Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Νίκος Γκάτσος — Δάκρυα του Φθινοπώρου
«Σε τραγούδησα/σα μιαν απέραντη αμμουδιά
σα μια ροδιά/χωρίς κλαδιά.»

Φθινοπώριασε κι άκουσα
το στερνό τ’ αντίο σου
φθινοπώριασε κι έκλεισα
το πικρό βιβλίο σου.

Σε τραγούδησα
σα μιαν απέραντη αμμουδιά
σα μια ροδιά
χωρίς κλαδιά.
Σε τραγούδησα
σα μια μεγάλη ακρογιαλιά
σα μια φωλιά
χωρίς πουλιά.

Φθινοπώριασε κι έσβησε
το ξανθό σου το αστέρι φθινοπώριασε
κι έγινε βορινό πια τ’ αγέρι.

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Νίκος Καροῦζος — Σχέδιο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ οὐρανοῦ
«Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν/- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.»

Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
τῆς φωνῆς μου ψηλὰ
ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμώνα
δὲν προσμένω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
κι ὅπως ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν αὔριο
μὲ τὸ φάσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Λὲν εἶναι, πιὰ ἡ Ἄνοιξη
δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ᾿ ἐδῶ λησμονημένος
νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερὰ ταξιδεύω
πάνω ἀπ᾿ τὰ γλυκύτερα
βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.
Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τύμπανών σου Μελλοντικὲ
ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἄνθη του
ἰδοὺ λοιπὸν γιατὶ τὸ συντρίβει.
Λησμόνησέ μας.
Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
κλαδιὰ κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη
ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου
τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.
Ἀπὸ χειμώνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα
ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους
ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.
Μεγάλη ἡ νύχτα κ᾿ ἡ ποίηση
τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.
Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…
Ὁ ἥλιος σου μάτωνε τὰ γόνατα κ᾿ οἱ ἄνθρωποι
φαίνονταν εὐεξήγητοι
σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!
Καὶ τώρα νὰ ἡ μοίρα σου
στὴν πόλη μέσα τὴ φρικτὴ
μ᾿ ἐνάντιο σπίτι ἐναντίον ἄνεμο.
Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης —
μὴ μὲ λησμονήσεις
πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα
μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.
Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.
Τὴ νύχτ᾿ ἀναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου
ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι
κ᾿ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη
εἶμ᾿ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς
ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.
Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα
πνοὴ ποὺ νὰ ῾βγεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου
δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες
ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα.
ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.
Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ -
πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ᾿ τὸν ὕπαιθρο
ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων
ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.
Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ
φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.
Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.
στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.
Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.
Μὴ δείχνεις - εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.
Ἡ φωνή μου λυγίζει.
Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.
Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.
Νίκος Καρούζος 
17 Ιουλίου 1926 - 28 Σεπτεμβρίου 1990

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Μαρία Πολυδούρη — Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ

Lady in a Garden by Edmund Blair Leighton
Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.


Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.


Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.


Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.


Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.


Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Άλκης Αλκαίος — Της σιωπής

Όποιος ξεχνάει χάνεται
ραγίζει όποιος θυμάται

Living Lightning * Artist Jim Warren
Όποιος ξεχνάει χάνεται
ραγίζει όποιος θυμάται
κι αυτός που παραστράτισε
στις ερημιές κοιμάται
Στα γιορτινά τα μαγαζιά
πολύχρωμες βιτρίνες
είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις
δυο χρόνια κι έξι μήνες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ’ αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό

Αλλάζουν δρόμοι και μορφές
Οι εποχές αλλάζουν
κι οι από μηχανής θεοί
αμήχανα κοιτάζουν
άσ’ το παράθυρο ανοικτό
σ’ όλες τις καταιγίδες
θα δεις στο φως μιας αστραπής
όσα ποτέ δεν είδες

Μάθε τη γλώσσα της σιωπής
κι ύστερα έλα να μου πεις
πώς κλίνεται το σ’ αγαπώ
πώς βγάζει η έρημος καρπό
2002 
🍁🍁🍁🍁🍁🍁🍁

Ο ποιητής και στιχουργός Άλκης Αλκαίος


Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα Σαλονίκη 
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
Ο Άλκης Αλκαίος (πραγματικό όνομα Βαγγέλης Λιάρος) ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1949 κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και πολιτογραφήθηκε από μικρός κάτοικος Πάργας όπου τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί, γράφοντας τους υπέροχους στίχους του με “δάσκαλό του” την ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. 
Το όνομά του το πήρε από έναν θείο του ΕΛΑΣίτη που σκοτώθηκε 23 χρονών.
....................
Οι σπουδές, τα βασανιστήρια και το αιώνιο τραύμα
Ο Βαγγέλης Λιάρος τελείωσε το Γυμνάσιο Πάργας και σπούδασε στη Νομική Σχολή τα χρόνια της δικτατορίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της εποχής, είχε εμπλακεί στην πρώτη απόπειρα δραπέτευσης του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή, όπου βρισκόταν μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του Γιώργου Παπαδόπουλου. Συνελήφθη, βασανίστηκε άγρια και οι πληγές αυτών των βασανισμών σημάδεψαν ισόβια το κορμί του, καθώς του δημιούργησαν σοβαρότατα νευρολογικά και κινητικά προβλήματα.
Κάποια στιγμή, ταξίδεψε στο εξωτερικό προκειμένου να υποβληθεί σε μία ειδική επέμβαση, η οποία, όμως, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. 
Όσο περνούσαν τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά τις ημέρες του κλεισμένος σ’ ένα σπίτι και για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι. 
Φύλακας-άγγελός του σε όλη αυτήν την περιπέτεια ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε μαζί του και τον περιέβαλε με όλη του την αγάπη.
Η αρχή της καριέρας του
.........
η συνέχεια εδώ

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Μυρτιώτισσα — Σ’ αγαπώ. Μπρος στα πόδια σου εδώ / Με λαχτάρα σκορπώ / Τον πολύφυλλο ανθό / Της ζωής μου

Leonid Afremov- Rainy Wedding
Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ' άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κ΄η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ -
σβήσ΄τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ΄αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου!..

Σ΄αγαπώ - τι μπορώ
ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;
"Κίτρινες φλόγες" Αθήνα, 1925

💖💖💖💖💖💖💖💖
Μυρτιώτισσα, η ποιήτρια της αγάπης:

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε το 1885 σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας.
περισσότερα εδώ

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Μάνος Χατζιδάκις — Μητέρα κι αδερφή
«Μητέρα κι αδερφή/δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί/παντοτινή στη γη σαν προσευχή.»

Mother and Child in a Boat - 1892 Edmund Charles Tarbell
Η φωτιά που καίει δεν ωφελεί,
το παιδί δε γίνεται πουλί.
Μόνο κλαίει κλαίει ως το πρωί
και κανείς δεν του δίνει ένα φιλί.
Όλοι τρέχουν τρέχουν σαν τρελοί,
το παιδί θα καεί χωρίς φιλί.

Μητέρα κι αδερφή
δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί
παντοτινή στη γη σαν προσευχή.

Το νερό που τρέχει στην πηγή
δεν ρωτά, δε γίνεται κραυγή.
Μόνο τρέχει τρέχει σαν τρελό
να χαθεί μέσα στο θολό νερό.
Μόνο τρέχει πάει στον ποταμό
και μας πνίγει στον πιο βαθύ καημό.

Μητέρα κι αδερφή
δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί
παντοτινή στη γη σαν προσευχή.

«Η εποχή της Μελισσάνθης» - 1980


Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Κωστής Παλαμάς — Το Τραγούδι του Σταυρού - «... γονάτισα στόν ἤσκιο μου τούς δυνατούς του κόσμου.»

The Raising of the Cross, Peter Paul Rubens
Κ' ἒγυρ' Ἐκεῖνος τὸ ἄχραντο κεφάλι καὶ ξεψύχησε 
στὸ μαῦρο τὸ κορμί μου ἀπάνου·
ἄστρα γινήκαν τὰ καρφιὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἄστραψα
κι ἀπὸ τὰ χιόνια πιὸ λευκὸς τὰ αἰώνια τοῦ Λιβάνου.

