Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Θυμάμαι τον Τάσο Λειβαδίτη...

Γράφει ο Γιώργος Δουατζής

Αν ζούσε σήμερα (2013) ο Τάσος Λειβαδίτης, θα ήταν ενενήντα ετών. Πέρασαν ήδη είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατό του. 
Ο Λειβαδίτης αποτελεί την σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος κατάφερε να ταυτίσει το έργο με τη ζωή του, δίνοντας μαθήματα ταπεινότητας και πολλή αγάπη στους ανθρώπους.
Έζησε μια ζωή πολυτάραχη, με βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα.

Ρούφηξε τη ζωή και γεύτηκε χαρά, λύπη, ελπίδα, απογοήτευση, αγώνα, ήττα, συλλογικότητα, απόλυτη μόνωση, διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, βύθιση στους σκοτεινούς κόσμους της θλίψης, απόγνωση, προπηλακισμούς, λοιδορίες, επιβραβεύσεις, έρωτες, αναγνώριση, πολλή αγάπη και βαθιά εκτίμηση. Ήταν η σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, που υπηρέτησε με τη στάση του ένα ολόκληρο σύστημα αξιών ζωής, το οποίο οικοδόμησε και στήριξε με την Ποίηση του.

Η γνωριμία
Νεαρός στα δεκαοχτώ μου, του τηλεφώνησα: «Λέγομαι Γιώργος Δουατζής και νομίζω ότι γράφω ποιήματα. Θα μπορούσατε να τα δείτε;» 
Απάντηση: «Μεγάλη μου τιμή κύριε Δουατζή». Σκέφτηκα ότι με κοροϊδεύει. Του άφησα χειρόγραφα και σε μία εβδομάδα μου τηλεφώνησε ορίζοντας συνάντηση κάτω από το σπίτι του στην οδό Αχαρνών 35. 
Πήγα γεμάτος αγωνία. Με έπιασε αγκαζέ και με οδήγησε στο αγαπημένο του ουζερί. Εκεί άκουσα μια μοναδική διάλεξη για την ελληνική ποίηση από την αρχαιότητα έως εκείνη την εποχή, δείγμα του γνωστικού εύρους του. 
Αφού μου έκοψε με την πρώτη τον πληθυντικό, ανακάλυψα έκπληκτος ότι είχε σημειώσεις σε κάθε ποίημα που του είχα δώσει και σελίδα τη σελίδα μου μίλησε για τα γραπτά μου. 
Εκμυστηρεύτηκα ότι ένιωσα πως με κορόιδεψε με το: «μεγάλη μου τιμή κύριε Δουατζή». 
Αντέδρασε άμεσα: «Είναι πολύ τιμητικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι δικαιολογία ύπαρξης. Όταν κάποτε συμβεί αυτό και σε σένα, θα καταλάβεις». Πού να φανταζόμουν τότε, πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια…

Η Δραπετσώνα
O Mίκης Θεοδωράκης, μου είχε διηγηθεί ότι στην πρώτη οκταετία του Kαραμανλή αποφασίστηκε να γκρεμιστούν τα προσφυγικά σπίτια στην Δραπετσώνα. Η άμεση αντίδραση ήταν συγκέντρωση διαμαρτυρίας των κατοίκων με συναυλία του Μίκη. 
O Θεοδωράκης είχε τη μουσική ενός τραγουδιού στο μυαλό του. Τηλεφώνησε στον Λειβαδίτη και του έδωσε τις συλλαβές, τατα τατατα τα κλπ, του ζήτησε να γράψει άμεσα στίχους να ντυθούν με τη μουσική του, ώστε το νέο τραγούδι να παιχτεί την επομένη. 
Tην επομένη τραγουδήθηκε η Δραπετσώνα στη συναυλία από τον Mπιθικώτση, και έμεινε ως ένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.

Η προσφορά
Επί τριάντα χρόνια, με μια διακοπή στη διάρκεια της δικτατορίας, έγραφε στην εφημερίδα Αυγή, κριτικές για νέους ποιητές. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα ενθάρρυνσης των αξίων. Σε περίοδο μεγάλης ένδειας, τον περίμενε η γυναίκα του Μαρία να γυρίσει από τον εκδότη του, με τα λίγα χρήματα από τα ποσοστά του. Μπαίνει ο Τάσος σπίτι, αυτή τον ρωτάει: 
«Πόσα χρήματα έφερες Τάσο;» 
Αυτός σκύβει το κεφάλι και της λέει: 
«Τα έδωσα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». 

Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική και εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του. Δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο ποιητής που έγραψε: «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί».

Η φιλαρέσκεια
Πάντα κομψός, με το φουλάρι στο λαιμό, γιλέκο, συχνά καπέλο, όμορφος. Και γυναικοκατακτητής πρώτης. 
Ήταν άρρωστος στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο της Αθήνας και πήγα να τον επισκεφθώ. Μόλις του είπε η γυναίκα του ότι ήμουν εκεί, κουκουλώθηκε ολόκληρος με το σεντόνι και μου φώναξε: «Φύγε. Δεν θέλω να με δεις έτσι χάλια».

Τα κόκκινα παπούτσια
Την εποχή της μεγάλης φτώχειας, αγόρασε παπούτσια κόκκινα της φωτιάς, που τα πουλούσαν πάμφθηνα διότι κανείς δεν τα αγόραζε. Για να διακωμωδήσει την επιλογή του, όταν τον έβλεπε κάποιος γνωστός, άρχιζε να χορεύει και φώναζε: 
«Δες, πήραν τα πόδια μου φωτιά!»

Η αγάπη
Αγαπούσε τον άνθρωπο. Όλους τους ανθρώπους. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δε μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα - σκοπό του στρατοπέδου έγραψε: 
«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».
Σεμνότητα
Δεν μίλησε σε μέσο ενημέρωσης ποτέ. Ως δημοσιογράφος, τον πίεζα επί πολλά χρόνια, να μου δώσει συνέντευξη. Αντιστεκόταν και η απάντηση πάντα ίδια: 
«O δημιουργός μιλάει με το έργο του». Σε περίοδο μεγάλης ανέχειας, περπατούσε προς το σπίτι του και άλλαξε πεζοδρόμιο περνώντας απέναντι. Στην ερώτηση, γιατί λοξοδρόμησε, είπε: 
«Μου χρωστάει ο χασάπης εκατό δραχμές και δεν θέλω να νομίσει ότι πέρασα για να του το θυμίσω».

Το τέλος

30 Οκτωβρίου 1988. Στο Γενικό Κρατικό Αθηνών. Υποβλήθηκε σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας πέντε ωρών η καθεμία, που όμως δε μπόρεσαν να αποτρέψουν το τέλος. Όσοι βρισκόμαστε εκεί δεχτήκαμε την είδηση βουβά. Ήταν μια διάχυτη βουβή οδύνη. Θυμάμαι, φύγαμε από τον προθάλαμο του χειρουργείου, για να βρει μια γωνιά ο καθένας μόνος, να τον αποχαιρετίσει με ένα δάκρυ.

Σημείωση: Το κείμενο του Γιώργου Δουατζή πρωτοδημοσιεύθηκε στο τχ. 16 του περιοδικού Νέα Ευθύνη.