Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών VI
... ετούτο σίγουρο απαγκιάζει στων δεντρών το κυριελέησον
με το μεγάλο τζάκι του για να κονεύουν οι φτωχοί και τ' άλογα
τα μουσκεμένα

La Charitén Jean-François Millet

Το σπίτι είναι ήσυχο, συγυρισμένο καθώς είναι τα μεγάλα διπλο-
σέντονα μες στο σεντούκι με λεβάντα.
Ο ήλιος το 'χει ασβεστωμένο μέσα κ' έξω κ' είναι ριζωμένα τα
θεμέλια του
μέσα στη δροσερή σιωπή του χρόνου.

Κάθε που τ' αστροπέλεκο ξύνει της ερημιάς τον καπνοδόχο
ετούτο σίγουρο απαγκιάζει στων δεντρών το κυριελέησον
με το μεγάλο τζάκι του για να κονεύουν οι φτωχοί και τ' άλογα
τα μουσκεμένα
με τ' αγκωνάρια του τα διλποσταυρωτά σαν πέτρινα καρβέλια
με τα δοκάρια του γερά σαν τις πλάτες του κύρη μας
κι όλο μοσκοβολάει οξυά, κυπαρισσόμηλο και κέδρο.

Με το λουλάκι τ' ουρανού βαφτήκαν τα σκουτιά και τα προσόψια
μας,
στη μέση στέκει το τραπέζι διάπλατο για τους μουσαφιραίους
ως στέκουν τα βουβάλια στη νεροποντή, και μας στους μύλους οι
μυλόπετρες.
Ό,τι ακουμπήσεις πάνω του φτουράει σα ναν το βλόγησε η υπο-
μονή της μάνας μας,
πληθαίνει το ψωμί και τα λαγήνια μας γεμίζουνε ρετσίνα
κι όταν αδειάζει το σκουτέλι ανάμεσα στα ψίχουλα του δείπνου
γίνεται το σκουτέλι μας καλοκαιριάτικο φεγγάρι ανάμεσα στ'
αστέρια.

Απάνου στους σουβάδες μένει ανέγγιχτος ο ίσκιος απ' τις γε-
νειάδες των παππούδων μα
ο ίσκιος απ' τις χατζάρες και τις καραμπίνες τους
οι ίσκιοι απ' τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως του
λύχνου
πρόβατα, γαϊδουράκια και γοργόνες προτού πέσουνε στο στρώμα.

Έτσι κ' οι τοίχοι του σπιτιού μα γίνηκαν σα φλωροκαπνισμένα
κονοστάσια —
εδώ η Μαρία κι ο Ιωσήφ κι ο Γιός τους κι ο Άλλος Πατέρας
που 'χει χοντρά μαλλιά σαν καραβόσκοινα και που κρατέι στα
χέρια του ένα τόπι
(ένα μεγάλο τόπι που 'χει απάνω του ζωγραφισμένη όλη την Πελο-
πόννησο)
πιο πέρα ο Μεγαλέξαντρος, η θεια-Παρασκευούλα κι ο Κολοκο-
τρώνης
κ' Εσύ αχνοφέγγοντας, Κυρά των Αμπελιών, πίσω απ' τα λιο-
δεντρα, πίσω απ' τα κυπαρίσσια,
σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια σ' όλων των εχθρών μας, μέσα
κ' έξω, τα λεφούσια.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών IV
... χώσε τα μάτια σου βαθιά μέσα στ' αστέρια...
... να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο.

Πάνου στο ελάτι πελεκήσαν την κολώνα σου οι βουνόζωστοι
πάνου στην πέτρα πελεκήσαν τη σιωπή σου οι θεριστάδες
τα περιστέρια σούφεραν χρωματιστά πεσκίρια
άσπροι λαγοί σου χάρισαν ένα ζευγάρι Απρίληδες
κι ο γλάρος μια κορδέλα φως σιδερωμένη απ' τα δελφίνια.
Σπετσιώτικα καράβια με τριπλά πανιά σου άναψαν τα μελτέμια
μπάρκα μονεβασίτικα σου στείλαν το φεγγάρι να λευκάνεις τα
προικιά σου
κι ο κοκοβιός τρεκλίζοντας σου κουβαλεί δυο δειλινά για πανω-
σέντονα
κ' έναν καθρέφτη γαλανό στο αλάτι σκαλισμένον.

Στρώσε ξανά στρώμα φαρδύ με δροσερά καλαμποκόφυλλα
χώσε τα μάτια σου βαθιά μέσα στ' αστέρια
έτσι που χώνεται το χέρι μες στ' αμπάρι με τα μύγδαλα
να μας φιλέψεις, άι, Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου
να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο.