Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Δημοτική ποίηση - Του Νεκρού Αδελφού

Σολωμός Φραγκουλίδης, Του νεκρού αδελφού, 1977

Σαν να 'ταν χτες, μόλις χτες...
σαν να 'ναι σήμερα...
ακούω τον καλό μου δάσκαλο, της Ε' Τάξης του Δημοτικού, 
να μας απαγγέλει το παρακάτω ποίημα.

Σοβαρός και γλυκός άνθρωπος ο κ. Νίκος Ράπτης, έβαλε μέσα στην ψυχή, την καρδιά και το μυαλό μου την αγάπη για την Ποίηση, την αληθινή ποίηση.
Κάθε βδομάδα αφιέρωνε μια ώρα στην Ποίηση (εκτός αναλυτικού προγράμματος)
Όταν τέλειωσε την απαγγελία, δεν προχώρησε σε «ανάλυση».
Γιατί κλαίς; με ρώτησε μόνο....
Δεν έλεγε τίποτα. Περίμενε, όπως πάντα, εμείς να πούμε τη γνώμη μας, εμείς να εκφράσουμε τα συναισθήματα ή τις απορίες μας.
Ποιά είναι τα πρόσωπα;
Ποιό συμπαθήσατε, ποιό αντιπαθήσατε και γιατί;
Είδατε μπροστά σας τις σκηνές;.....
σε ευχαριστώ καλέ μου Δάσκαλε ....
η Αμπά

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Διαβάστε εδώ τις Βαλκανικές παραλλαγές του ποιήματος

Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.

«Του Νεκρού Αδελφού»




5
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10  Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15   αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20 αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
 
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25    βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30 το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35   Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40  «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45    Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
50   -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55  -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-  Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60   κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65   «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
-   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70  
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
75    βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80   «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;

-   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.


«Του Νεκρού Αδελφού» : Ανάλυση




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παραλογή του νεκρού αδελφού ανήκει στις παραλογές που σχετίζονται με τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το τραγούδι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής δημοτικής ποίησης και το βρίσκουμε σε διάφορες παραλλαγές στον Ελληνικό χώρο. Είναι γραμμένο σε πυκνό και λιτό λόγο. Το μέτρο των στίχων είναι ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο κάθε στίχος χωρίζεται σε δύο ημιστίχια: ένα οκτασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο. Π.χ. στ.1: Μάνα με τους εννιά σου γιους / και με τη μια σου κόρη. Οι στίχοι του ποιήματος δε χαρακτηρίζονται από ομοιοκαταληξία.

ΓΛΩΣΣΙΚΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ

ήλιος δε σου την είδε = Με τη φράση αυτή δηλώνεται η φροντίδα της οικογένειας για την τιμή, ασφάλεια και ομορφιά της κόρης.
προξενητάδες = Ο θεσμός του προξενιού, δηλ. του συνοικεσίου ήταν καθιερωμένος στον Ελληνικό χώρο. Οι προξενητάδες ήταν τα πρόσωπα που μεσολαβούσαν για τη σύναψη ενός γάμου.
Βαβυλώνα = Πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας. `Ηταν χτισμένη πάνω στην αριστερή όχθη του ποταμού Ευφράτη. Οι Βαβυλώνιοι στην αρχαιότητα είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό και είχαν αποκτήσει πολύ πλούτο. Γνωστοί είναι οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Κριτής = εγγυητής
ανέσπα τα μαλλιά της = Τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες εκδήλωναν τον πόνο τους.
κατάρα = ευχή με αρνητικό περιεχόμενο. Η κατάρα εκτοξεύεται ενάντια σε κάποιον για να του συμβεί κάτι κακό.

ΔΟΜΗ

Το ποίημα χωρίζεται σε οκτώ ενότητες:

1η Ενότητα στ.1-5: Η οικογένεια και η ομορφιά της κόρης.
2η Ενότητα στ.6-17: Οι προξενητάδες, το οικογενειακό συμβούλιο, η διχογνωμία, ο όρκος του Κωνσταντίνου και η επικράτηση της γνώμης του να παντρευτεί η Αρετή στα ξένα.
3η Ενότητα στ.18-28: Το θανατικό, ο θρήνος της μάνας, οι κατάρες της μάνας προς τον Κωνσταντίνο που δεν κράτησε τον όρκο του.
4η Ενότητα στ.29-32: Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου και η εκπλήρωση του όρκου.
5η Ενότητα στ.33-41: Η άφιξη του Κωνσταντίνου στη Βαβυλώνα,
η συνάντηση με την Αρετή.
6η Ενότητα στ.42-65: Διάλογος ανάμεσα στα πουλιά, την Αρετή και τον Κωνσταντίνο.
7η Ενότητα στ.66-8: Η άφιξη στο χωριό τους, η εξαφάνιση του Κωνσταντίνου, η αναγνώριση μάνας και κόρης.
8η Ενότητα στ.8: Η υπέρτατη χαρά των δυο γυναικών σφραγίζεται με το θάνατο.

ΑΝΑΛΥΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Τα βασικά θέματα της παραλογής αυτής είναι οι δεσμοί της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου, η μοίρα, ο ξενιτεμός, η δύναμη της κατάρας, ο θάνατος και η μεταβολή της τύχης.

Το ποίημα αρχίζει με την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας. Τα μέλη που αποτελούν την οικογένεια αυτή είναι έντεκα: η μάνα, οι εννέα γιοι και η μονάκριβη κόρη. Δεν γίνεται καθόλου αναφορά στον πατέρα. Προφανώς να έχει πεθάνει. Το ενδιαφέρον των πρώτων στίχων εστιάζεται στην εξαιρετική ομορφιά της κόρης, η οποία προς το παρόν μένει ανώνυμη. Η ομορφιά της κόρης είναι η αιτία για την οποία καταφθάνουν προξενητάδες από τη Βαβυλώνα για να την πάρουν στα ξένα. Τώρα η κόρη αποχτά το όνομα της: Αρετή, διότι θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη του ποιήματος.

Εισάγεται λοιπόν και το στοιχείο του γάμου, το οποίο συνδέεται στενά με τον ξενιτεμό της κόρης. Η ευτυχία της οικογένειας αναταράζεται. Το οικογενειακό συμβούλιο συσκέπτεται. `Αλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης, η ίδια δεν έχει γνώμη. Οι γνώμες διχάζονται. Οι οχτώ γιοι και η μάνα δε θέλουν να δώσουν την κόρη σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θέλει να τη δώσει. Ο διάλογος Κωνσταντίνου και μάνας κάνει τη σκηνή πολύ παραστατική. Δίνονται άμεσα τα επιχειρήματα του γιου και οι δισταγμοί της μάνας. Ο καθένας σκέφτεται το δικό του συμφέρον. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είναι ταξιδευτής, θέλει να έχει κάποιον δικό του στα ξένα. Η μάνα από την άλλη, στηρίζεται πάνω στην κόρη για τις δύσκολες ώρες. Τελικά θα επικρατήσει η γνώμη του Κωνσταντίνου, ο οποίος είναι πιθανότατα ή ο μικρότερος γιος και ο αγαπημένος της μάνας ή ο μεγαλύτερος που έχει πάρει τη θέση του πατέρα.

Ο Κωνσταντίνος ορκίζεται στον ουρανό και στους αγίους ότι αν έρθει μια δύσκολη στιγμή, όπως αποφαίνεται η μάνα, αυτός θα πάει και θα φέρει την Αρετή κοντά στη μητέρα της. Ο όρκος αυτός είναι ιερός και δένει τον Κωνσταντίνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η δύναμη του όρκου είναι πολύ μεγάλη. Εάν ο όρκος δεν εκπληρωθεί τότε κλονίζονται οι αξίες που μπήκαν εγγυητές για την τήρηση του.

Αφού πέρασε αρκετός καιρός, έπεσε στην οικογένεια θανατικό και τα εννέα αδέρφια πέθαναν. Τότε η μάνα απόμεινε μοναχή, αφού η μοναχοκόρη της η Αρετή ήταν παντρεμένη στα ξένα. Η μάνα κλαίει και θρηνεί σ’ όλα τα μνήματα. Στο μνήμα όμως του Κωνσταντίνου τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την ερημιά και την κατάντια της, οδύρεται, μαλλιοτραβιέται και τον αναθεματίζει. Ο μονόλογος της μάνας πάνω στο μνήμα, σε χρόνο παρατατικό είναι ένα ανακάλεσμα του νεκρού. Τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Τότε ο Κωνσταντίνος ανασταίνεται για να εκτελέσει την υπόσχεση του. Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου παρόλο που εντάσσεται σ’ ένα χώρο υπερφυσικό γίνεται με τρόπο εντελώς φυσικό. Ο Κωνσταντίνος βγαίνει από τον τάφο, καβαλικεύει το άλογο του και ξεκινά για τη Βαβυλώνα, για να φέρει πίσω την κόρη. Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών συνδέεται συνήθως με κάτι κακό. Ο νεκρός βγαίνει από το μνήμα για να πάρει εκδίκηση. Ο Κωνσταντίνος όμως, στην παραλογή ανασταίνεται για να εκτελέσει ένα καλό σκοπό, μια υπόσχεση που είχε δώσει παλιά.

