Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Ιωάννης Πολέμης — «Ω! πόσο ωραίο είναι το φως»!

Είπεν Εκείνος, που ζωή και φως αιώνιον είναι.
Healing the man born blind by Jesus Christ
Vasily Surikov
 — «Στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ σύρε, τυφλέ, και πλύνε 
τ΄ άφωτα μάτια σου». Και να, πριν καν προφτάση ακόμα
να πλύνη από την όψη του το λασπωμένο χώμα,
ζωής ποτάμι ανάβρυσε, φωτός πλημμύρα εχύθη
στη διψασμένη του ψυχή, στα σκοτεινά του στήθη
κι έκραξ΄ ολόχαρος, ψηλά σηκώνοντας τα χέρια:

 — «Ω! πόσο ωραίο είναι το φως! Πώς αγκαλιάζει ακέρια
την πλάση! Πώς χωρίζονται τα χρώματα μπροστά του!

Αυτή είν΄ η γη, που ξέφευγε τα βήματά μου κάτου;
Αυτοί είν΄ οι κάμποι, τα βουνά, τα δέντρα; Αυτή είν' η μέρα,

Που μες στη νύχτα τη βαθιά την άκουγα; ω μητέρα,
εσύ ΄σαι, που μ΄ εγέννησες και μ΄ έκανες να νιώσω

πόσο γλυκιά θάν' η ζωή για όσους τη βλέπουν, πόσο
πικρή γι΄ αυτούς, που την ακούν βαθιά φυλακισμένοι

στα κάτεργα της σκοτεινιάς, ξένοι στον κόσμο, ξένοι,
πίσω απ΄ αδιάβατο βουνό με δίχως μονοπάτια!
Ω μάτια, που με βλέπετε και που σας βλέπω, ω μάτια,
Θρόνοι, που κάθεται η ψυχή στα δυο σας μοιρασμένη
κι αναγαλλιάζει λαμπερή κι αθανασία προσμένει

ω μάτια, που με τη ζωή με δένετε με τόσα,
με τόσα νήματα χρυσά, μ΄ όσες ματιές, ποια γλώσσα

μας λέει όσα μας λέτε σεις δίχως φωνή και λέξη;
ποιο στόμα, ροδοστέφανα χαμόγελα κι αν πλέξη,

μας δείχνει τη χαρά, όσο σεις σε μια σας λάμψη μόνο;
ποιος στεναγμός και ποια κραυγή θα δείξουν τόσον πόνο
όσο ένα δάκρυ σας βουβό; ποιο βελουδένιο χέρι
ξέρει τα χάδια της ψυχής, που μια ματιά σας ξέρει;

Ω μάτια, που φωτίσατε τ΄ άβουλα βήματά μου,
ω μάτια, εσείς, που φέρνετε τα χέρια μου με τάξη,
όπου η ψυχή μου ορέγεται κι ο νους όπου προστάξη!
ω μάτια, που με βλέπετε κι ω μάτια που σας είδα,
ζωή κι αγάπη και χαρά και απαντοχή κι ελπίδα 

όλα είν' ωραία και ποθητά κι είν' όλα αγαπημένα,
όλα είν' ωραία μαζί με σας, χωρίς εσάς κανένα!...»

Τέτοια ο τυφλός, ο πριν τυφλός, βαδίζοντας ελάλει
ως τη στιγμή, που απήντησε το Ναζωραίο και πάλι.

Κι είπεν Εκείνος, που ζωή και φως αιώνιον είναι:
 — «Εγώ σου χάρισα το φως, τυφλέ, σκέψου και κρίνε 
ποιος είμαι». Κι είπε ο τυφλός: «Και θέλει σκέψη τάχα;
ποιος άλλος κυβερνάει το φως, παρά ο Θεός μονάχα