will wash us down:
It may be we shall touch the Happy Isles,
And see the great Achilles, whom we knew.
Tho' much is taken, much abides; and tho'
We are not now that strength which in old days
Moved earth and heaven, that which we are, we are;
One equal temper of heroic hearts,
Made weak by time and fate, but strong in will
To strive, to seek, to find, and not to yield.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Bertolt Brecht — Αν οι Καρχαρίες ήταν Άνθρωποι / If Sharks Were Men

«ΑΝ ΟΙ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ρώτησε τον κ. Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;» 
«Σίγουρα» απάντησε αυτός. 
«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιο του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. 
Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό· γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ’ αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας. 
Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα απ’ αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις. 
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα. 
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ’ αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών. Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θ’ άρχιζε η αληθινή ζωή. 
Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ’ αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τ’ άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι».
μετάφραση - Γιώργος Βελουδής


ΣΧΟΛΙΟ
Πρωτοδημοσιευμένο το 1949, το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» είναι η εκτενέστερη από τις Ιστορίες του κ. Κόινερ, έργου που γράφτηκε σε διάστημα τριάντα χρόνων (1926-1956) και αποτελείται από ογδόντα επτά σύντομες αφηγήσεις. 

Συνθέτοντας και διαπλέκοντας μεγάλη ποικιλία αφηγηματικών τύπων, από τον κινέζικο φιλοσοφικό διάλογο ως τον αφορισμό και τη διδακτική παραβολή, ο Μπρεχτ παρουσιάζει τον τρόπο σκέψης ενός προσώπου απαλλαγμένου από ατομικά χαρακτηριστικά (κατά τον φίλο και μελετητή του Μπρεχτ Βάλτερ Μπένγιαμιν, το όνομα του κ. Κόινερ παραπέμπει ταυτοχρόνως στο οδυσσειακό «Ούτις» (γερμ. Keiner) και στο ελληνικό επίθετο «κοινός»)· Όπως και ο Μπερνάρντο Σουάρες του Φερνάντο Πεσσόα (Β15), ο κ. Κόινερ είναι ένας φασματικός χαρακτήρας· ένα πρόσωπο με υποτυπώδη βιογραφικά στοιχεία, που εκφράζει μόνο μια συνειδησιακή κατάσταση. 
Ο «σκεπτόμενος» του Μπρεχτ, ωστόσο, δεν στρέφεται προς την ενδοσκόπηση αλλά προς την ανάλυση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Σε αντίθεση προς τον Μπερνάρντο Σουάρες, που αναζητεί το μυστικό βάθος της ύπαρξης στην απόλυτη απομόνωση από την ανθρώπινη κοινότητα, ο κ. Κόινερ εμφανίζεται συμφιλιωμένος με την εξάλειψη της προσωπικότητας στην κοινότητα, από την οποία απορρέει η ταυτότητά του και προς την οποία απευθύνεται η σκέψη του.
Το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» ανατρέχει στον τύπο της παραβολικής «ιστορίας με ζώα» για να υπονομεύσει, από μαρξιστική οπτική γωνία, τους θεσμούς που συνθέτουν τον καπιταλιστικό «πολιτισμό» (εκπαίδευση, τέχνη, περίθαλψη, εκκλησία, στρατός, κοινωνική πρόνοια) και τις αξίες που αυτοί προάγουν (φιλανθρωπία, ηρωισμός, αυτοθυσία, εθνικισμός, κοινωνική αναρρίχηση κ.ά.). 
Προβάλλοντας την πολιτική και ιδεολογική δομή του αστικού συστήματος στον κόσμο των ψαριών, ο Μπρεχτ δημιουργεί μια σατιρική δυστοπία, στην οποία ο αναγνώστης αναγνωρίζει αυτομάτως τον κόσμο του και τον ρόλο που ο κόσμος αυτός επιφυλάσσει για τον ίδιο. 
Η ειρωνική —και χιουμοριστική— προσέγγιση της κοινωνικής αγριότητας και ο αριστοτεχνικός χειρισμός του συνοπτικού παραλληλισμού (που εκτελείται απνευστί, σαν προφορική μονοκοντυλιά) απομακρύνουν τον κίνδυνο του ανιαρού διδακτισμού και επιτρέπουν στη σύντομη ιστορία να λειτουργήσει ως παιγνιώδες ερέθισμα για πολιτική σκέψη.


STORIES OF MR. KEUNER

If Sharks were Men
Bertold Brecht


"If sharks were men," Mr. Keuner was asked by his landlady's little girl, "would they be nicer to the little fishes?"

"Certainly," he said. "If sharks were men, they would build enormous boxes in the ocean for the little fish, with all kinds of food inside, both vegetable and animal. They would take care that the boxes always had fresh water, and in general they would make all kinds of sanitary arrangements. If, for example, a little fish were to injure a fin, it would immediately be bandaged, so that it would not die and be lost to the sharks before its time. So that the little fish would not become melancholy, there would be big water festivals from time to time; because cheerful fish taste better than melancholy ones.

"There would, of course, also be schools in the big boxes. In these schools the little fish would learn how to swim into the sharks' jaws. They would need to know geography, for example, so that they could find the big sharks, who lie idly around somewhere. The principal subject would, of course, be the moral education of the little fish. They would be taught that it would be the best and most beautiful thing in the world if a little fish sacrificed itself cheerfully and that they all had to believe the sharks, especially when the latter said they were providing for a beautiful future. The little fish would be taught that this future is assured only if they learned obedience. The little fish had to beware of all base, materialist, egotistical and Marxist inclinations, and if one of their number betrayed such inclinations they had to report it to the sharks immediately.

"If sharks were men, they would, of course, also wage wars against one another, in order to conquer other fish boxes and other little fish. The wars would be waged by their own little fish. They would teach their little fish that there was an enormous difference between themselves and the little fish belonging to the other sharks. Little fish, they would announce, are well known to be mute, but they are silent in quite different languages and hence find it impossible to understand one another. Each little fish that, in a war, killed a couple of other little fish, enemy ones, silent in their own language, would have a little order made of seaweed pinned to it and be awarded the title of hero.

"If sharks were men, there would, of course, also be art. There would be beautiful pictures, in which the sharks' teeth would be portrayed in magnificent colors and their jaws as pure pleasure gardens, in which one could romp about splendidly. The theaters at the bottom of the sea would show heroic little fish swimming enthusiastically into the jaws of sharks, and the music would be so beautiful that to the accompaniment of its sounds, the orchestra leading the way, the little fish would stream dreamily into the sharks' jaws, lulled by the most agreeable thoughts.

"There would also be a religion, if sharks were men. It would preach that little fish only really begin to live properly in the sharks' stomachs.

"Furthermore, if sharks were men there would be an end to all little fish being equal, as is the case now. Some would be given important offices and be placed above the others. Those who were a little bigger would even be allowed to eat up the smaller ones. That would be altogether agreeable for the sharks, since they themselves would more often get bigger bites to eat. And the bigger little fish, occupying their posts, would ensure order among the little fish, become teachers, officers, engineers in box construction, etc.
"In short, if sharks were men, they would for the first time bring culture to the ocean."

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Γιῶργος Σεφέρης — Ερωτικός Λόγος

Painting by: Lynn Noelle Rushton "Trust" from lover's series.
Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
                                Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
 

                                Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
 

                                Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
 

                                Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
 

                                Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.


Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30 
(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)




Erotikos Logos - Poem by Giorgos Seferis
I
Rose of fate, you looked for ways to wound us
yet you bent like the secret about to be released
and the command you chose to give us was beautiful
and your smile was like a ready sword.
The ascent of your cycle livened creation
from your thorn emerged the way's thought
our impulse dawned naked to possess you
the world was easy: a simple pulsation.
II
The secrets of the sea are forgotten on the shores
the darkness of the depths is forgotten in the surf;
the corals of memory suddenly shine purple. . .
O do not stir. . . listen to hear its light
motion. . . you touched the tree with the apples
the hand reached out, the thread points the way and guides you. . .
O dark shivering in the roots and the leaves
if it were but you who would bring the forgotten dawn!
May lilies blossom again on the meadow of separation
may days open mature, the embrace of the heavens,
may those eyes alone shine in the glare
the pure soul be outlined like the song of a flute.
Was it night that shut its eyes? Ashes remain,
as from the string of a bow a choked hum remains,
ash and dizziness on the black shore
and dense fluttering imprisoned in surmise.
Rose of the wind, you knew but took us unknowing
at a time when thought was building bridges
so that fingers would knit and two fates pass by
and spill into the low and rested light.
III
O dark shivering in the roots and the leaves!
Come forth sleepless form in the gathering silence
raise your head from your cupped hands
so that your will be done and you tell me again
the words that touched and merged with the blood like an embrace;
and let your desire, deep like the shade of a walnut tree, bend
and flood us with your lavish hair
from the down of the kiss to the leaves of the heart.
You lowered your eyes and you had the smile
that masters of another time humbly painted.
Forgotten reading from an ancient gospel,
your words breathed and your voice was gentle:
‘The passing of time is soft and unworldly
and pain floats lightly in my soul
dawn breaks in the heavens, the dream remains afloat
and it's as if scented shrubs were passing.
‘With my eyes' startling, with my body's blush
a flock of doves awakens and descends
their low, circling flight entangles me
the stars are a human touch on my breast.
‘I hear, as in a sea shell, the distant
adverse and confused lament of the world
but these are moments only, they disappear,
and the two-branched thought of my desire reigns alone.
‘It seemed I'd risen naked in a vanished recollection
when you came, strange and familiar, my beloved
to grant me, bending, the boundless deliverance
I was seeking from the wind's quick sistrum. . .'
The broken sunset declined and was gone
and it seemed a delusion to ask for the gifts of the sky.
You lowered your eyes. The moon's thorn blossomed
and you became afraid of the mountain's shadows.
. . . In the mirror how our love diminishes
in sleep the dreams, school of oblivion
in the depths of time, how the heart contracts
and vanishes in the rocking of a foreign embrace. . .
IV
Two serpents, beautiful, apart, tentacles of separation
crawl and search, in the night of the trees,
for a secret love in hidden bowers;
sleepless they search, they neither drink nor eat.
Circling, twisting, their insatiable intent
spins, multiplies, turns, spreads rings on the body
which the laws of the starry dome silently govern,
stirring its hot, irrepressible frenzy.
The forest stands as a shivering pillar for night
and the silence is a silver cup where moments fall
echoes distinct, whole, a careful chisel
sustained by carved lines. . .
The statue suddenly dawns. But the bodies have vanished
in the sea in the wind in the sun in the rain.
So the beauties nature grants us are born
but who knows if a soul hasn't died in the world.
The parted serpents must have circled in fantasy
(the forest shimmers with birds, shoots, blossoms)
their wavy searching still remains,
like the turnings of the cycle that bring sorrow.
V
Where is the double-edged day that had changed everything?
Won't there be a navigable river for us?
Won't there be a sky to dropp refreshing dew
for the soul benumbed and nourished by the lotus?
On the stone of patience we wait for the miracle
that opens the heavens and makes all things possible
we wait for the angel as in the age-old drama
at the moment when the open roses of twilight
disappear. . . Red rose of the wind and of fate,
you remained in memory only, a heavy rhythm
rose of the night, you passed, undulating purple
undulation of the sea. . . The world is simple.

Giorgos Seferis
poemhunter