Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τα τρύπια χέρια

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλοσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η δωρεά

                                              Στο Μάνο Κατράκη

Θα μιλήσουμε, θα διδάξουμε. Θα οδοιπορούμε
Και θα δίνουμε, διαρκώς, θα δίνουμε. Εμείς
ό,τι ήταν να μας δοθεί, Μάνο, στον κόσμο,
ερχόμενοι το είχαμε πάρει:
Δωρεά προς δωρεάν.
Κι εμείς, σαν τη ρέουσα βροχή
και τον ρέοντα ήλιο, χωρίς
διακρίσεις και όρια
συντηρούμε τον κόσμο.

Ήρθαμε με ανοιχτή καρδιά.
Το αίμα μας, είναι ουρανός

Στο βιβλίο του “Ο διακεκριμένος πλανήτης” (1983), με χειρόγραφη αφιέρωση στον Παναγιώτη Κ., το “φίλο του”, έχει ένα ποίημα για το μεγάλο Κρητικό της υποκριτικής τέχνης, το Μάνο Κατράκη (1908-1984) που είχε “φύγει” 2 χρόνια πριν. Με τίτλο “Η δωρεά” (Στον Μάνο Κατράκη).

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Οἱ λέξεις τό μάρμαρο καί τό ἀτσάλι

Σ’ ὅλη μου τή ζωή σχεδιάζω ἕνα ποίημα
συλλέγοντας λέξεις, στοιχίζοντας λέξεις,
μεταθέτοντας λέξεις. Διοχετεύοντας ἕνα
φῶς στερεό, νά δέσω τίς λέξεις, νά φτιάξω
ἕνα ποίημα ἤ κ’ ἕνα στίχο μοναχά
κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ παντός.
Γιατί καί ἡ λέξη εἶναι ἕνα θαῦμα.
Ἔχει κάτι ἀπ’ τό μάρμαρο κάτι ἀπ’ τ’ ἀτσάλι,
(ὅλα αὐτά τά λιγότερο ἀνθεκτικά).
Συλλογίζομαι πώς μπορεῖ ὥς κι αὐτό
τοῦ ἥλιου τό σύστημα νἆναι ἕνας στίχος
καί πώς θά μποροῦσε νά φτιάξει κανείς
τήν πιό στερεή και ἀκόμη τήν πιό
μεγάλη ἐκκλησία τοῦ κόσμου μέ λέξεις.
Από το ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984

Tων Αγγέλων και Αρχαγγέλων οι στίχοι

    Κατεβαίνουν άραγε οι άγγελοι κι οι αρχάγγελοι στη γη; 
Ανοίγουν τα φτερά τους πάνω από τις δικές μας ομαλές και… ανώμαλες προσγειώσεις; 
Και εισχωρούν άραγε στην καθημερινή πεζότητά μας με την ίδια ευκολία που κάθονται σαν λευκές πεταλούδες πάνω στους στίχους μας;
    Των Αρχαγγέλων σήμερα και η σκέψη μας σηκώνεται πιο ψηλά, ν' ανταμώσει τα ουράνια δώματα και τα μυστήριά του. 
Κι εκεί ν’ απαντήσει και στίχους με λευκά φτερά κι ακόμα πιο λευκές, αλέκιαστες ψυχές.
Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο

(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)

γι' αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια

και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.

σημειώνει χαρακτηριστικά ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου

Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ψάχνοντας την κατάλληλη γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον θαυμαστό αγγελικό κόσμο, γράφει: 

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.

Ο Ρίλκε, από την άλλη, υποδεικνύοντας στους στίχους του την έγνοια των αγγέλων για τον κόσμο των ανθρώπων, γράφει στο ποίημά του.

«Ο άγγελός μου»

Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας, το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.

Και θα ήθελε να φέρει πάλι,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.

Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

Ο ποιητής της οδύνης όπως έχει χαρακτηριστεί, Μίλτος Σαχτούρης, στο ποίημά του «‘Αγγελος», σημειώνει πολύ παραστατικά:

Φοβόντουσαν, δεν τον εθέλαν αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαντο φεγγάράκι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
ο Άγγελος βαθιά με τα μακριά μακριά μαλλιά
και τα πνιγμένα δόντια»

Είναι επίσης γνωστός ο κυρίαρχος ρόλος των αγγέλων στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη
«Κω, Λέρος Σύμη, Αστροπαλιά, 
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας 
τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του, 
άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης 
του Μυστικού που ξεχύνεται χρυσέαις Νιφάδεσσι.

Κεντρική μορφή ο άγγελος που μεριμνά και σκέπει:

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς, 
πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι. 
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι.
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω. 

Ο. Ελύτης, Villa NatachaIII 

Συχνά στην ποίηση του Ελύτη ο άγγελος ταυτίζεται με τη γυναίκα:

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ’ τον γκρεμό.

(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από τη Μαρία Νεφέλη)

Eίναι, όμως, και οι «Ξυπόλυτοι ΄Αγγελοι» του Γιάννη Ρίτσου, ποίημα που γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1940 για τους Έλληνες στρατιώτες, που στα μάτια του ποιητή, λαμβάνουν αγγελική υπόσταση μέσα στις κακουχίες του πολέμου.

Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.

Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......
Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα. 
Πού θα πάμε;
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.


    Άγγελοι, όντα άυλα και πνευματικά, αλλά και άγγελοι με ανθρώπινη μορφή, που η ζωή τούς καλεί να υψωθούν πάνω από τα επίγεια, σμίγουν στους στίχους των ποιητών μας, αποδίδοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στα εγκόσμια και υπερκόσμια.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
, Επιθεωρήτρια Δημοτική

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Πρωινή διάθεση

... είναι μι’ αδιαίρετη μονάδα ο ήλιος, 
οι ήλιοι του ήλιου, κι’ ο άνθρωπος. 
Μ’ αυτό σου το γλυκό πρόσωπο θα ημερώσω 
τα πουλιά του βουνού και θα ρθούν πιο κοντά μου. 
Θ’ αγιάσουν τα χέρια σου τα νερά, θα πραΰνει ο καιρός 
κ’ η φωνή μου, χορός λουλουδιών, θα γιομίσει 
την ατμόσφαιρα χρώματα. 
Θα μπορέσω απλουστεύοντας 
σε νερό την ψυχή μου, να εξηγήσω στον κόσμο, 
πως είναι μι’ αδιαίρετη μονάδα ο ήλιος, 
οι ήλιοι του ήλιου, κι’ ο άνθρωπος.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η κρύπτη

Ανακάλυψα πως η καρδιά μου
είναι μια κρύπτη
που μέσα της βρίσκεται το
παγκόσμιο εμβατήριο
της ειρήνης και πως
ο ήλιος χαμήλωσε
κι ακόμη δεν άδειασα
την κρύπτη σου, Κύριε.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η Ειρήνη της Δημιουργίας

Ο αέρας, ο ήλιος, η γης, το νερό, υφαίνονται
υφαίνουν τα κλώνια των δέντρων
δίχως ν' ακούγονται.
Το όνειρο, η λύπη, το φως, η ζωή, υφαίνονται
υφαίνουν την ποίηση μέσα μου
δίχως ν' ακούγονται.

Και μάλιστα, νιώθω κάτι πρόωρο
σήμερα. Φέτος θ' ανθίσω
πριν απ' τα δέντρα.

"Ποιήματα", τόμος 3ος, σελ. 232

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Κωστής Παλαμάς — Στον Δάσκαλο

Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ό,τι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίσ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,

Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Nazim Hikmet — Ύμνος στη ζωή

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νοιώθεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις σαν παιδί
να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’ απορείς
πώς αυτό το ωραίο τραγούδι
πώς αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή,
έχει γίνει φτηνή και τόσο πικραμένη
που είναι πονεμένη.

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να σου λεν καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις!
Απόδοση Γιάννης Ρίτσος

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος - Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου

Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς 
αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
Wheatfield with Crows, 1890 by Vincent Van Gogh
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, ΙΙΙ, εκδ. Κέδρος

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ὁ Ἀγρὸς τῶν λέξεων / Nikiforos Vrettakos: Τhe field of words

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλούδι, ὅμοια κ' ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ' τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ' ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ' τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι, συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

..................................

Τhe field of words
(translated by Marjorie Chambers)

Like the bee round a wild
flower, so am Ι. Ι prowl
continuously around the word.

Ι thank the long lines
of ancestors who moulded the voice.
Cutting it into links, they made
meanings. Like smelters they
forged it into gold and it became
Homer, Aeschylus, the Gospels
and other jewels.

With the thread
of words, this gold
from gold, which comes from the depths
of my heart, Ι am linked, Ι take part in
the world.
Consider:
Ι said and wrote, "Ι love."

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Pablo Neruda — Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις / I Like When You are Quiet (Me gustas cuando callas)

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ανάλυση του ποιήματος εδώ

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ο βράχος και η ποίηση

Παρ’ όλο
        που ακόμα, και τότε, καρδιά μου,
σα να κάνεις σεισμό, θα σειέται κάθε άνοιξη
                πάνω σου ο βράχος του.

Πώς να κλείσει κανείς μια πληγή με τα χέρια του;
       Θάναι σα να παλεύει με την ίδια τη γη.
Θάναι σα να ζητά ν’ αφαιρέσει απ’ την κίνηση
    μια της στροφή. Θάναι σα ν’ αντιστέκεται
               στο κράτος της μοίρας του.
                                                      Μπορείς να βροντάς
λοιπόν το ποτάμι σου, καρδιά μου, μπορείς,
   όσο που ο Κύριος να κυλήσει ένα βράχο,
να σου φράξει το στόμα που αναβρύζει απ’ την άβυσσο
                        αίμα και λάμψη.
                                                Παρ’ όλο
        που ακόμα, και τότε, καρδιά μου,
σα να κάνεις σεισμό, θα σειέται κάθε άνοιξη
                πάνω σου ο βράχος του.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Κώστας Βάρναλης — Πρωτομαγιά 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος*.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

*
Ο «Ναπολέος» του ποιήματος, που είναι «δυο μπόγια πάνου απ’ όλους, κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου» είναι βέβαια ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο άνθρωπος που με μια λέξη του μόνο μπορούσε να σώσει τη ζωή του, αλλά αρνήθηκε, αφού θα έμπαινε κάποιος άλλος στη θέση του. 
 
Η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη είναι κάτι σαν απάντηση, στην ιστορία που προχωρεί, στο μέγα ψεύδος μας, στο κενό μας: τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο νεοσύστατο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ο Σουκατζίδης καθώς ήξερε γερμανικά, χρησιμοποιούνταν ως διερμηνέας. Μια επίθεση των ανταρτών εναντίων του στρατηγού Κρεντς στους Μολάους, φέρνει την διαταγή να εκτελεστούν ως αντίποινα διακόσιοι κρατούμενοι. Λίγο πριν από το χάραμα της Πρωτομαγιάς του 1944 η Γερμανική Διοίκηση μαζεύει τους κρατούμενους και δίνει στον Σουκατζίδη να διαβάσει την διαταγή και τα ονόματα. Ο Σουκατζίδης διαβάζει’ στο όνομα 167 –το όνομά του- φωνάζει «Παρών» και δίνει τον κατάλογο στον Γερμανό υπαξιωματικό για να σταθεί στην πλευρά των μελλοθανάτων. Ο Φίσερ, διοικητής του Στρατοπεδου, κάνει νόημα στον Σουκατζίδη να μείνει στην θέση του. Εκείνος τον ρωτά: «Εάν εγώ γλυτώσω, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Ο Φίσερ του απαντά «έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους». «Άρα θα είμαι στη σειρά μου» του αντιγύρισε οι Σουκατζίδης. Ο Ψαθάς γράφει πως τότε «ο Φίσερ, το ανθρώπινο κτήνος, στάθηκε σε στάση προσοχής». Έτσι ο Ναπολέων Σουκατζίδης κράτησε τη σειρά του του στον κατάλογο των μελλοθανάτων, το νούμερο 167: ego sum qui sum…
Μια ώρα αργότερα, οι Διακόσιοι εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής τραγουδώντας κάτι ολότελα διαφορετικό από έναν εθνικό ύμνο. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά κι ήσαν όλοι στη σειρά τους – όλοι παρόντες.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος — Το σβησμένο φανάρι

Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
...............
θά ῾θέλᾳ - λέει - ν᾿ ἀφήσω στὸν καθένα σας αὐτὸ τὸ βλέμμα

τοῦ ἤρεμου θαυμασμοῦ μπροστὰ στὸ λιόγερμα. Θά ῾θέλᾳ ἀκόμη
νὰ σᾶς ἀφήσω τὸ περίλυπο ἄκουσμα
τῆς ἔρημης φωνῆς τοῦ ἰχθυοπώλη στὰ πρωινὰ τοῦ Ἰουλίου
καὶ τὸ βόμβο τῆς μέλισσας μέσα σ᾿ ἕνα τριαντάφυλλο
ἢ τὸ ἄηχο «ἄχ» μιᾶς λευκῆς πεταλούδας πλάι στὸ μὼβ λουλούδι.
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
κι ὡστόσο οἱ καθρέφτες διατηροῦν ἀνέπαφη
τὴν εἰκόνα τῆς θάλασσας, γι᾿ αὐτὸ γαλανίζουν τὰ σεντόνια
στὸ μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι τῶν νεκρῶν. Θά ῾θελα ἀλλὰ
τούτη τὴν ὥρα μὲ πρόλαβε ὁ Ἀόρατος,
ὁ Πανταχοῦ καὶ Πάντοτε Παρών, μοῦ ῾σβησε τὸ φανάρι
καὶ πιὰ δὲ βλέπω οὔτε νὰ δείξω τίποτα κι οὔτε νὰ περπατήσω.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ο ήλιος μου

Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω.
Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του
όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο
ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου
μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου,
πριν μου αφανίσουν την ψυχή να την κυκλοφορήσω
χέρι με χέρι μες στην νύχτα.

Ποιήματα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η προσβολή

«πίσω απ’ τις λέξεις μου» έλεγε «στέκονται όρθιοι όλοι
οι προσβλημένοι αυτού του κόσμου και χειρονομούν».

Κάθε που γίνονταν κακό, οπουδήποτε, αυτόν
έλεγε ότι πρόσβαλαν˙ κάθε φορά κρατούσε
το στήθος του σα να πληγώθηκε. Κι’ όταν μιλούσε,
«πίσω απ’ τις λέξεις μου» έλεγε «στέκονται όρθιοι όλοι
οι προσβλημένοι αυτού του κόσμου και χειρονομούν».
Κ’ έλεγε: «εμένα πρόσβαλες κι ας είμαι ο οποιοσδήποτε
σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο της γης –ένας πολίτης
σε μια πατρίδα ή κι απλώς ένας φιλοξενούμενος
κάτω απ’ του ήλιου τη σκηνή, δίχως πατρίδα.»
Ποιήματα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Απογύμνωση

Πιεσμένος στο χώμα, θα γυρίσω τις πλάτες μου να μη βλέπω
και έρποντας, έρποντας, θ’ αποσυρθώ στο καλύβι μου,
στο μέλλον μου, στη σκηνή μου, σε μια σταγόνα αέρος.

Όταν θα τελειώσουνε τα τραγούδια,
όταν η ποίηση θα χτυπήσει τα χέρια της
όπως όταν σημαίνει η τελευταία καμπάνα
μιας μέρας που τέλειωσε – τότε,
φτωχός, φτωχότατος άνθρωπος,
ένα με τα πράγματα και τις πέτρες,
θάχω βγάλει το ρούχο που μούδωσε ο Θεός,
το καπέλο που με προστάτευε, τα παπούτσια,
το ρολόι μου για το χρόνο,
το δαχτυλίδι του αρραβώνα μου.
Πιεσμένος στο χώμα, θα γυρίσω τις πλάτες μου να μη βλέπω
και έρποντας, έρποντας, θ’ αποσυρθώ στο καλύβι μου,
στο μέλλον μου, στη σκηνή μου, σε μια σταγόνα αέρος.

Τα ποιήματα ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Νίκος Καρούζος (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

Η εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΤ1 ήταν αφιερωμένη στον μεγάλο Έλληνα ποιητή και στοχαστή Νίκο Καρούζο. 
Η ταινία προσεγγίζει το ποιητικό έργο, τις φιλοσοφικές και κοινωνικές του αναζητήσεις, όπως και την προσωπικότητα του ποιητή. Μέσα από το δικό του λόγο, την ποίησή του, από τις απόψεις ανθρώπων του πνευματικού χώρου, όπως και από τις αφηγήσεις δικών του ανθρώπων, σκιαγραφείται η μεγαλειώδης μορφή του ανθρώπου και ποιητή.

https://www.youtube.com/watch?v=lOyHVq6YkGI&t=25s

Μίλτος Σαχτούρης, ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

        Τὸ ἐπεισόδιο τῆς ἐκπομπῆς «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» μὲ τῖτλο «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ» εἶναι ἀφιερωμένο στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ποιητῆ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ. 
Μίλτος Σαχτούρης. Έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη

        Τὸ Τρίτο Πρόγραμμα τῆς Ἑλληνικῆς Ραδιοφωνίας παρουσιάζει μιὰ ἀνέκδοτη ἠχογράφηση μὲ ἀναγνώσεις ποιημάτων τοῦ καλλιτέχνη. Ὁ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ Καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ ὁ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ μιλοῦν γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής του, τὰ θέματα καὶ τὶς εἰκόνες της. 
        Στὴ συνέχεια, ἡ κάμερα τῆς ἐκπομπῆς συναντᾶ τὸν καλλιτέχνη στὸ πατρικό του, στὴν ΚΥΨΕΛΗ. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴ θέση τῆς ποίησης στὴ ζωή του, τὶς ἀπρόβλεπτες συνθῆκες δημιουργίας τῶν ἔργων του, τὶς ἐπιρροές του, τὸ ρόλο τοῦ ποιητῆ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Ἀκολουθεῖ προβολὴ πλάνων ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀπονομῆς του κρατικοῦ λογοτεχνικοῦ βραβείου στὸν ποιητὴ γιὰ τὸ συνολικό του ἔργο καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ παλαιότερη συνέντευξη του, μὲ ἀναφορὲς στὰ νεανικά του χρόνια, στὶς σπουδές του, στὴ γνωριμία του μὲ τὸν ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ καὶ τὸ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ, στὶς ποιητικές του δημιουργίες, στὶς δύσκολες μέρες τῆς Κατοχῆς, στοὺς νεότερους ποιητές. 
        Ἔπειτα, ὁ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΔΗΣ περιγράφει τὴν στενή φιλία του μὲ τὸν καλλιτέχνη, ἀναλύει τὴν παρουσία του καθρέφτη στὰ ἔργα του καὶ τὸ συμβολισμό του, ἐνῶ ἀκούγονται μελοποιημένα ποιήματα του. Παράλληλα, διαβάζονται ἀποσπάσματα ἀπὸ γνωστὰ ποιήματἀ του καὶ προβάλλονται μεταφράσεις τους σὲ διάφορες γλῶσσες. 
        Στὸ τέλος τῆς ἐκπομπῆς, ὁ καλλιτέχνης ἐμφανίζεται καταβεβλημένος καὶ κουρασμένος νὰ ἀναπολεῖ στιγμὲς ἀπὸ τὸ παρελθόν του.

https://www.youtube.com/watch?v=5SV5ZA4p4T8

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Το παιδάκι του Βιετνάμ με το κομμένο πόδι

Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.
Το άλλο του πόδι δεν είναι εδώ ή εκεί,

δεν είναι στο δάσος, ή μέσα στο χώμα.
Το άλλο του πόδι είναι μες στην καρδιά μου,
λιώνει εκεί, γίνεται λόγος, γίνεται
η αυριανή μου φωνή. Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.

Τα ποιήματα Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Κεκλεισμένων των θυρών

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας.
Αυτή την τραχύτητα
των λέξεων, ψυχή μου, πώς τη μπορείς;
Χαμήλωσε τώρα, ή σώπασε,
όπως οι πέτρες, ή όπως
ο άλαλος πόνος, ή άλλαξε.
Γίνου κάτι άλλο. Κάτι σαν την αφή
του ήλιου στα δάχτυλα
του τυφλού.
                    Κλείσου τώρα και γνέσε,
μαλλί του ήλιου, το αίμα σου,
ζώσε τον κόσμο. Γίνου κλωστές,
ώρα να υφάνουμε.

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας. Γύρω από την
ερημιά της ελπίδας, χρειάζεται ο κόσμος
έναν ορίζοντα. Γίνου καθώς
απάνω απ’ τους λόφους κάποτε ο Μάης
βροχούλα μετάξινη:

παρηγορία και φως, στους ώμους
                του κόσμου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Λίνα Νικολακοπούλου — Δι’ ευχών

Πετούν γεράκια απ’ τις φωλιές
την τρομαγμένη μας ζωή να δουν εικόνα
σαν τις παλιές αμαρτωλές
που δεν τους στάθηκε αγκαλιά ούτε κρυψώνα
Κάτω απ’ την άρρωστη βροχή
στις εθνıκές των φορτηγών με τα ψυγεία
το μαύρο λάδι απ’ τη ψυχή
δεν καίει για κάτι που να μοιάζει μ’ ευλογία

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής
Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κοιτάω τον ήλιο απ’ το βουνό
κι οι δυναμίτες της ψυχής μου σπαν την πέτρα
που εγώ να τρέξω ξεκινώ
μες στης παγκόσμιας λογικής τα πέντε μέτρα

Με χαραγμένα τ’ αρχικά
όνομα και αίμα και φυλή κι αρχαία τείχη
και μ’ ένα δέμα ελληνικά
θα γράψω, κόσμε, τους χρησμούς μου με το νύχι.

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής

Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η ποίηση κ’ η ζωή

Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι ο ουρανός δεν τελειώνει. Όπως οι ώρες του Θεού
κ’ οι στροφές του πλανήτη μας. Οι ανταύγειες της
        ζωής,
διατηρούν το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο
θα πηγαίνει και θάρχεται η θάλασσα, όσο
θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο
θα δίνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο το χέρι τους,
θα υπάρχει κι η ποίηση.
                                    Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα
μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,
πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε
                μαζί με τα μάτια σου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ώρα 12 τη νύχτα

Το χαρτί, στο τραπέζι, το χέρι μου.
Περιμένω. Όπου νάναι, θ’ αρχίσουν να πέφτουν.
Η ψυχή μου, δεν είναι παρά
ένα σπήλαιο σιωπής, που από πάνω του κρέμονται
            αμέτρητοι
φωτεινοί σταλαχτίτες. Πόσοι αιώνες χρειαστήκαν
για να γίνουν δεν ξέρω – είναι τα ποιήματα
που έχω να γράψω.
                            Ξέρω πως όσα
είναι τα κύματα κι όσα τ’ αστέρια
είναι τα ποιήματα που έχω να γράψω.
Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Νικηφόρος Βρεττάκος — Μια καλημέρα από πολύ μακριά

Θὰ μοιάζω εἶν’ ἀλήθεια σὰν ἕνας
μικρὸς μεθυσμένος ἀνάμεσα
σ’ αὐτὸ τὸ στερέωμα.
                                        Ὅμως
ἀκοῦστε με: ἡ λέξη «ἀδελφὸς»
ξεπεράστηκε. Κ’ ἡ λέξη «εἰρήνη».
Κ’ ἡ λέξη «ἀγάπη». Σᾶς στέλνω ἀπ’ τὸ μέλλον
αὐτὸ μου τὸ ποίημα. Στὸ μέσο τῆς γῆς
            κρεμῶ ἕνα ἄστρο.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Λίγο πριν την νύχτα

31 Μαρτίου 1958
Νιώθω παράξενα σήμερα. Κάπως
        Έτσι περίπου:
                        Όπως όταν ανοίγει
ένα παράθυρο στον ήλιο κανείς,
        νιώθω σα ν’ άνοιξα
            μια τρύπα στη γη
        και φωτίζω τον Άδη.
Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
                                    Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
                                     Κι όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτιδίζαν δυο διάφανες
λίμνες: τα μάτια σου.
                                            Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πρίν να προφτάσει
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
        φώτα του ο κόσμος.
Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Νικηφόρος Βρεττάκος — Από την «Ωδή στον ήλιο» - Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, να την ξεκουράσουμε.

Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, 
να την ξεκουράσουμε. Ρίξε σαν κλωναράκι 
δαμασκηνιάς το γέλιο σου πάνω στο πρόσωπο σου, 
κράτα με το ένα χέρι σου το πλαστικό σου αρνάκι 
δείχνε με το άλλο γύρω σου ό,τι σου αρέσει, 
σήκωνε τα ματάκια σου. Παρ’ όλο που δεν είναι 
του σύμπαντος το κέντρο η γη, από πουθενά αλλού 
ο κόσμος του Θεού δεν φαίνεται καλύτερα. 

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἔξοδος

Κάποτε ὅλα τελειώνουν: θολά 
ποτάμια καί νύχτες. Ἀρκεῖ νά μπορέσεις 
νά σώσεις στό τέλος τήν ψυχή σου, καθώς 
ἡ μητέρα τό βρέφος της 
διαβαίνοντας 
                       μιά 
πυρκαγιά ἤ μιά θάλασσα.
"ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Διάλογος με τον κόσμο"

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θάνατος

Κάποτε λέγαμε πως θάνατος είναι
οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια -και τα παρόμοια.
Μετά ήρθανε χρόνια βαριά‧ είπαμε:
ο θάνατος είναι ένας Meister από τη Γερμανία-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας Αμερικανός πιλότος-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας άντρας που φτιάχνει
τη βόμβα
κι έπειτα απαγγέλλει στίχους του Μπαγκαβάντ Γκίτα
μπροστά στην κάμερα.
Ή ακόμη, το αγοράκι (πες το και κοριτσάκι,
αν θες -το ίδιο είναι)
που κουνά το σημαιάκι στην παρέλαση.

Μα ποτέ δεν είπαμε πως θάνατος είναι
το ενισχυμένο γάλα που δίνουμε στο μωρό μας
κλεμμένο από το στόμα ενός άλλου μωρού,
ενισχυμένο από τη φυσιολογική πείνα του.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θα σας περιμένω

Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει
στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο
της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.

Σ’ αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.

Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη
αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα
άντεξε, πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης — Η Αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                    η αποκριά.

Ανάλυση

        Ο Μίλτος Σαχτούρης ακολουθεί τη νεοϋπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητικός του λόγος, αν και δεν είναι προϊόν αυτόματης γραφής, παραμένει δύσκολος στην κατανόηση, καθώς ο Σαχτούρης δημιουργεί τα ποιήματά του παραθέτοντας εικόνες, πραγματικές ή μη, χωρίς ειρμό.
       Ο ποιητής θέλοντας να αποδώσει τη σκληρότητα της γερμανικής κατοχής, αλλά και τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου, θρυμματίζει τις εικόνες της πραγματικότητας που βιώνει. Παρά το γεγονός, πάντως, ότι η ανασύνθεση των εικόνων του ποιήματος, ώστε να δημιουργηθεί μια ιστορία με λογική αλληλουχία, είναι συχνά αδύνατη, τα ποιήματα του Σαχτούρη επιτυγχάνουν το σημαντικότερο, επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τη συναισθηματική ένταση του ποιητή.
       Σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η τυφλή βία κι ανθρώπινη ζωή δεν λογαριάζεται καθόλου, σε μια χώρα που συγκλονίζεται από έναν φονικό και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, ο ποιητής αδυνατεί να βρει λογικούς ειρμούς. Έτσι, στην ποίησή του αντικατοπτρίζεται ο πόνος των ανθρώπων κι η βαθιά τους απογοήτευση, καθώς βιώνουν το μίσος του πολέμου και τον παραλογισμό του εμφυλίου, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσουν αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις.
        Στην ποίηση του Σαχτούρη εκείνο που προέχει είναι η μετάδοση των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο πόνος, η απογοήτευση, αλλά και η πνευματική και ψυχική σύγχυση του ανθρώπου που αντικρίζει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους, οδηγώντας την πατρίδα τους στο χάος και την εγκατάλειψη. Ο ποιητής δεν μπορεί και δε θέλει να καταλάβει για ποιο λόγο αιματοκυλίζεται η χώρα του, κι αυτή την αδυναμία κατανόησης την αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων του.
        Το ποίημα «Η Αποκριά» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Σαχτούρη, με την ποιητική ιστορία να ξετυλίγεται άναρχα μέσα από εικόνες πραγματικές αλλά και φανταστικές.
Ο τίτλος του ποιήματος, αν και σε πρώτη ανάγνωση μας παραπέμπει στο εορταστικό έθιμο του μασκαρέματος, στην πορεία διευρύνεται νοηματικά και αποκτά συμβολικές διαστάσεις. Η αποκριά του ποιήματος δεν είναι μόνο μια πραγματική αποκριά, είναι παράλληλα και μια εξωλογική κατάσταση, μια μαγική αποκριά όπου οι συνθήκες και οι περιορισμοί της πραγματικότητας αίρονται. Ο παραλογισμός της εποχής ωθεί συχνά τον ποιητή να περνά πέρα από τον απτό πόνο της πραγματικότητας και να παρουσιάζει με μη ρεαλιστικές εικόνες το πόσο βαθιά έχουν επηρεαστεί οι άνθρωποι της εποχής του από το μίσος και τη φονική διάθεση που επικρατεί. Μιας και οι λέξεις δεν επαρκούν για να εκφράσουν την πληγή που έχει ανοίξει ο εμφύλιος στις ψυχές των Ελλήνων, ο ποιητής δημιουργεί απόκοσμες εικόνες που μεταδίδουν εναργέστερα το στοίχειωμα του μυαλού απ’ όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες.
        Ο τίτλος του ποιήματος παράλληλα αποδίδει την αλλαγή των ανθρώπων, την υιοθέτηση νέων ρόλων στα πλαίσια του πολέμου. Σε αντίθεση με το αθώο μασκάρεμα του εθίμου, ο εμφύλιος πόλεμος αναγκάζει τους ανθρώπους να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη αλλαγή της υπόστασής τους. Οι νέοι της εποχής γίνονται στρατιώτες, γίνονται φονιάδες, οι άμαχοι πολίτες και τα παιδιά τρέπονται σε τραγικά θύματα, χωρίς να έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι απέναντι στον κοινό εχθρό, γίνονται πια θανάσιμοι εχθροί.

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει


Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’ έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας. Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε δυσάρεστη εμπειρία.

Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές δολοφονίες του εμφυλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του, δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα, παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και τις γυναίκες.
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως, που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου. Τα παιδιά πετούν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής τους.

έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια


Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος -συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές. Το κρύο εκείνων των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής. Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας. Η γυναίκα αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου. Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της- αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’ το κρύο. Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της συμφοράς που προκαλούν.

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.


Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει...
.......................
η συνέχεια εδώ