Οἱ καταφρονεμένοι μ' ἀγκαλιάσανε
καὶ σὰ βουνὰ καὶ σὰ Θαβὼρ ὑψώθηκαν ἐμπρός μου·
οἱ δυνατοί τοῦ κόσμου μὲ κατάτρεξαν
γονάτισα στὸν ἤσκιο μου τοὺς δυνατούς το
 κόσμου.

Τὸν κόσμο ἂν ἐμαρμάρωσα, τὸν κόσμο τὸν ἀνάστησα,
στὰ πόδια μου ἄγγελοι οἱ Καιροί, γύρω μου σκλάβες οἱ Ὧρες.
Δείχνω μιὰ μυστικὴ Χαναὰν στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
μὰ ἐδῶ πατρίδες πάναγνες εἲσαστ' ἐσεῖς, τρεῖς Χῶρες!

Ὢ πρώτη ἐσύ, Ἱερουσαλήμ! τοῦ βασιλιᾶ προφήτη σου
μικρὴ εἶν' ἡ ἅρπα γιὰ νὰ εἰπῆ τὴ νέα μεγαλωσύνη.
Τοῦ Σολομώντα σου ὁ ναὸς μ' ἀντίκρυσε, καὶ ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίνοι.

Κ' ὕστερα ὑψώθηκα σ' ἐσένα, ὢ Πόλη, ἑφτάλοφο ὅραμα,
κ' ἔγινα φῶς τῶν οὐρανῶν, τὸ θάμα τοῦ Ἰορδάνη,
τοὺς Κωνσταντίνους φώτισα καὶ τοὺς Ἡράκλειους δόξασα,
καὶ τρικυμίες δὲν ἔσβησαν ἐμέ, μηδὲ Σουλτάνοι.

Καὶ ὕστερα, ταξιδευτής, ἦρθα σ' ἐσένα, ἀσύγκριτη,
Ἀθήνα, τῶν ὡραίων πηγή, τῶν ἐθνικῶν κορώνα,
τὸν ἄγνωστο ἔφερα Θεό, καί, ἀπόκοτος, ἀψήφησα
τὴν πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ' τὸν Παρθενώνα.

Καὶ γνώρισα τοὺς ἱλαροὺς θεοὺς καὶ στεφανώθηκα
τὴν ἀγριλιὰ τῆς Ἀττικῆς, τὴ δάφνη ἀπ' τὴν Ἑλλάδα,
καὶ ὢ λόγος πρωταγροίκητος! τοῦ Γολγοθὰ τὸ σύγνεφο
πῆρε τὴν ἄσπρη ὁμηρική του Ὀλύμπου λαμπεράδα.

Τὰ εἴδωλα τ' ἀφρόντιστα καὶ τὰ πασίχαρα ἔφυγαν,
ἀλλ' οὔτε πιὰ μεθάει τὴ γῆ τὸ ἀσκητικὸ μεθύσι,
ἂς λάμπη ἡ μυστικὴ χαρὰ στὰ γαλανὰ ὑπερκόσμια·
εἰν' ἐδῶ κάπου μία ζωή, καὶ εἲν' ἄξια γιὰ νὰ ζήσει.

Μὲ τὰ κλαδιὰ τῆς φοινικιᾶς νέα ὡσαννὰ λαχτάρισα
σ' ἐσένα, ὢ Γῆ Πανάγια καὶ ὢ πρώτη μου πατρίδα.
Σ' ἐσὲ γυρνῶ, Ἱερουσαλήμ, κ' ἕνα τραγούδι φέρνω σου·
Εἶναι πλασμένο ἀπὸ ψυχῆ καὶ ἀπὸ φωνὴ Ἑλληνίδα! 
Ασάλευτη ζωή [1913]

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Οδυσσέας Ελύτης — «Άξιον Εστί» - Ψαλμός Δ΄
«Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»

The Blue Rider - 1903
Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα 
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι 
στη βοή των γκρεμών και των άστρων τον κυκεώνα μου! 
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ 
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας 
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη, 
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας. 
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα, 
τη χαρά και τη θλίψη μου πίσω έριξα, 
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα, 
την Ισχύ και τη Γνώση. 
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος. 
Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικίσει 
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή. 
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν 
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Ελένες! 
Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρειά λαχτάρησα 
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα 
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω 
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων! 
Είπαν οι άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει 
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου. 
Αλλού μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα 
πάρα δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα 
πάρα μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα. 
Τις ήμερες μου άθροισα και δε σε βρήκα 
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα 
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
🌟🌟🌟
Ο ποιητής προχωρά σ’ έναν απολογισμό των χρόνων που πέρασαν και συνειδητοποιεί πως παρά την ανάγκη και την επιθυμία του, δεν είχε ποτέ τη στήριξη Εκείνου∙ δεν είχε ποτέ την καθοδήγηση και την προστασία Του στο χάος και στις κρίσιμες στιγμές της πορείας του. 
Η ταυτότητα, ωστόσο, του «εσύ» που γίνεται αποδέκτης των παραπόνων του ποιητικού υποκειμένου, μπορεί να αναζητηθεί και στο πρόσωπο του πάντοτε αναγκαίου συνοδοιπόρου είτε αυτός είναι ένας φίλος είτε μια σύντροφος.
Ο Ελύτης παρουσιάζει εδώ στοιχεία του βίου και της προσωπικότητάς του που ενίσχυσαν και εδραίωσαν την αφοσίωσή του στην ποιητική του αποστολή. Η απροθυμία του να εγκλωβιστεί στους περιορισμούς που θέτει η έγγαμη διαβίωση κι η απέχθειά του για την υποκρισία και την ανηθικότητα που συνιστούν προαπαιτούμενα για τον υλικό πλουτισμό και την κοινωνική καταξίωση, φανερώνουν την αδιαπραγμάτευτη πίστη του στην πνευματική και ηθική ανεξαρτησία του ατόμου. Ο ποιητής επιλέγει να ζήσει μακριά από τους συνήθεις συμβιβασμούς και τη διάβρωση των ηθικών αξιών, ορίζοντας για τον εαυτό του έναν εξαιρετικά δύσκολο αγώνα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

«Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!»


Η αναφορά στην απουσία του άλλου ανθρώπου, που θα είχε τη δυνατότητα να σταθεί ως στήριγμα και ως καθοδηγητής στο πλευρό του ποιητή, τονίζει την επώδυνη ερημία του, η οποία αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο για την ισχυροποίηση των στοιχείων εκείνων που συνέθεσαν το μοναδικό της προσωπικότητάς του. Ο ποιητής εξαναγκάζεται να κινηθεί μόνος, μα ο εξαναγκασμός αυτός του παρέχει τη δύναμη να σταθεί πέρα από συναισθηματικές εξαρτήσεις, οποιασδήποτε μορφής, που θα τον καθιστούσαν πιθανώς πιο ευάλωτο στα κελεύσματα της κοινωνίας -των άλλων ανθρώπων-, για έναν συμβιβασμό στην κανονικότητα, και κατ’ επέκταση στη μέτρια και χωρίς κορυφώσεις ύπαρξη.
Η ανασκόπηση των ημερών που πέρασαν φανερώνει πως ο άλλος άνθρωπος δεν ήταν ποτέ εκεί, για να συμπαρασταθεί στο ποιητικό υποκείμενο∙ δεν ήταν ποτέ εκεί, για να τον συγκρατήσει, όταν πλησίαζε επικίνδυνα στην άκρη του γκρεμού, με τον ίλιγγο της συναισθηματικής κατάρρευσης να ηχεί στ’ αυτιά του. Δεν ήταν ποτέ εκεί στο συναισθηματικό στροβίλισμα, στην εσωτερική του δίνη, καθώς η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη, κι η ψυχή του δοκιμαζόταν ολοένα και περισσότερο.
Ο άλλος άνθρωπος, που με την παρουσία του θα προσέφερε στήριξη, θα παρείχε δύναμη, και θα αποτελούσε το έναυσμα για ένα ύστατο πλεόνασμα απαντοχής, δεν ήταν εκεί, τη στιγμή που ήταν αναγκαίος. Ο άλλος άνθρωπος, που δεν θα ζητούσε εξηγήσεις, μα θα ένιωθε την κάμψη της αντοχής και του κουράγιου, και θα έδινε απλόχερα απ’ τα δικά του αποθέματα, δεν βρέθηκε «ποτέ, και πουθενά».

«Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.»


Το ποιητικό υποκείμενο γνώρισε, όχι μόνο τη μοναξιά -την απουσία του άλλου ανθρώπου-, μα είδε γύρω του τους άλλους να προοδεύουν, επιδιώκοντας και κατακτώντας με κόπο τη Γνώση αλλά και την Ισχύ. 
Μια πρόοδος, ωστόσο, συμβατική, καθώς η γνώση κι η δύναμη που κερδήθηκε από τους άλλους, απαίτησε και το ανάλογο τίμημα. Αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με την υποκρισία της κοινωνίας, προσαρμόζοντας στο πρόσωπό τους τις προσωπίδες εκείνες της ψεύτικης χαράς και της δίχως περιεχόμενο συμπόνιας για τους συνανθρώπους τους. 
Προσάρμοσαν στα φθαρμένα τους πρόσωπα και στις αλλοτριωμένες ψυχές τους προσωπίδες, για να καλύψουν και να αποκρύψουν πόσο ακριβά πλήρωσαν την κοινωνική παρουσία και αναγνώριση.
Άνθρωποι της καταξίωσης, οι οποίοι δε δίστασαν να θυσιάσουν τα αληθινά και τα ανθρώπινα της υπόστασής τους, μόνο και μόνο για να γίνουν αποδέκτες ενός πλούτου υλικού, που δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να υποκαταστήσει την απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας, της ειλικρινούς προς τους άλλους και προς τον εαυτό τους παρουσίας, της ζωής μακριά από συμβιβασμούς και υποκρισίες.

«Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.»


Ο ποιητής, βέβαια, αντιστάθηκε στο δέλεαρ του υλικού πλούτου και της κοινωνικής δύναμης, αρνούμενος να ζήσει φορώντας προσωπίδες∙ αρνούμενος να ζήσει μέσα στην υποκρισία και τους συμβιβασμούς. 
Με γενναιοδωρία, που πήγασε απ’ τον αυτοσεβασμό και τη βαθιά εκτίμηση για την ανεξαρτησία του, αποποιήθηκε...
...........
η συνέχεια εδώ

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Γιάννης Ρίτσος — Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού: «Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.»

(απόσπασμα)

ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού.
Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα.
Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
.............

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Διονύσιος Σολωμός — Η Ξανθούλα
Εφούσκωνε τ' αέρι/λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι/που απλώνει τα φτερά

Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάη στην ξενιτιά.


Εφούσκωνε τ' αέρι
λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά

Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη με χαρά
και αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
ως που η πολλή μακρότης
μου το 'κρυψε κι αυτό

Σ' ολίγο, σ' ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
ή του πελάγου αφρό·

και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κ' εγώ.


Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα,
δεν κλαίγω τα πανιά,
μόν’ κλαίγω για την Ξανθούλα
που πάει στην ξενιτιά.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
με τα λευκά πανιά,
μόν' κλαίω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά.

H “Ξανθούλα” ανήκει στα νεανικά ποιήματα του Σολωμού, τα οποία γράφτηκαν στο διάστημα 1818-1823. 
Ο ποιητής ήταν τότε σε νεαρή ηλικία και δοκιμαζόταν στους ρυθμούς και στη χρήση της γλώσσας, αφού η κύριά του γλώσσα ήταν η ιταλική.
Η “Ξανθούλα”
είναι ποίημα με λυρικό περιεχόμενο. Θέμα του είναι η περιγραφή των συναισθημάτων που δημιουργούνται από την αναχώρηση ενός αγαπημένου προσώπου, της Ξανθούλας, για την ξενιτιά.

Ο ποιητής αφηγείται την αναχώρηση της Ξανθούλας για την ξενιτιά, που πραγματοποιήθηκε αργά το προηγούμενο βράδυ. 

Η Ξανθούλα επιβιβάστηκε σ’ ένα καράβι με κάτασπρα πανιά και αποχαιρετούσε τους φίλους της μ’ ένα μαντίλι που κρατούσε στο χέρι. Σε λίγο το μαντίλι, τα πανιά και η μορφή της Ξανθούλας χάθηκαν, καθώς η βάρκα απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από το λιμάνι. Τότε όλοι οι φίλοι της, και μαζί μ’ αυτούς κι ο ποιητής, δάκρυσαν.
περισσότερα εδώ