Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο
«Τώρα ζητάνε να πάψω να τραγουδάω.
Μα εγώ δεν είμαι πια ποιητής.
Εγώ τραγουδάω
όπως περπατάει ένα ποτάμι
όπως τινάζεται στον αέρα ένα βουνό.
Τραγουδάω όπως γεννιέται κανείς
όπως πεινάει
όπως κρυώνει.»

The Little Drummer Boy
Γράφτηκε όταν κατασχέθηκε το βιβλίο
 Αδέλφια
απόψε δεν είμαι πια ποιητής.
Μου απαγορεύουν να ‘μαι ποιητής.
Απόψε είμαι ένας παράξενος, ύποπτος τύπος, που γυρίζει
στους δρόμους
της απέραντης πολιτείας
μέσα στη νύχτα
παίζοντας ένα μεγάλο ταμπούρλο
τρομάζοντας τους νυχτοφύλακες που αποκοιμήθηκαν
κάνοντας να γαβγίζουν τα σκυλιά
παίζοντας για δυο δεκάρες στα καπηλειά βαριά λαϊκά τραγούδια
δυνατά
όλο πιο δυνατά
κάνοντας να τραντάζεται μες στο σκοτάδι και να τρέμει
ολάκερη η πολιτεία.

Γιατί λοιπόν θέλετε να μιλήσει ένας ποιητής;
Αν ήμουν ανθρακωρύχος θάσκαβα οχτώ ώρες τη γη
ανεβάζοντας σαν ένα βρέφος ψηλά στον ήλιο
το κάρβουνο.
Αν ήμουν αχθοφόρος θα κουβάλαγα στην πλάτη μου το μπετόν
βοηθώντας να χτιστεί αυτός ο κόσμος που ζούμε.
Είμαι ποιητής
και αποστολή μου έχω να τραγουδάω τον λαό μου.
Το τραγούδι μου είναι ένα κούτσουρο χοντρό
που πάνω του βράζουν το τσουκάλι τους οι αγωγιάτες
είναι ένα κουρέλι μάλλινο
για να τυλίξει ο οδοκαθαριστής τα κρυοπαγημένα πόδια του
το τραγούδι μου κουβαλάει νερό στους διψασμένους εργάτες
   των δρόμων
μοιράζει γράμματα από το μέλλον στους ισοβίτες του Ιτζεδίν.


Δεν είμαι κι εγώ παρά ένα μικρό ψηφίο
μες στην παγκόσμια λέξη:
Λευτεριά.

Εμείς δεκαπέντε χρόνια τώρα πεινάμε
δεκαπέντε χρόνια κρυώνουμε
δεκαπέντε χρόνια μας σκοτώνουν και δεκαπέντε χρόνια ελπίζουμε.
Δεκαπέντε χρόνια τραγουδήσαμε και ζήσαμε.
Πούναι, λοιπόν, τα δικά σας τραγούδια;

Όποιος δεν τραγουδάει
πεθαίνει.

Χρόνια γεμάτα γεγονότα
γεμάτα σκοτωμένους, ανατιναγμένα τρένα, πανικό
γεμάτα πυρκαγιές, σημαίες, καταδότες και τραγούδια.
Χρόνια ταρακουνημένα απ’ τα μπρούτζινα χέρια του λαού.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα κ’ εγώ να υπάρχω.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έμαθα να σφυράω και να προχωρώ.

Ήταν σκληρά τα χρόνια κ’ έπρεπε να μάθω να πεθαίνω
και να μισώ.

Και με το ίδιο στόμα, αγαπημένη μου, που σε φιλάω τρυφερά
Θα μπόραγα να δαγκώσω τον λαιμό εκείνου του φασίστα
πούριχνε μπόμπες στις πλατείες καθώς παίζαν ανύποπτα τα
   παιδιά.

Τώρα ζητάνε να πάψω να τραγουδάω.
Μα εγώ δεν είμαι πια ποιητής.
Εγώ τραγουδάω
όπως περπατάει ένα ποτάμι
όπως τινάζεται στον αέρα ένα βουνό.
Τραγουδάω όπως γεννιέται κανείς
όπως πεινάει
όπως κρυώνει.

Τραγουδάω όπως ένας άλλος πεθαίνει.

Τραγουδάω εσάς αδέλφια μου
εσάς, που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις,
που καμπυλώνετε σαν ουράνια τόξα τις γέφυρες
εσάς, που ρίχνετε το βάρος της καρδιάς σας πάνω στα κομπρεσέρ
τραγουδάω εσάς μικρά μου αγόρια,
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα
εσάς, που αγοράζετε τα χαλασμένα λαχανικά απ’ τις αγορές
εσάς, που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια
εσάς που πουλάτε τις κουβέρτες σας για ν’ αγοράσετε το φέρετρο
   του παιδιού σας
τραγουδάω εσάς, που πεινάτε
εσάς, που δεν πεινάτε πια γιατί πεθάνατε απ’ την πείνα.
Τραγουδάω εσάς, που ξεκινάτε κάθε αυγή
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο σας πουκάμισο ένα κομμάτι
   ψωμί
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου.

Σας τραγουδάω, αδέρφια μου
ανεβασμένος απόψε σε μια ντάνα σακιά κάτω στο λιμάνι
δείχνοντας τα σάπια δόντια μου
στα ξένα καράβια.

Θυμάμαι το ‘36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι
   ψωμί.
   Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες.
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα,
   τραγούδια
νιώθαμε να χορταίνουμε.
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα
κι άκουγε σιωπηλή.

Μάνα, πού είσαι, μάνα
Έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλα και μια φέτα
   ψωμί.
Ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κ’ έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε κρυφά ζητιανέψει
για μας, μάνα,
μάνα
ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ εύρισκα λίγο απάγκιο γιατί μούστελνες την έγνοια σου.

Τώρα έφυγες, μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά που πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.

Μα απόψε, συχώρα με, σε νιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας
που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά
με γέννησαν σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.

Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες απ’ τα αίματα
όπως γεννιέται μια σημαία.

Νύχτα.
Μια νύχτα ακόμα στις χιλιάδες νύχτες.
Ερημιά.

Πόσοι άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
κλαίνε ολομόναχοι
ζητιανεύουν
κοιμούνται κάτω απ’ τις εκκλησιές
πόσοι αγκαλιάζονται παράφορα μες στο σκοτάδι.
Πόσοι άνθρωποι απόψε αυτή την ώρα
καίγονται από μεγάλα όνειρα
κρυώνουν από λησμονιά
πόσους απόψε θάβουν στα στρατιωτικά νεκροταφεία.

Πόσοι απόψε ξεκινάν περήφανοι
πόσοι γυρίζουν νικημένοι
πόσοι χωρίζονται για πάντα χωρίς να ξαναϊδωθούν ποτέ
πόσοι αγρυπνάνε πλάι σε νεκρούς ενώ απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο
   ακούγεται να βουίζει ο κόσμος
πόσοι φωνάζουν απελπισμένα, πόσοι σωπαίνουν πιο απελπισμένα
οι φάροι αναβοσβήνουνε μακριά
κυλάνε ουρλιάζοντας τα τρένα μες στη νύχτα
κυλάει ο χρόνος
οι πολιτείες κοιμούνται τυλιγμένες στην καταχνιά.
Πόσοι άνθρωποι απόψε σέρνονται στο σκοτάδι
μεταφέρουν πυρομαχικά
ανατινάζουν τις γέφυρες
βάζουν μεγάλες φωτιές
προδίνουν
πόσοι άνθρωποι απόψε αυτήν την ώρα
πεθαίνουν μες στη νύχτα σιωπηλά -
ζωή ζωή
σ’ ακούμε να σε ποδοπατάνε μες στη νύχτα
σ’ ακούμε μέσα στο σκοτάδι να φωνάζεις βοήθεια
α, ζωή, στη μια γωνιά σε ντουφεκίζουν
και στην άλλη σηκώνεσαι ξανά και τραγουδάς
μ’ ακόμα πιο δυνατή τη φωνή σου…

Τραγουδάω και ξανατραγουδάω εσάς αδέρφια
εσάς που ανατινάζατε τα γερμανικά τανκς με μια μπουκάλα μόνο
   γεμάτη απ’ το θυμό σας.
Τραγουδάω εσάς που περπατήσατε τα 8.000 μίλια της υποχώρησης
αφήνοντας πάνω στο χιόνι της Κίνας τους νεκρούς σας σαν μεγάλα
   σημάδια
για να σας δείχνουνε το δρόμο απ’ όπου θα ‘πρεπε να ξαναγυρίσετε.
Τραγουδάω εσάς που ξαναγυρίσατε.
Τραγουδάω εσάς που πολεμάγατε από πάτωμα σε πάτωμα
και χάνατε στο ισόγειο τόνα χέρι σας, μ’ από τα κεραμίδια
   πυροβολούσατε με τα’ άλλο
σώζοντας το Στάλινγκραντ και την ανθρώπινη ελπίδα.
Τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια, που με τα παιδικά σας
   σπίρτα
ανάψατε αυτή την πυρκαγιά που ζέστανε τον κόσμο.
Τραγουδάω εσάς που βασανιστήκατε
εσάς που σας ζητούσαν να πείτε ένα όνομα
κι εσείς απαντούσατε πάντοτε: Λευτεριά.

και βουτηγμένοι στο αίμα σας σηκώνατε το χέρι και δείχνατε
   στους άλλους να προχωρήσουν
κι αφού είχαν όλοι προσπεράσει πια κ’ είχατε μείνει καταμόναχοι
   πεσμένοι στο δρόμο
ακούγοντας τη βουή και τα ντουφέκια του πλήθους που
   προχωρούσε
σφίγγατε πάνω στο στήθος σας μια χούφτα χώμα απ’ την
   αγαπημένη πατρίδα
και πεθαίνατε. Τραγουδάω εσάς.

Τραγουδάω όλους εσάς που αντισταθήκατε
τραγουδάω τους άσπρους, τους μαύρους, τους κίτρινους
τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα
τραγουδάω το αίμα που σ’ όλα τα γεωγραφικά σημεία είναι κόκκινο.
Με το λαρύγγι μου πεταγμένο έξω φαρδύ, σαν προκυμαία
τραγουδάω την παγκόσμια αδερφοσύνη.

Μα απόψε, αδέρφια, δεν είμαι πια ποιητής.
Απόψε δε θέλω νάμαι ποιητής.
Απόψε είμαι ο τυμπανιστής μιας απέραντης στρατιάς
με δύο δισεκατομμύρια μαχητές ακροβολισμένους μες στη νύχτα.

Και προχωράμε.


Συλλογή: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ»
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 1ος, σελ. 189 - 196