the absinthe drinker-1907 |
Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»
Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»
Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
Σκλάβοι πολιορκημένοι - Πρόλογος
Απαγγέλλει ο Κώστας Βάρναλης
Ανάλυση
Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Η χρήση του επιρρήματος «πάλι» υποδηλώνει από την αρχή πως η κατάσταση μέθης αποτελεί κάτι το συνηθισμένο για τον ήρωα του ποιήματος. Αργά τη νύχτα κι ο Κωνσταντής είναι πάλι μεθυσμένος και γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι. Αν και τα γόνατά του τρέμουν από το μεθύσι, εκείνος κρατιέται στητός, διότι δεν θέλει να καταλάβουν οι γύρω του πόσο μεθυσμένος είναι. Μια εικόνα ηθικής και σωματικής εξαθλίωσης, που φανερώνει πως ο ήρωας του ποιήματος δεν έχει πια τη δυνατότητα να φροντίζει για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς του.
Ο Κωνσταντής -ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή- πηγαίνει και στέκει μπροστά από κάθε τραπεζάκι, προσδοκώντας κάποιο κέρασμα και ανεχόμενος για χάρη του κεράσματος αυτού τα πειράγματα των θαμώνων. Ενδεικτική ως προς αυτό η προσφώνηση που του επιφυλάσσουν: «Γεια σου, Κωνσταντή, βαρβάτε!». Το επίθετο βαρβάτος, που σημαίνει εκείνος που είναι πολύ αρρενωπός και πολύ δυνατός, λειτουργεί ως σαρκαστικό σχόλιο για τον ήρωα που μετά βίας κατορθώνει να συγκρατήσει όρθιο το κορμί του, αφού η μέθη καθιστά το βήμα του ασταθές.
Ο ήρωας του ποιήματος δέχεται το καλοκάγαθο αυτό πείραγμα με ύφος δουλικό, προσφωνώντας τους θαμώνες «αφεντικά» και ρωτώντας τους πως περνούν. Δηλώνει, έτσι, πως έχει επίγνωση ότι βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από εκείνους, αφού επί της ουσίας βρίσκεται μπροστά τους για να ζητιανέψει λίγο κρασί, αλλά και για να επισημάνει πως εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να τρώνε και να πίνουν έχοντας τα αναγκαία χρήματα για να πληρώσουν το λογαριασμό, σε αντίθεση με εκείνον.
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Οι πελάτες των καπηλειών, οι πελάτες στις ταβέρνες, τηρούν μια γενναιόδωρη στάση απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή και τον κερνούν ο καθένας κι από κάτι, προσφέροντάς του και κρασί, μα και κάτι να φάει. Μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται σε κάθε ταβέρνα, μέχρι ο ήρωας να περάσει από όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς.
Το γεγονός, βέβαια, ότι οι πελάτες ενδίδουν στην έμμεση επαιτεία του Κωνσταντή υποδηλώνει πως...
................
η συνέχεια εδώ: latistor
Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Η χρήση του επιρρήματος «πάλι» υποδηλώνει από την αρχή πως η κατάσταση μέθης αποτελεί κάτι το συνηθισμένο για τον ήρωα του ποιήματος. Αργά τη νύχτα κι ο Κωνσταντής είναι πάλι μεθυσμένος και γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι. Αν και τα γόνατά του τρέμουν από το μεθύσι, εκείνος κρατιέται στητός, διότι δεν θέλει να καταλάβουν οι γύρω του πόσο μεθυσμένος είναι. Μια εικόνα ηθικής και σωματικής εξαθλίωσης, που φανερώνει πως ο ήρωας του ποιήματος δεν έχει πια τη δυνατότητα να φροντίζει για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς του.
Ο Κωνσταντής -ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή- πηγαίνει και στέκει μπροστά από κάθε τραπεζάκι, προσδοκώντας κάποιο κέρασμα και ανεχόμενος για χάρη του κεράσματος αυτού τα πειράγματα των θαμώνων. Ενδεικτική ως προς αυτό η προσφώνηση που του επιφυλάσσουν: «Γεια σου, Κωνσταντή, βαρβάτε!». Το επίθετο βαρβάτος, που σημαίνει εκείνος που είναι πολύ αρρενωπός και πολύ δυνατός, λειτουργεί ως σαρκαστικό σχόλιο για τον ήρωα που μετά βίας κατορθώνει να συγκρατήσει όρθιο το κορμί του, αφού η μέθη καθιστά το βήμα του ασταθές.
Ο ήρωας του ποιήματος δέχεται το καλοκάγαθο αυτό πείραγμα με ύφος δουλικό, προσφωνώντας τους θαμώνες «αφεντικά» και ρωτώντας τους πως περνούν. Δηλώνει, έτσι, πως έχει επίγνωση ότι βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από εκείνους, αφού επί της ουσίας βρίσκεται μπροστά τους για να ζητιανέψει λίγο κρασί, αλλά και για να επισημάνει πως εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να τρώνε και να πίνουν έχοντας τα αναγκαία χρήματα για να πληρώσουν το λογαριασμό, σε αντίθεση με εκείνον.
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Οι πελάτες των καπηλειών, οι πελάτες στις ταβέρνες, τηρούν μια γενναιόδωρη στάση απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή και τον κερνούν ο καθένας κι από κάτι, προσφέροντάς του και κρασί, μα και κάτι να φάει. Μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται σε κάθε ταβέρνα, μέχρι ο ήρωας να περάσει από όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς.
Το γεγονός, βέβαια, ότι οι πελάτες ενδίδουν στην έμμεση επαιτεία του Κωνσταντή υποδηλώνει πως...
................
η συνέχεια εδώ: latistor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου