Σ’ εκείνους που μέσα σε θυελλώδεις
νύχτες εξεγέρσεων ψάχνουν
για ένα φεγγάρι παιδικό
σ’ αυτούς που δεν τους έμεινε καιρός,
σ’ εκείνους που τους ξέχασαν
στη
γλυκύτητα του ύπνου όταν όλοι μας είχαν εγκαταλείψει
στους καθρέφτες που κοιταχτήκαμε, στις
θάλασσες που δε θα
ταξιδέψουμε
στα μονοπάτια που περπατήσαμε
ερωτευμένοι κι ίσως να μην
ξαναγυρίσαμε από τότε
στη Μοίρα, στην ωραία νεότητα, στους
διαβάτες
(κι εγώ πού πήγαινα; κ’ ήταν τόσα
πολλά αυτά που ζήτησα; Μα
τώρα είναι
αργά – ώρα να φεύγω)
στ’ αποδημητικά πουλιά, στις
ατμομηχανές που κουράστηκαν κι
έγειραν το πλευρό να κοιμηθούνε
στις καλαμποκιές όταν τις λούζει το
φεγγάρι, στα κορίτσια που
βγάζουν το φουστάνι τους για να μπουν στον
ουρανό,
στην αλληλογραφία ενός αγγέλου μ’
ένα παιδί, σ’ εκείνους που
άργησαν, σ’
αυτούς που δεν θα ξανάρθουν
στη γυναίκα
που ρίχνει τα χαρτιά, στον γέρο που κλαίει
στην
Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοντας το πιο μικρό ποίημα.
στη φευγαλέα στιγμή που έζησε ένας
άνθρωπος ζώντας
μια ολόκληρη ζωή…
Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου", Α (1990)