Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν
είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα,
ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να
'ναι ο καθένας μας
πάνω από τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
που τρέχει σαν ποτάμι
δίπλα στον
μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε
ως και μέσα στον ύπνο
μας.
Κι όταν κοιμόμαστε,
το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ'
την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...