Σελίδες

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXV
«Φοβούμαι σιμά σου/κι όμως αγαπώ το δέος μου.»

Alex Alemany, Spanish painter
Κοίταξε πέρα
η χιονισμένη κορυφή
λαμπρή και σιωπηλή
μου νεύει
λευκό μαντήλι ειρήνευσης.

Η ομιλία της μοναξιάς
περνάει τα παγωμένα δάχτυλά της
στο μέτωπό μου
ζητώντας να σφετεριστεί
το ύστερο μύρο
του κήπου μας.

Εκεί πάνω μου τάζουν
την ασφάλεια του νεκρού
εκεί μου προσφέρουν
ωχρούς ανθούς
για τα ξεφυλλισμένα χέρια.

Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.

Φοβούμαι σιμά σου
κι όμως αγαπώ το δέος μου.

Στον πλατύ ερημωμένο κάμπο
οι γυμνές λεύκες
υψώνουν τους κλώνους τους
σ' έναν άλλο ουρανό
— αναιμική προσευχή.

Ν' ακινητείς
για να κοιτάς την κίνηση;
Όχι.
Κράτησέ με.

Που 'ναι το χέρι σου;
Στο δέρμα σου ψαύω
την ψύχρα της εσπέρας
τα βήματα των εξορίστων.

Α, πάλι ο γέρος
περνάει σκυμμένος
κάτω απ' τη βροχή.

Μπροστά στους καθρέφτες μας
η σκιά χτενίζει
την πένθιμη κόμη της.

Αλήθεια
ποιος επήδησε ποτέ
την άβυσσο;
Ποιος έδεσε για πάντα
τις άκρες του ορίζοντα;

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXIV / «Η δεσποτεία της νύχτας πάνω στα μέτωπά μας/και στους δρόμους.»

Alex Alemany the elements and shapes of his works are treated
with “poetic licence” and the symbolism 

Η δεσποτεία της νύχτας
πάνω στα μέτωπά μας και στους δρόμους.

Του χεριού σου η λευκότητα
θαμπώνει και δύει
στη γαλανή διαφάνεια των σκιών
— κρίνος χλωμός που βυθίζεται 
σε βραδινά νερά.

Που 'ναι τα λόγια μας κι οι αυγινές μας υποσχέσεις 
με την εξαίσια ειλικρίνεια της βλάστησης;

Η αφή μας κουρασμένη
κοιμάται δίχως όνειρο
κι ούτε μια πρόφαση μάς μένει
ν' αναζητήσουμε τα μάτια μας πίσω απ' τον ίσκιο.

Ακούμε τη σιωπή να βηματίζει
λαθραία κι αδέξια
στο εξατμισμένο δώμα
ν' αγγίζει
τα σκονισμένα έπιπλα
που δε θέλουν πια να θυμούνται
να ερευνά τις ανοιχτές ντουλάπες
όπου πεθαίνουν σκοτεινά
τ' άνθινα ενδύματα
των εαρινών μας όρθρων.

Ο γλαυκός πέπλος
του Μαΐου 
μυρωμένος ακόμη απ' τα στήθη σου
— πάχνη λυπημένη διαρρέει
στην κρεμάστρα του διαδρόμου.

Άκου τις οπλές
των μαύρων αλόγων
έξω στο λιθόστρωτο της νύχτας.

Περνούν τους νεκρούς μας.

Μη σηκωθείς
να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.
Προς τι μια κίνηση
αφού γνωρίζουμε;
Μονάχα για να ρυτιδώσεις
την ασάλευτη ώρα
και να σωπάσει επιτέλους η σιωπή;

Η σιωπή φωνάζει
πιο βαθιά
η σιωπή προδίδει τα λόγια μας.

Ράκη στίχων ανεμίζονται
στις ρωγμές των φιλιών μας
— μια σημαία
πάνω απ' το θάνατο.

Ο αποχαιρετισμός πλησιάζει.