Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Μενέλαος Λουντέμης – Η ψυχή μου έμεινε εξορία

«Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
( Από γράμμα τους)

Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φως.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»
(«Γεννηθήτω φως» — και εγένετο). Ακούστε με!

Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!
Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,
και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη,
παλεύει ένα ολομόναχο νησί
- πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας -,
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.

Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.
Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις αλυσίδες της Μυθολογίας.
Κι έσπασε τους μύλους του νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
Τον πυρρίχιο της λύσσας.

Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόισα το νησί.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
Ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν την πλαγιά.
( Κι ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)

Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν!
Τι μπόγους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!
Τι αίματα, τι δέματα και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας... που βράχηκε.
Και δε θα διαβάζεται πια.
( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)

Κι όλα αυτά γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.
Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.

Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογκήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί..
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μου’ δωσε το σταυρό του μαζί μου…