Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τα δεκατέσσερα παιδιά

«... Εν αρχη ην η αγάπη...» μελωδούσε γιομίζοντας
το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,
καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»
Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να 'θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: «... Ό,τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα...». Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό -
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.

Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ' αδιάβροχο σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σαν να 'ταν κάποιον απάνω σου και να σ' έκρινε
για τ' άδεια σου χέρια. Σαν να 'φταιγες μάλιστα,
σ' όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντίκριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπο σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

Ώρα 8 και 20 ακριβώς.
Το μάθημα αρχίζει κανονικά.
Εσύ πάνω απ' την έδρα κι απ' αντίκρυ σου ο Χριστός,
απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,
δίνετε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους
να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,
γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα
κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,
όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.

Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι
κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.
Ώρα 10 και 20'. Το μάθημα συνεχίζεται.
Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.
Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.
Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
«Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος...
Ο μέγας Αλέξανδρος...».

Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
- τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
τα δάχτυλα σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπο σου.