Ο Κωνσταντίνος φθάνει στην Αρετή. Τώρα η αφήγηση μπαίνει σε χρόνο ενεστώτα, για να ζωντανέψει τη σκηνή. `Ενας διάλογος αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο αδέλφια. `Ενας διάλογος περιττός γιατί τα άστοχα ερωτήματα της Αρετής παραμένουν αναπάντητα. Σκοπός του διαλόγου είναι η επιβράδυνση της υπόθεσης και η αύξηση της αγωνίας.

Την ανεβάζει λοιπόν στο άλογο του και ξεκινούν. Στο δρόμο τα πουλιά βλέπουν το παράξενο ζευγάρι με έκπληξη, θαυμασμό και απορία. Παίρνουν ανθρώπινη μιλιά και εκφράζουν την απορία τους. Τα λόγια των πουλιών επαναλαμβάνονται σαν ερωτήματα από την Αρετή προς τον αδελφό της. `Ομως ο Κωνσταντίνος δεν της αποκαλύπτει την αλήθεια, αλλά βρίσκει διάφορες παραπλανητικές απαντήσεις. Η Αρετή, όμως, υποψιάζεται την αλήθεια. Και ο διάλογος αυτός επιβραδύνει την υπόθεση.

Η αφήγηση συνεχίζεται σε χρόνο ενεστώτα. Τα δύο αδέλφια φθάνουν μπροστά από την εκκλησία. Ο νεκρός Κωνσταντίνος εξαφανίζεται. Μπορούμε να δώσουμε δύο ερμηνείες: είτε γιατί οι «δαίμονες» εξαφανίζονται μπροστά στα σύμβολα της θρησκείας, είτε γιατί έχει εκτελέσει πια την υπόσχεση του. Η Αρετή τώρα καταλαβαίνει. Βλέπει το ερημωμένο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και ακούει την απελπισμένη φωνή της μητέρας της. Η Αρετή της αναγγέλλει την άφιξη της και γίνεται η αναγνώριση. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζονται γεμάτες χαρά και συγκίνηση. Η χαρά όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ. Ο θάνατος θα έρθει να πάρει τη θέση της.

Το θέμα του θανάτου κυριαρχεί σε όλο το τραγούδι. Καθορίζει την εξέλιξη της υπόθεσης. Από την αρχή κιόλας θα έρθει να αναστατώσει και να καταστρέψει την ευτυχία της οικογένειας. Στο τέλος του ποιήματος δεν απομένει απολύτως τίποτε από την οικογένεια αυτή.

ΙΔΕΕΣ

Οι ισχυροί δεσμοί της οικογένειας φέρνουν την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή μπορεί να καταστραφεί μόνο με το θάνατο.
Η μοίρα της κόρης καθορίζεται από τα μέλη της οικογένειας της.
Ο ξενιτεμός πρέπει να αποφεύγεται, διότι τις περισσότερες φορές προκαλεί δυστυχία.
Ο όρκος έχει μεγάλη δύναμη.
Ο θάνατος μπορεί να μεταβάλει τα πάντα.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

(Από «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Β΄ Λυκείου, σελ. 27)

1. Ποιες σκέψεις και διαθέσεις σας υποβάλλουν οι επτά πρώτοι στίχοι;

Μέσα από τους επτά πρώτους στίχους μπορούμε να συμπεράνουμε πως λειτουργούσε ο θεσμός της οικογένειας. Είναι εμφανές ότι μόνο τα αρσενικά παιδιά έχουν τη δυνατότητα να φέρουν γνώμη. Στην προκειμένη περίπτωση καταφθάνουν προξενητάδες από τη Βαβυλώνα για να ζητήσουν την κόρη σε γάμο. `Αλλοι είναι, όμως, αυτοί που θα αποφασίσουν για τη μοίρα της κοπέλας, της ίδιας δεν της πέφτει λόγος. Είναι χαρακτηριστικό του λαού η οικογένεια να αποτελείται από πολλά μέλη και οι άντρες να θεωρούνται οι στύλοι του σπιτιού. Τις γυναίκες τις φρόντιζαν έτσι ώστε να διατηρούν την τιμή τους και το καλό τους όνομα. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι, αλλά ασχολούνταν με δουλειές του σπιτιού. Είναι ολοφάνερη η υποτίμηση της κοινωνίας προς τις γυναίκες. Παρόλα αυτά μας δίνεται η εικόνα μιας ευτυχισμένης οικογένειας, η οποία κερδίζει από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια μας.

2. Τι φανερώνει η συζήτηση στο οικογενειακό συμβούλιο (α) για τον τύπο της οικογένειας και (β) για τις αντιλήψεις των μελών της οικογένειας;

(α) Η συζήτηση στο οικογενειακό συμβούλιο φανερώνει το δημοκρατικό χαρακτήρα της οικογένειας. `Εχουν όλοι-εκτός βέβαια από την ίδια την κόρη, της οποίας η γυναικεία φύση δεν της επιτρέπει να έχει λόγο-το δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη για το θέμα.

(β) Οι αντιλήψεις της οικογένειας για τη θέση της γυναίκας είναι φανερές, εφόσον δεν έχει το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κάτι που αφορά την ίδια. Επίσης βλέπουμε ότι η μοίρα της κοπέλας καθορίζεται ανάλογα με τα συμφέροντα της οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος που είναι ταξιδευτής θέλει να παντρέψει την αδελφή του στην ξενιτιά για να έχει ο ίδιος δικούς του ανθρώπους στα ξένα. Η μάνα, από την άλλη, σκέφτεται ότι αν φύγει η κόρη της μακριά δεν θα έχει κανένα κοντά της αν συμβεί κάτι κακό.

3. Ποιος ο ρόλος του όρκου μέσα στο τραγούδι;

Ο όρκος κατέχει κεντρική θέση μέσα στο ποίημα. Καθορίζει την εξέλιξη της υπόθεσης. Με τον όρκο του ο Κωνσταντίνος κατορθώνει να επικρατήσει στο οικογενειακό συμβούλιο η δική του άποψη και έτσι η Αρετή παντρεύεται στα ξένα. Ο όρκος επομένως καθορίζει τη μοίρα της κόρης. Στη συνέχεια, μετά το θανατικό που πέφτει στην οικογένεια, ο όρκος προκαλεί το ανακάλεσμα και την ανάσταση του Κωνσταντίνου ο οποίος έρχεται για να εκπληρώσει την υπόσχεση του.

4. Ποια σημάδια βοηθούν την Αρετή να συνειδητοποιήσει σταδιακά ότι ο αδελφός της είναι πεθαμένος;

Η Αρετή συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι ο αδελφός της είναι νεκρός. Τα σημάδια που τη βοηθούν είναι:

ο θαυμασμός, η απορία και τα λόγια των πουλιών.
η μυρωδιά από λιβάνι, που αναδύεται από το νεκρό.
το ότι ο αδελφός της έχει χάσει τα μαλλιά του, το μουστάκι του και γενικότερα την ομορφιά του.
η εξαφάνιση του νεκρού αδελφού της μπροστά στην εκκλησία του χωριού, το βρόντημα της πλάκας και το βουητό του χώματος.

5. Το τραγούδι κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. τον κόσμο του πραγματικού και τον κόσμο του φανταστικού. Να βρείτε πώς συνυφαίνονται οι δυο αυτοί κόσμοι, αφού επισημάνετε τα σχετικά χωρία.

Το τραγούδι κινείται στον κόσμο του πραγματικού μέχρι και το στίχο 28. `Επειτα περνούμε στο χώρο του υπερφυσικού μ’ έναν τρόπο εντελώς φυσικό: «Από το μυριανάθεμα … να της τη φέρει». Ο Κωνσταντίνος ανασταίνεται από τις κατάρες της μάνας. Σηκώνεται από το μνήμα για να εκπληρώσει τον όρκο του. Το τραγούδι θα συνεχίσει να κινείται στο χώρο του φανταστικού μέχρι και το στίχο 68. Μέσα σ’ αυτούς του στίχους βλέπουμε με την ίδια φυσικότητα τα πουλιά να αποκτούν μιλιά και να απορούν με όσα βλέπουν: «ποιος είδε κόρην όμορφην να σέρνει ο πεθαμένος», «Δεν είναι κρίμα … τους αποθαμένους! «, «για ιδές … ο πεθαμένος!». Οι απαντήσεις όμως του Κωνσταντίνου επικαλούνται την πραγματικότητα: «Απρίλης … φωλεύουν», «εχτές βραδίς … λιβάνι», «`Εχω καιρό … τα μαλλιά μου». Από το στίχο 69 το τραγούδι κινείται και πάλι στο χώρο του πραγματικού.

6. Από τα στοιχεία του τραγουδιού να βρείτε μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των παραλόγων, ως προς το θέμα και τη μορφολογία.

`Οσον αφορά το θέμα είναι βασικό χαρακτηριστικό των παραλογών να έχουν δραματικό περιεχόμενο. Επίσης είναι χαρακτηριστικό να περιέχουν λαϊκές δοξασίες και μύθους που προέρχονται από τα πολύ παλιά χρόνια.

`Οσον αφορά τη μορφή είναι χαρακτηριστικό των παραλογών να μοιάζουν με παραμύθια και να έχουν πυκνή δράση. Επίσης σημαντική είναι η αφήγηση και η θεατρικότητα.

Πηγές: odyssey
ipaideia