Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Κική Δημουλά —Tο σπάνιο δώρο

Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.
Vincent van Gogh
Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Aφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Aς κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά 'ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Bάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν' ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Tυλίγονται άγρια
γύρω απ' τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Tίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.

(από το H εφηβεία της λήθης, Στιγμή 1994)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Τάκης Σινόπουλος — Το παράθυρο

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι πήραμε; τι χάσαμε;
Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας 
πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας 
με το μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.

Γιώργος Σεφέρης – Αφήγηση

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας1
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.
Vladimir Egorovic Makovsky:At the Bottle
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν, γυναίκες
που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.
Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία.
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά
μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω
τίποτε που να μην το συνηθίσατε·
προσκυνώ.

1940. Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄. Αθήνα: τυπ. Ταρουσόπουλου. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.


1. (Σημείωση του ποιητή) στ. 1 κ.ε. Είναι ένα σκίτσο grotesco του Ελπήνορα· ίσως μάλιστα να είναι αυτός ο πιο συγγενικός με τον ομώνυμο της "Κίχλης".

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης – Αναρωτιέμαι / Το παράπονο

Αναρωτιέμαι

«Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Μούτρα. Ν’ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα».

Οδυσσέας Ελύτης

Το παράπονο

Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.
Από τη συλλογή Τα Ρω του έρωτα (1972)