Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η Εκκλησία της Ειρήνης

Παραφορτώθηκε μόσχο η καρδιά μου
μα η μεγάλη εκκλησιά δεν λειτούργησε ακόμη. 
Περιμένω ν’ ακούσω κ’ εγώ τις καμπάνες της. 
Θαρρώ πως κουβάλησα μια πέτρα κ’ εγώ, 
που τώρα δε φαίνεται – το βλέπω απ’ τα χέρια μου 
που είναι σκισμένα – μια πέτρα που χτίστηκε, 
κάπου, στους τοίχους ή στα θεμέλια της.
Περιμένω κ’ εγώ, μπορεί να προφτάσω 
το μεγάλο πρωί που οι καρδιές των μητέρων 
θα βγάλουνε μες απ’ τους πόρους του στήθους τους 
άνθη καθώς οι βράχοι την άνοιξη. 

Περιμένω κοιτάζοντας, δίχως παράπονο, 
τον ήλιο που δένει τη γης με την ύπαρξη. 
Δεν είδα άλλο όνειρο. Πάντα μου σφύριζα τ
ο ίδιο τραγούδι – αν τυχόν δεν προφτάσω 
νάχω αφήσει τουλάχιστο τη φωνή μου στα χείλη 
των παιδιών: «αλληλούια…» 

Εγώ δε θα είμαι. Μπορεί να μην είμαι 
γι’ αυτό προσπαθώ να γράψω τουλάχιστο 
αυτό το βιβλίο. 
Ένα βιβλίο 
που θάναι σα νάκαμα άσπρες λαμπάδες 
την ψυχή μου και θάναι σα να τις άφησα 
δίπλα στην είσοδο. 

Ένα βιβλίο: 
Ν’ ακούγεται πάντα η καρδιά μου, καθώς 
ένα κύμα άνοιξης που έρχεται. 
Παραδίνω τον κόσμο μου. Παραδίνω τη γης, 
τον ήλιο ανατέλλοντα. Παραδίνω κινούμενο
το νερό. 
Τα δάση αναβράζοντα. Παραδίνω 
το στάρι, τα σταφύλια, τα άνθη. 
Τις πηγές μου απ’ όπου ανάβλυζε η ποίηση. 
Ένα βιβλίο: παράδοση 
και παραλαβή της αγάπης.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Μίλτος Σαχτούρης — Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της.

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Τάσος Λειβαδίτης — Αντίο

Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για
         να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα 'χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν
         μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά

κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους
         χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν
         ειπώθηκαν
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες,
          αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε
          πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την
         τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία
        ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ…

Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», (1985)